Πέντε χρόνια, έξι μήνες και είκοσι εννέα ημέρες. Τόσο ήταν το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να περιμένει ένας πολίτης μέχρις ότου τα διοικητικά δικαστήρια, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, κρίνουν την υπόθεσή του.
Το διάστημα που μεσολάβησε θεωρήθηκε ιδιαίτερα μεγάλο – και ας μην είναι το μεγαλύτερο που έχουν καταγράψει τα «κοντέρ» της Δικαιοσύνης στη χώρα μας -, με τον ίδιο να αποφασίζει να προσφύγει εκτός των ελληνικών συνόρων, φέροντας την υπόθεσή του προς συζήτηση στο Δικαστήριο του Στρασβούργου.
Το αποτέλεσμα; Οι δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναγνώρισαν το δίκαιο αίτημά του και καταδίκασαν την Ελλάδα για παραβίαση εύλογου χρόνου κρίνοντας ότι ήταν υπερβολική η χρονική διάρκεια που απαιτήθηκε για τους δύο βαθμούς κρίσης, καθώς δεν επρόκειτο για κάποια ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη υπόθεση.
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα, το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη και των 350 ευρώ για τα έξοδα που πλήρωσε.
969 καταδικαστικές αποφάσεις
Η χώρα μας, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Το κράτος έχει πληρώσει τεράστια ποσά για αποζημιώσεις για τον λόγο αυτό. Το ΕΔΔΑ, μέχρι τέλος 2022, είχε εκδώσει συνολικά 969 καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της χώρας μας. Οι περισσότερες από αυτές – σε ποσοστό 56% ή 545 σε απόλυτους αριθμούς – αφορούν καθυστερήσεις των ελληνικών δικαστηρίων. Το ποσοστό αυτό είναι ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος.
Στα πλαίσια της εξεύρεσης λύσεων και για να μην καταβάλλονται μεγάλες αποζημιώσεις από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, η ελληνική πολιτεία θέσπισε ειδική νομοθεσία, βάσει της οποίας τα ίδια τα ελληνικά δικαστήρια εκδίδουν αποφάσεις αποζημιώσεων για τις… δικές τους καθυστερήσεις από το 2012. Αυτό όμως, όπως λένε νομικοί, δεν έχει πετύχει ως διαδικασία γιατί «τα δικαστήρια επιδικάζουν πολύ μικρά ποσά – σε αντίθεση με το ΕΔΔΑ – που, σε συνδυασμό με τα έξοδα, καθιστούν ασύμφορη την άσκηση αγωγής».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και σε παλαιότερες αποφάσεις του έχει διαγνώσει το «αγκάθι» της καθυστέρησης σε ό,τι αφορά τις διοικητικές δίκες, θέτοντας μάλιστα την Ελλάδα προ των ευθυνών της για την επιτάχυνση των διαδικασιών, καλώντας την επί της ουσίας να προβλέψει πρόσθετα μέτρα, όπως αυξήσεις θέσεων δικαστικών λειτουργών και διοικητικού προσωπικού στα δικαστήρια καθώς και ανάπτυξη των υποδομών. Πρόκειται, άλλωστε, για παρατηρήσεις που ταυτίζονται με τα αιτήματα των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων, που έχουν διατυπωθεί αρμοδίως εδώ και πολλά χρόνια.
Ο «γόρδιος δεσμός» των καθυστερήσεων
Αποτελεί κοινή διαπίστωση, εξάλλου, ότι οι σημαντικές και επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης αποτελούν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο, που μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.
Ο «δαίμονας» των καθυστερημένων αποφάσεων δεν χτυπά, όμως, μόνο το πεδίο των ποινικών δικαστηρίων, που εκ των πραγμάτων λόγω της φύσης των υποθέσεων συγκεντρώνουν τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά και των διοικητικών δικαστηρίων, που μπορεί να μην είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά το διακύβευμά τους είναι μεγάλο για τους διαδίκους που συχνά χρειάζεται να περιμένουν υπομονετικά πολλά χρόνια για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης έχοντας ολόκληρη την εικόνα του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης στην πρώτη του εμφάνιση από το βήμα της Βουλής χαρακτήρισε «γόρδιο δεσμό» τη γνωστή παθογένεια της καθυστέρησης.
Και αν και μετρά λίγες μόνο ημέρες στο νέο του πόστο, έχει ήδη ξεκινήσει τον κύκλο των θεσμικών συναντήσεων, προσβλέποντας στην ανάγκη προωθητικής συνεργασίας δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων, συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών, με τη στήριξη του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η ιστορία, εξάλλου, έχει δείξει ότι αυτός ο «γόρδιος δεσμός» δεν λύνεται μόνο με νομοθετήματα – που συνήθως παραμένουν στα χαρτιά.