Μετά από δύο χρόνια συνεχών δαπανών, αύξησης των επιτοκίων και τιμωρητικού πληθωρισμού, οι Αμερικανοί καταναλωτές εξακολουθούν να βρίσκονται σε κίνηση. Οι καταναλωτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% της οικονομίας των ΗΠΑ και το ξεφάντωμα δαπανών της εποχής του Covid κράτησε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε μια πορεία εκπληκτικά ισχυρής ανάπτυξης, σημειώνει το Barrons. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε σχεδόν κατά 5% το τρίτο τρίμηνο, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η καλύτερη επίδειξη από το τέταρτο τρίμηνο του 2021.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της FactSet, οι πραγματικές δαπάνες προσωπικής κατανάλωσης αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,2% φέτος, κάτω από τον περσινό ρυθμό ανάπτυξης 2,5% και την αύξηση του 8,4% το 2021. Τα σχετικά υγιή οικονομικά των νοικοκυριών, η ανθεκτική αγορά εργασίας και ο σημαντικός πλούτος των κατοικιών υποδηλώνουν ότι οι καταναλωτές έχουν ακόμα άφθονη «δύναμη πυρός» και ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα αποφύγει την ύφεση το επόμενο έτος.
Walmart: Επιφυλακτικότητα για τις καταναλωτικές δαπάνες των γιορτών
Η υγιής αγορά εργασίας ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τις καταναλωτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης της ετήσιας αύξησης 3,1% στις λιανικές πωλήσεις τους τελευταίους τρεις μήνες. Με το ποσοστό ανεργίας στο 3,9%, κοντά στα ιστορικά χαμηλά, η πλειονότητα των Αμερικανών σε παραγωγική ηλικία, έχουν ικανοποιητικους μισθούς. «Οι καταναλωτές ξοδεύουν τόσα πολλά εξαιτίας αυτου που συμβαίνει στην αγορά εργασίας», λέει η Γουέντυ Εντελμπεργκ, διευθύντρια του Hamilton Project στο Brookings Institution.
Η πανδημία του Covid-19, η οποία έπληξε για πρώτη φορά τις Ηνωμένες Πολιτειες το Φεβρουάριο του 2020, οδήγησε μεγάλο μέρος της οικονομίας σε ύφεση, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, το 2021, με τα εμβόλια Covid στην αγορά και τα κυβερνητικά κίνητρα να ρέουν, η αύξηση των μισθοδοτούμενων -εκτός αγροτών- εκτινάχθηκε ανοδικά με μέσο κέρδος 605.000 το μήνα.
Θέσεις εργασίας και δαπάνες
Παρόλο που η αύξηση των θέσεων εργασίας επιβραδύνθηκε πέρυσι σε μια μέση μηνιαία αύξηση 399.000, αυτή εξακολουθούσε να είναι υπερτριπλάσια από το εκτιμώμενο επίπεδο των 100.000 μηνιαίων αυξήσεων που απαιτούνται για να διατηρηθεί η οικονομία σε ομαλή πορεία. Η αύξηση των θέσεων εργασίας ομαλοποιήθηκε περαιτέρω φέτος, αλλά παραμένει αυξημένη σε έναν κινητό μέσο όρο τριών μηνών της τάξης των 204.000 από τον Οκτώβριο.
Οι κενές θέσεις εργασίας, εν τω μεταξύ, εξακολουθούν να είναι αυξημένες σε σχέση με τα προπανδημικά επίπεδα, με το Γραφείο Στατιστικής για την Εργασία να αναφέρει 9,6 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας τον Σεπτέμβριο. Αυτό είναι χαμηλότερο από το υψηλό των περισσότερων από 12 εκατομμυρίων κενών θέσεων τον Μάρτιο του 2022, αλλά πάνω από τα 6,7 εκατομμύρια κενά που καταγράφηκαν στο τέλος του 2019.
Οι άφθονες κενές θέσεις εργασίας και η χαμηλή ανεργία συνεχίζουν να ασκούν ανοδικές πιέσεις στις αμοιβές των εργαζομένων και δεδομένου ότι οι μισθοί αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού εισοδήματος των Αμερικανών, οι μισθολογικές αυξήσεις έχουν υπέρμετρο αντίκτυπο στην οικονομική ασφάλεια και την αγοραστική δύναμη.
Δεδομένης της μείωσης των γεννήσεων, της μείωσης της μετανάστευσης και του αυξανόμενου αριθμού των baby boomers που εισέρχονται στη συνταξιοδότηση, πολλοί οικονομολόγοι της εργασίας πιστεύουν ότι οι σφιχτές συνθήκες απασχόλησης θα παραμείνουν. Το BLS (Bureau of Labor Statistics ) προβλέπει ότι η συνολική απασχόληση θα αυξάνεται μόνο κατά 0,3% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία, πολύ κάτω από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,2% που καταγράφηκε από το 2012 έως το 2022.
Covid και αποταμίευση
Τα υψηλά επίπεδα δαπανών δεν έχουν ακόμη θέσει σε κίνδυνο τους «ισολογισμούς» των περισσότερων νοικοκυριών, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία των Ομοσπονδιακών Τραπεζών. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πλούτος των Αμερικανών αυξήθηκε κατά 37% από το 2019 έως το 2022, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Fed για τα οικονομικά των καταναλωτών.
Τα αυξανόμενα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, η αύξηση των αξιών των κατοικιών, η άνοδος του χρηματιστηρίου και τα υψηλότερα εισοδήματα συνέβαλαν στην αύξηση της καθαρής αξίας των νοικοκυριών. Πολύ σημαντικό ήταν το γεγονός ότι οι καταναλωτές έλαβαν «χείρα βοηθείας» από την κυβέρνηση με τη μορφή πληρωμών τόνωσης συνολικού ύψους 814 δισ. που δόθηκαν στα νοικοκυριά των ΗΠΑ για την καταπολέμηση των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία του Covid.
Συνολικά, οι Αμερικανοί δημιούργησαν 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πλεονάζουσες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εκτιμά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σαν Φρανσίσκο. Πολλά νοικοκυριά βελτίωσαν περαιτέρω την οικονομική τους βάση εκμεταλλευόμενα τα χαμηλά επιτόκια και τις επιπλέον αποταμιεύσεις για να αποπληρώσουν χρέη. Για παράδειγμα, το ποσοστό των κατόχων πιστωτικών καρτών που είχαν υπόλοιπο μειώθηκε από 50% σε 45% από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Δεκέμβριο του 2021, σύμφωνα με το Γραφείο Λογοδοσίας της Κυβέρνησης των ΗΠΑ. Και περίπου το ένα τρίτο των εκκρεμών στεγαστικών δανείων αναχρηματοδοτήθηκε κατά την περίοδο αυτή.
Επιτόκια και διαρκή αγαθά
Τα υψηλά εισοδήματα αντιπροσωπεύουν το 39% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών από το 2004, σύμφωνα με τη Morgan Stanley. Η KPMG προβλέπει ότι οι καταναλωτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά μέσο όρο κατά 1,6% το επόμενο έτος, από το εκτιμώμενο 2,8% φέτος, ενώ οι δαπάνες αναμένεται να είναι πιο αδύναμες το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Η εταιρεία αναμένει ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τον Ιούνιο, διευκολύνοντας το κόστος των αγορών που πραγματοποιούνται με πίστωση.
Οι οικονομολόγοι της Fitch προβλέπουν ότι οι δαπάνες θα αυξηθούν μόνο κατά 0,6% το επόμενο έτος, καθώς η νομισματική σύσφιξη επιβαρύνει όλο και περισσότερο την καταναλωτική ζήτηση. Βλέπει όμως ότι οι πραγματικές προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες θα ανακάμψουν το 2025 σε υγιέστερους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης σχεδόν 2%.
Ο Ο.Σονόλα, επικεφαλής των περιφερειακών οικονομικών των ΗΠΑ στη Fitch Ratings, προβλέπει ότι η υποχώρηση των δαπανών για διαρκή αγαθά θα αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της όποιας επιβράδυνσης των δαπανών, καθώς η όρεξη των καταναλωτών θα μειώνεται. Το σημερινό επίπεδο των δαπανών για διαρκή αγαθά , προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό , είναι υψηλότερο από την τάση που παρατηρήθηκε τα πέντε χρόνια πριν από την πανδημία, σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Ρίτσμοντ. Παράλληλα, το μερίδιο των δαπανών για διαρκή αγαθά σε σχέση με τις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες είναι κατά μία ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο από ό,τι το 2019.
Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη συσσωρευμένη ζήτηση για οχήματα μετά τα προβλήματα της αλυσίδας εφοδιασμού και τις ελλείψεις τσιπ στις αρχές της δεκαετίας του 2020.