Τα κρυπτονομίσματα έχουν πλέον εδραιωθεί στην παγκόσμια αγορά τόσο ως μέσο συναλλαγών όσο και ως επενδυτικό μέσο. Καθημερινά προκύπτουν διάφορα ζητήματα που τοποθετούν τα κρυπτονομίσματα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκαλώντας ταυτόχρονα τον προβληματισμό για την ταυτότητα, τη λειτουργία, αλλά και τη μελλοντική εξέλιξη που θα έχουν. Πρόσφατο παράδειγμα, η Finiko στη Ρωσία, μια επενδυτική εταιρεία η οποία λίγο πριν πτωχεύσει εξέδωσε και δικό της κρυπτονόμισμα, σάρωσε την αγορά και μετά εξαφανίστηκε, οδηγώντας τους επενδυτές της σε τεράστια απώλεια κεφαλαίων.
Είναι βέβαιο ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν έρθει για να μείνουν και αυτό θα οδηγήσει σε αλλαγή στις παγκόσμιες συναλλαγές, αλλά επιβάλλεται να υπάρξει ο απαιτούμενος έλεγχος και εποπτεία από τις νομισματικές αρχές.
Επίσης, είναι γεγονός ότι όλο και περισσότεροι ασχολούνται με την αγοραπωλησία των κρυπτνομισμάτων, πράγμα που καθιστά επιτακτική την ανάγκη παροχής διευκρινίσεων από τη Διοίκηση για τον τρόπο της φορολογικής μεταχείρισης των εσόδων από τα κρυπτονομίσματα. Με αφορμή τα ερωτήματα που δεχόμαστε καθημερινά σχετικά με τα κρυπτονομίσματα, στο άρθρο αυτό θα καταγράψουμε την εκτίμησή μας σχετικά με τον τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος αυτού.
Εκ προοιμίου θα σημειώσουμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να δηλωθούν τα κέρδη από τα κρυπτονομίσματα, διότι είναι χιλιάδες οι κινήσεις για αγορές και πωλήσεις, οι οποίες συντελούνται σε κάθε λογαριασμό του δικαιούχου και γίνεται δυσκολότερος ο υπολογισμός, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων γίνονται αγοραπωλησίες πολλών κρυπτονομισματων, καθιστώντας αδύνατη την αποτίμηση.
Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, οι φορολογικές αρχές είναι δύσπιστες σχετικά με την υποβολή δηλώσεων με κέρδη από κρυπτονομίσματα, διότι πολλοί επιχειρούν να νομιμοποιήσουν χρήματα από παράνομες συναλλαγές.
Βασικά χαρακτηριστικά
Το κρυπτονόμισμα είναι ένα ψηφιακό νόμισμα χωρίς φυσική μορφή. Σήμερα παράγεται ιδιωτικά σε ηλεκτρονικό υπολογιστή σύγχρονης τεχνολογίας και διακινείται μέσα από ένα ιντερνετικό σύστημα προηγμένης τεχνολογίας, το λεγόμενο blockchain. Με λίγα λόγια μπορεί ο καθένας να παράγει το δικό του κρυπτονόμισμα, εφόσον διαθέτει κεφάλαια, τεχνογνωσία και ότι απαιτείται για την παραγωγική διαδικασία. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η παραγωγή δεν ελέγχεται, είναι ανώνυμη και ανεξάρτητη από Κυβερνήσεις και Τράπεζες, δεν υπάρχουν νομικοί κανόνες και ως εκ τούτου δεν υπάρχει νομική προστασία ή εγγύηση και φυσικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος απάτης. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα η τιμή των κρυπτονομισμάτων παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση.
Ως ψηφιακό νόμισμα ιδρύθηκε για πραγματοποίηση συναλλαγών με απλουστευμένες διαδικασίες στη διακίνηση του χρήματος, με μεγαλύτερη ευελιξία, μεγαλύτερη ταχύτητα, μικρότερο κόστος και ανωνυμία στις συναλλαγές. Όμως, στην πορεία κατέληξε να είναι ένα επενδυτικό προϊόν για αποκόμιση κέρδους από την υπεραξία (εφόσον είναι θετική) που δημιουργείται μεταξύ της αγοράς και της πώλησης του νομίσματος.
Φορολογική μεταχείριση
Υπάρχουν δυο κατηγορίες εισοδήματος από κρυπτονομίσματα:
Α) του παραγωγού, αυτού που κάνει την εξόρυξη και τα έσοδα αποτελούν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και θα φορολογηθούν τα κέρδη που θα προκύψουν μετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών με τις γενικές διατάξεις και τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές.
Β) Κάτοχοι κρυπτονομισμάτων
Β1) του κατόχου (επενδυτή) κρυπτονομισμάτων. Η υπεραξία που πιθανόν προκύψει (θετική διαφορά μεταξύ αγοράς και πώλησης) θα φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις εάν οι κάτοχοι είναι νομικά πρόσωπα.
Β2) Εάν οι κάτοχοι είναι φυσικά πρόσωπα, απλοί επενδυτές πιστεύουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 42 του ΚΦΕ θα φορολογηθούν με συντελεστή 15% ως εισόδημα από υπεραξία κεφαλαίου. Πιθανή ζημία μπορεί να συμψηφιστεί με μελλοντικά κέρδη από την ίδια πηγή μέσα στα επόμενα 5 έτη.
Η φορολογητέα αξία του κρυπτονομίσματος είναι η υπεραξία που προσπορίζεται ο κάτοχός του που προβαίνει σε πώλησή του. Ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 3, “…τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης.”. Ο φορολογικός συντελεστής είναι 15% επί της αποκομιζόμενης υπεραξίας και αξίζει να αναφέρουμε πως τα εισοδήματα από αυτό υπόκεινται σε εισφορά αλληλεγγύης.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας την παραδοχή που κάναμε παραπάνω, ότι δηλαδή το κρυπτονόμισμα θεωρείται επενδυτικό-κερδοσκοπικό προϊόν, το ποσό που διατέθηκε για την αγορά κρυπτονομισμάτων θα πρέπει να δηλωθεί στον κωδικό 743 του πίνακα 5 της φορολογικής δήλωσης (δαπάνη που καταβλήθηκε για την αγορά επιχειρήσεων, εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικά) της φορολογικής δήλωσης προκειμένου να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό των τεκμηρίων. Αντίστοιχα το κεφάλαιο από την πώληση των κρυπτονομισμάτων θα πρέπει να αναγραφεί στον κωδικό 781 του πίνακα 6 (χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων και ειδικότερα ως επιστροφή κεφαλαίου).
Στην περίπτωση όπου κατά την πώληση των κρυπτονομισμάτων προέκυψε υπεραξία, τότε αυτή θα πρέπει να αναγραφεί στον κωδικό 865 του πίνακα 4 Ε (κέρδος από μεταβίβαση τίτλων αλλοδαπής) προκειμένου να υπολογιστεί φόρος 15%.
Δεδομένης της εξαιρετικά μεγάλης διάστασης που έχει πάρει η συναλλαγή μέσω κρυπτονομισμάτων και η χρήση τους ως επενδυτικό παράγωγο θεωρούμε βέβαιο ότι θα υπάρξει μια ενιαία διεθνής προσέγγιση για το πώς θα αντιμετωπίζεται από τις φορολογικές αρχές η επένδυση αυτή, σύμφωνα και με τις τελευταίες δηλώσεις της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σχετικά με το ΦΠΑ υπάρχει απόφαση της ΕΕ με την οποία απαλλάσσονται οι συναλλαγές από ΦΠΑ και σχετικά με τον τρόπο εμφάνισης των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα από τις επιχειρήσεις έχει εκδοθεί η 104/27.2.2018 γνωμάτευση του ΣΛΟΤ για τη λογιστική παρακολούθηση των κρυπτονομισμάτων στην οποία προσεγγίζουν το θέμα και δίνουν κατευθύνσεις, αλλά επειδή η εφαρμογή της κινείται σε αχαρτογράφητα νερά είναι λογικό και αναμενόμενο να ανακύπτουν πολλά ζητήματα προς συζήτηση και επίλυση, και όλη η επιστημονική κοινότητα περιμένει τις νομοθετικές παρεμβάσεις της πολιτείας.
Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η εξόφληση των προμηθευτών Ελλήνων και αλλοδαπών για να αναγνωριστούν οι δαπάνες θα πρέπει να εξοφλούνται αποκλειστικά μέσω τραπεζικού συστήματος, συνεπώς η εξόφληση με κρυπτονομίσματα δεν θεωρείται αναγνωρισμένος τρόπος πληρωμής για την έκπτωση των δαπανών.
Τέλος, λόγω της δομικής φύσης των κρυπτονομισμάτων η οποία έχει βασιστεί στην κρυπτογράφηση, σε συνδυασμό με την ανωνυμία που προσφέρει, αποτέλεσε μέχρι σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις μέσο συναλλαγής προσώπων που σχετίζονται με παράνομες-εγκληματικές ενέργειες αλλά και προσώπων τα οποία ήθελαν να φοροδιαφύγουν. Η εξακρίβωση του κατόχου του από τις φορολογικές αρχές είναι εξαιρετικά δυσχερής αν αναλογιστεί κανείς τα μέσα που απαιτούνται αλλά και η τεχνογνωσία που χρειάζεται για να εντοπιστούν τέτοιες δραστηριότητες. Πρόσφατα μάλιστα στις 7 Ιανουαρίου με το ν. 4734/20 για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο η Ευρωπαϊκή οδηγία για τη σύσταση μητρώου στην επιτροπή κεφαλαιοαγοράς, παρόχων υπηρεσιών για εικονικά και ψηφιακά πορτοφόλια.
Κλείνοντας το άρθρο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι όσα καταγράψαμε είναι η δική μας προσέγγιση για την οποία κρατάμε κάθε επιφύλαξη μέχρι να διευθετηθεί οριστικά το θέμα και βεβαίως θα πρέπει να είμαστε όλοι επιφυλακτικοί μέχρι να υπάρξει ρυθμιστικό πλαίσιο που να δίνει οριστικές απαντήσεις στο πως αντιμετωπίζονται όλα τα θέματα γύρω από τα κρυπτονομίσματα.
ΠΗΓΗ : foroline