Η πανδημία ενέσκηψε απρόσμενα -εκεί που νομίζαμε ότι «βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο»- όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή, ξαφνιάζοντάς μας, αλλάζοντας την καθημερινότητά μας, και σίγουρα καλώντας μας σε αναστοχασμό.
Η ικανοποίηση από την πετυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης συνοδεύεται από την αγωνία για τις αντοχές της οικονομίας.
Στο προσκήνιο τέθηκαν οι πολιτικές για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και τη στήριξη της απασχόλησης. Οι αναγκαίες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, δανειακής και επιδοτούμενης, τα υγειονομικά πρωτόκολλα, οι κατάλληλες πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης, ώστε να απορροφηθούν οι κραδασμοί στην οικονομία και να μην εκτιναχθεί η ανεργία, αποτελούν μείζονα θέματα διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους κοινωνικούς εταίρους.
Στην πραγματικότητα δοκιμάζονται σκληρά ΟΛΑ:
Οι αντοχές και η συνοχή της κοινωνίας,
η αποτελεσματικότητα και ο ψηφιακός και θεσμικός μετασχηματισμός του κράτους, η ικανότητα ανταπόκρισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις απαιτήσεις μιας νέας σχέσης ασφάλειας και ελευθερίας και μιας νέας σχέσης πολιτικής νομιμοποίησης και τεχνοκρατικής εγκυρότητας, οι δυνατότητες αναπροσαρμογής της οικονομίας σε νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, οι εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος, οι προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και οι εσωτερικές ανισότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι διεθνο-πολιτικοί και στρατιωτικοί συσχετισμοί σε όλα τα πεδία, κ.ο.κ.
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας, ώστε ν’ αντιμετωπισθεί η ύφεση που συνοδεύει την πανδημία, καθιστά επιτακτική τη συζήτηση και το διάλογο όλων των κοινωνικών εταίρων και φορέων στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.) –η οποία αποτελεί το μοναδικό συνταγματικό θεσμό κοινωνικού διαλόγου– έχοντας τα εξής βασικά σημεία αναφοράς:
Πρώτο, την Εθνική Κοινωνική Αναπτυξιακή Συμφωνία, όπως διαμορφώθηκε από την Ο.Κ.Ε. και συμφωνήθηκε απ’ όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας το Φεβρουάριο του 2018, στην οποία διατυπώνονται οι αναπτυξιακοί τομείς προτεραιότητας και οι αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για την αναδιάρθρωση του εθνικού παραγωγικού μοντέλου και την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης και των θεσμών.
Δεύτερο, τις κατευθύνσεις και τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ.
Τρίτο, το πρόσφατο Σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προβλέπει να διοχετευτούν στη χώρα μας 32 δις ευρώ –επιπρόσθετα των 19 δις ευρώ του νέου ΕΣΠΑ- με άξονες την πράσινη οικονομία, τις υποδομές, τον εκσυγχρονισμό και ψηφιοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο, εφόσον τελικά εγκριθεί και υλοποιηθεί, θα προσφέρει νέες προοπτικές στην ελληνική οικονομία.
Τέταρτο, το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για την αποτελεσματική κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (RecoveryFund/NextGenerationFund), που ετοιμάζεται από τη συσταθείσα από την κυβέρνηση Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, με επικεφαλής το νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο θεσμικός κοινωνικός διάλογος αποκτά ιδιαίτερη σημασία:
Σ’ όσους αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις και πιστεύουν στη Δημοκρατία με την ενεργή ανάμειξη υπεύθυνων πολιτών και φορέων. Σ’ όσους κατανοούν ότι η οικονομία απαρτίζεται από αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες συμφερόντων, που θα εντείνουν τις πιέσεις τους τη δεδομένη χρονική στιγμή, ώστε να αποσπάσουν τα μέγιστα ίδια οφέλη. Σ’ όσους αντιλαμβάνονται ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο και βέβαιο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σ’ όσους συμφωνούν ότι και το πιο ολοκληρωμένο σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας εξαρτάται από πλήθος λεπτομερειών, εξειδικεύσεων, τρόπων εφαρμογής και πολιτικών προτεραιοτήτων. Σ’ όσους αντιλαμβάνονται ότι οι κοινωνικές ανισότητες και οι ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών θα διευρυνθούν ακόμα περισσότερο από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία. Σ’ όσους συμφωνούν ότι για την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας μας -με αφορμή και το επετειακό 2021- οφείλουμε να κινητοποιήσουμε τις πλέον δημιουργικές δυνάμεις, με ενότητα, έμπνευση και προσήλωση στην αλήθεια, ώστε να πρωτοστατήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που είναι μπροστά μας.