Από το Μπορντό μέχρι την κοιλάδα της Νάπα, ο αμπελοοινικός τομέας υφίσταται ποικίλες πιέσεις. Με κυρίαρχη την κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό και με τις νέες καταναλωτικές συνήθειες, οι καλλιεργητές καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα εξαιρετικά δύσκολο τοπίο.
Χώρες με εμβληματική αμπελουργία, όπως η Ιταλία, χρειάζεται να προσαρμοστούν στη φθίνουσα δημοτικότητα του κόκκινου κρασιού, καθώς οι νεότεροι πότες επιλέγουν τις μοντέρνες μπύρες craft και τις ανθρακούχες λευκές μπύρες – ή απορρίπτουν το αλκοόλ.
Κρασί: Παγκόσμια… επιστράτευση για τη σωτηρία της παραγωγής
Και σαν να μη φτάνουν αυτά, οι οινοπαραγωγοί αντιμετωπίζουν μια τρίτη δυσκολία που πιθανόν να αποτελεί και την πιο μεγάλη απειλή: τον αυξανόμενο κόστος των χρεών τους, γράφουν οι FT.
«Όπως όλοι, έχουμε αισθανθεί την άνοδο των επιτοκίων», λέει ο Barbieri, πρόεδρος της Cantina Torrevilla, ενός συνεταιρισμού περίπου 200 παραγωγών που παράγει όλα τα είδη οίνου, από pinot noir έως αφρώδη. «Επηρεάζουν τα τελικά μερίσματα για τους μετόχους μας, καθώς μένουν λιγότερα να διανεμηθούν στο τέλος», εξηγεί.
Για άλλους, ο αντίκτυπος είναι χειρότερος ακόμη και από τη συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους. Ο Castelli del Grevepesa, ένας συνεταιρισμός έξω από τη Φλωρεντία, η «καρδιά» του κόκκινου κρασιού Chianti, αναγκάστηκε να ζητήσει αναδιάρθρωση χρέους μετά από χρόνια πίεσης. Ο συνδυασμός αυτής της πίεσης και της απώλειας μεριδίου αγοράς ακρωτηριάζει οικονομικά τον συνεταιρισμό.
Το Terre Cortesi Moncaro, ένας συνεταιρισμός που λειτουργεί από το 1864 και ο οποίος ειδικεύεται στον λευκό Verdicchio, προσέφυγε δικαστικά αναζητώντας προστασία απέναντι σε δύο πιστωτές που τον οδήγησαν σε πτώχευση.
Οι οινοπαραγωγοί της Ιταλίας ξεκίνησαν όλοι ως οικογενειακές επιχειρήσεις και ως επί το πλείστον παρέμειναν έτσι, δημιουργώντας μια εξαιρετικά κατακερματισμένη βιομηχανία και παραγωγούς που συχνά βασίζονται στον δανεισμό για να τα βγάλουν πέρα.
Συνολικά το κόστος μόνο των τόκων το κλάδου υπερδιπλασιάστηκε σε δύο χρόνια. Θα ανέλθει σε 306 εκατομμύρια ευρώ φέτος από 126 εκατομμύρια ευρώ το 2022, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Studio Impresa, μιας εταιρείας συμβούλων.
Μειωμένη παραγωγή
Η αλματώδης αύξηση του λειτουργικού κόστους, είναι μόνο μία παράμετρος δυσκολίας. Από κοντά η κλιματική αλλαγή και η αλλαγή στις προτιμήσεις των νέων καταναλωτών που απομακρύονται από τις κόκκινες ποικιλίες, ενώ οι ηλικιωμένοι λάτρεις του κόκκινου κρασιού βγαίνουν από τον χάρτη, είναι ένα εκρηκτικό μείγμα που κυριολεκτικά απειλεί την ύπαρξη οινοπαραγωγών.
Οι πολύ υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες του Σεπτεμβρίου οδήγησαν στη χαμηλότερη συγκομιδή οινοστάφυλων τα ελευταία 76 χρόνια, ενώ και το 2024 οι προβλέψεις δεν είναι ευοίωνες.
Η Ιταλία παραμένει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κρασιού στον κόσμο σε όγκο (η Γαλλία έχει την πρωτιά σε αξία), αλλά η αξία των πωλήσεών της στις πέντε μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές – ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Ιαπωνία – μειώθηκε κατά 7,3% το 2023, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ιταλική κλαδικής ένωσης.
Ακόμη και οι μεγαλύτερες, πιο επαγγελματικές εταιρείες έχουν επηρεαστεί από πιο υποτονικές πωλήσεις. Η Italian Wine Brands είναι μία από τις δύο εισηγμένες εταιρείες κρασιού στη χώρα. Κάτοχος περισσότερων από 70 εμπορικών σημάτων και ιδιωτικών ετικετών, θέλει να επικεντρωθεί στους αφρώδεις λευκούς οίνους, λευκά και τα premium κρασιά «Super Tuscans» και Piemonte καθώς οι πιο επιλεκτικοί νεότεροι πότες τα προτιμούν. Έπρεπε ακόμα να μειώσει την καθοδήγηση εσόδων της για το 2024 κατά 4% λόγω χαμηλότερων όγκων και τιμών.
Στροφή στις λευκές ποικιλίες
Ένα τακτικό θύμα της αλλαγής της γεύσης είναι το δυνατό κόκκινο κρασί που κάποτε ήταν ο αμπελουργικός ακρογωνιαίος λίθος για την Ιταλία και τη Γαλλία.
Οι ιταλικές εξαγωγές κόκκινων με το βραβευμένο σήμα DOP – ένα σήμα τοπικά παραγόμενης ποιότητας – μειώθηκαν κατά 5% το 2023, σύμφωνα με στοιχεία του Ιταλικού Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής (ISTAT). Για την παρόμοια ετικέτα ΠΓΕ, η πτώση ήταν 7%.
«Οι νεότερες γενιές έχουν μια προσέγγιση πολλαπλών κατευθύνσεων», λέει ο Carlo Flamini από το κέντρο παρακολούθησης της Italian Wine Union. «Καταναλώνουν κρασί πιο σπάνια και επιλέγουν τι ποτό θα καταναλώσουν με βάση την περίσταση».
Όπως και οι συνάδελφοί τους σε όλο τον κόσμο, οι αμπελουργοί της Ιταλίας πειραματίζονται προσπαθώντας να συμβαδίσουν με τις προτιμήσεις των καταναλωτών.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Marzia Varvaglione, με την οποία μίλησαν οι FT, που διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση στο Azienda Vini Varvaglione στη νότια περιοχή της Απουλίας, εξηγώντς την προσπάθεια που καταβάλλεται για να προσαρμοστεί η καλλιέργεια και η παραγωγή οίνου στην αύξηση της ζήτησης για ποτά χωρίς αλκοόλ και στη μείωση της ζήτησης για κόκκινα κρασιά. «Δυστυχώς για τους παραγωγούς, η διαφοροποίηση απαιτεί χρόνο και μετρητά, σε μια στιγμή που η χρηματοδότηση έχει γίνει πολύ πιο ακριβή. Προς το παρόν, αυτό προκαλεί επιχειρηματική ασφάλεια και δεν επενδύουμε πάρα πολλά χρήματα σε αυτό», προσθέτει η Varvaglione. «Θέλουμε να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή».
Η ιστορία επιτυχίας
Υπάρχει, ωστόσο, τουλάχιστον μία ιστορία επιτυχίας για την ιταλική διαφοροποίηση: το Prosecco. Μετά την οικονομική κρίση, οι καταναλωτές άρχισαν να σκέφτονται δύο φορές πριν αγοράσουν κάτι. Τότε οι παραγωγοί της χώρας άρχισαν να πιέζουν για τον «εκδημοκρατισμό των αφρωδών οίνων».
Πριν από το 2008, η αγορά του “fizz” ήταν πολωμένη, αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από προϊόντα πολυτελείας όπως σαμπάνια ή φθηνά προϊόντα, ακόμη και αμφίβολης ποιότητας. Οι Ιταλοί καλλιεργητές επαναπροσδιόρισαν την καλλιέργεια σε αυτή την κατηγορία κρασιού και το Prosecco – μια λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση στη σαμπάνια – αναδείχθηκε παγκόσμιος νικητής. Οι εξαγωγές αφρωδών οίνων της Ιταλίας κατ’ όγκο υπερτριπλασιάστηκαν μεταξύ 2010 και 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της οινικής ένωσης. Ακόμη και οι Γάλλοι αγοραστές στράφηκαν σε φθηνότερο Prosecco λόγω του πληθωρισμού, με τις γαλλικές εισαγωγές λευκών ιταλικών λευκών να αυξάνονται κατά 25% πέρυσι.
Αλλάζουν τα μεγέθη
Η αλλαγή στη δομή του κλάδου, με τρόπο ώστε να μεγαλώσουν τα μεγέθη και η άρα και οι αποδόσεις, ήταν πιο αργή. Περίπου τα δύο τρίτα της καθαρής θέσης του ιταλικού τομέα κατέχονται από μεμονωμένες οικογένειες, με το 16,6% να βρίσκεται στα χέρια των συνεταιρισμών, σύμφωνα με μελέτη του ερευνητικού κέντρου Area Studi Mediobanca. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιπροσωπεύουν περίπου το 11%, εκ των οποίων το 4,1% είναι εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων.
Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται κάποιες επιχειρηματικές κινήσεις προς την κατεύθυνση των συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Οι συνεταιρισμοί, εν τω μεταξύ – των οποίων τα μέλη έχουν συνήθως λιγότερο βαθιές τσέπες – πρέπει να αναζητήσουν υποστήριξη. Η Legacoop Sicilia, μια ένωση που εκπροσωπεί τις συλλογικότητες του νησιού, ζητά από την τοπική κυβέρνηση να προσφέρει δημόσιες εγγυήσεις στους οινοποιούς που αναζητούν χρηματοδότηση για να κάνουν επενδύσεις ή επιδιώκουν να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους και να αναβάλουν τις αποπληρωμές τους.
Υπάρχει πάντα ο οινοτουρισμός
Και αν αποτύχουν όλα τα άλλα, υπάρχει και ο οινοτουρισμός. Οι ιταλοί οινοποιοί με ετήσιες πωλήσεις άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ αύξησαν τα έσοδά τους από τουριστικές επισκέψεις και συναντήσεις γευσιγνωσίας κατά 15% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την έκθεση της Area Studi Mediobanca. Μια βόλτα με άλογα στους αμπελώνες, ένα πικ νικ και ένα ποτήρι κρασί βρίσκει πάντα ανταπόκριση από τους τουρίστες.
Χάνει έδαφος το κόκκινο κρασί – Τα στοιχεία
Σημαντικό έδαφος φαίνεται ότι έχασε το κόκκινο κρασί την τελευταία 20ετία, καθώς η παγκόσμια προσφορά και ζήτηση έχει μειωθεί σημαντικά. Το 2021 η παραγωγή μειώθηκε κατά 25% συγκριτικά με το 2004, έτος που έφτασε στην κορύφωσή της. Η μείωση αυτή, σύμφωνα με την έκθεση, είναι αξιοσημείωτη καθώς στις αρχές του αιώνα, τα κόκκινα κρασιά αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 48% της συνολικής παραγωγής κρασιού, ενώ τα τελευταία χρόνια υποχώρησαν στο 43%.
Αυτό προκύπτει από την τελευταία επισκόπηση της εξέλιξης της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης κρασιού ανά χρώμα κατά την περίοδο 2000-2021, έχει εκπονήσει το Τμήμα Στατιστικής του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου (OIV),
Αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά την περίοδο 2000-2021 παρατηρούνται σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής κόκκινου κρασιού, με πρώτες στη λίστα τη Γαλλία (η οποία στις μέρες μας παράγει 50% λιγότερο κόκκινο κρασί από ό,τι στις αρχές του αιώνα) και στην Ιταλία.
Οι μειώσεις αυτές φαίνεται ότι αντισταθμίζονται μόνο εν μέρει από μη ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής, όπως η Χιλή, η Αργεντινή, η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και η Νότια Αφρική, οι οποίες παρουσιάζουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην παραγωγή κόκκινου κρασιού. Μεταξύ των 10 κορυφαίων χωρών, με το υψηλότερο ποσοστό κόκκινου κρασιού στην εθνική τους παραγωγή κρασιού, οι εφτά είναι εκτός Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για κόκκινο κρασί τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει μειωθεί κυρίως σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές – ιδίως στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, χώρες στις οποίες έχουν καταγραφεί ρυθμοί ανάπτυξης με αρνητικό πρόσημο από το 2000.
Αντίθετα, θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης τα τελευταία είκοσι χρόνια καταγράφονται στην Κίνα, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Βραζιλία. Οι έξι κορυφαίες χώρες, οι οποίες καταναλώνουν περισσότερο κόκκινο κρασί βρίσκονται εκτός Ευρώπης, ιδίως στη Νότια Αμερική και την Ανατολική Ασία.
Λευκό κρασί
Στον αντίποδα η ζήτηση και η προσφορά λευκού κρασιού σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν αυξηθεί από το 2000. Η παραγωγή λευκού κρασιού αυξήθηκε το 2021 κατά 13% από το χαμηλότερο επίπεδό της το 2002, ξεπερνώντας το κόκκινο κρασί από το 2013. Στις αρχές του αιώνα, το λευκό κρασί αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 46% του παγκόσμιου συνόλου, ενώ τα τελευταία χρόνια το μερίδιο αυτό ανήλθε στο 49%. Μία από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις πίσω από αυτή την αύξηση είναι η άνθηση του αφρώδους οίνου.
Ροζέ κρασί
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, το ροζέ κρασί έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο από πλευράς ζήτησης όσο και προσφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παγκόσμια παραγωγή σημείωσε αύξηση κατά 25% μεταξύ 2001 και 2021. Στις αρχές του αιώνα, τα ροζέ κρασιά αντιπροσώπευαν μεταξύ 6 και 7% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ τα τελευταία χρόνια αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 8% κατά μέσο όρο.
Στην περίπτωση του ροζέ, οι χώρες του βορείου ημισφαιρίου, είναι αυτές που οδηγούν στην ανάπτυξη (ιδίως η Γαλλία), παρόλο που χώρες όπως η Χιλή και η Νότια Αφρική έχουν επίσης παρουσιάσει πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία είκοσι χρόνια.