Σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε τη διακοπή όλων των συνδρομών του σε κορυφαία μέσα ενημέρωσης, στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας της κυβέρνησης Τραμπ για περικοπή δαπανών που κρίνονται μη απαραίτητες.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, μεταξύ των μέσων που επηρεάζονται περιλαμβάνονται το Reuters, ο Economist, οι New York Times, το Politico, το Bloomberg News και το Associated Press.
Εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ ανέφερε πως οι συνδρομές που αφορούν ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιοδικά θα παραμείνουν, ενώ οι υπόλοιπες αναστέλλονται επ’ αόριστον. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι τμήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μπορούν να αιτηθούν εξαιρέσεις, εφόσον τεκμηριώσουν τη σημασία της πρόσβασης σε συγκεκριμένα μέσα για την αποστολή τους.
Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται με τη στρατηγική «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ, όπως τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η διοίκηση Τραμπ συγκρούεται με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, καθώς συχνά τα έχει χαρακτηρίσει «εχθρούς του λαού» και τα έχει κατηγορήσει για μεροληπτική κάλυψη των πολιτικών του.
Η Washington Post ανέφερε ότι υπήρξε επίσημη οδηγία προς το προσωπικό του ΥΠΕΞ να τερματίσει τις συνδρομές στα προαναφερθέντα ΜΜΕ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ωστόσο, δεν επιβεβαίωσε την ύπαρξη τέτοιου εγγράφου.
Η συγκεκριμένη απόφαση γεννά σημαντικά ερωτήματα:
- Θα επηρεάσει αρνητικά την αντικειμενική ενημέρωση των αξιωματούχων του ΥΠΕΞ;
- Μήπως αποτελεί μια έμμεση προσπάθεια ελέγχου της πληροφόρησης εντός της κυβέρνησης;
- Είναι μια κίνηση οικονομικής εξοικονόμησης ή μια πολιτική αντίδραση στα μέσα που έχουν ασκήσει κριτική στον Τραμπ;
Είναι σαφές πως η διακοπή των συνδρομών δεν είναι απλώς μια λογιστική απόφαση, αλλά ένα ακόμη επεισόδιο στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση του πρώην προέδρου με τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα. Οι συνέπειες αυτής της κίνησης μένει να φανούν στην ενημέρωση και τη λειτουργία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.