Σε οριακό σημείο βρίσκονται οι οικονομικές «αντοχές» των ενοικιαστών που αναζητούν ακίνητο στην Αττική, ως αποτέλεσμα της ταχείας ανόδου των τιμών των ενοικίων τα τελευταία χρόνια κι ενώ οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό. Με βάση τα στοιχεία μεσιτικών γραφείων από το 2017 μέχρι και το 2022, η μέση αύξηση των ενοικίων στην Αττική αγγίζει το 35%, ενώ περιοχές υψηλής ζήτησης, στα βόρεια και τα νότια προάστια, ή στο κέντρο της Αθήνας, έχουν αυξηθεί ακόμα και κατά 45% ή 55%.
Οπως προκύπτει από σχετική ανάλυση που επιμελήθηκε η εταιρεία Recognyte για λογαριασμό της «Κ», σήμερα, η μέση τιμή ενοικίασης στην Αττική διαμορφώνεται σε 684 ευρώ/μήνα, ποσό που μεταφράζεται σε ετήσια δαπάνη ύψους 8.208 ευρώ. Την ίδια στιγμή, το μέσο κατά κεφαλήν δηλωθέν εισόδημα των φορολογουμένων στην Αττική διαμορφώνεται σε 23.430 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος που νοικιάζει ακίνητο, χωρίς να επιμερίζεται το κόστος σε περισσότερα μέλη, θα πρέπει να καταβάλει το 35% των εσόδων του μόνο για να καλύψει το κόστος του ενοικίου. Με βάση την ορθή πρακτική διαχείρισης, το ενοίκιο δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 30% των εσόδων ενός νοικοκυριού.
Ωστόσο στην πράξη η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα των ενδιαφερόμενων ενοικιαστών είναι νέοι, ηλικίας 25-39 ετών, των οποίων τα εισοδήματα είναι ασφαλώς χαμηλότερα των 23.430 ευρώ, που αντιστοιχούν σε μηνιαίο εισόδημα που προσεγγίζει τις 2.000 ευρώ. Η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα αριθμεί 907.430 μέλη. Παράλληλα, όπως αναφέρει ο κ. Κώστας Σκεπετάρης, αναλυτής της Recognyte, «το πρόβλημα στην Αττική είναι σαφώς πιο έντονο και εξαιτίας του γεγονότος ότι συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό νοικοκυριών που αποτελούνται από ένα και μόνο μέλος, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δυσκολότερο το να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο αυξημένο κόστος διαβίωσης. Στην Αττική καταγράφουμε 416.608 νοικοκυριά που αποτελούνται από μόνο ένα μέλος. Για τους ανθρώπους αυτούς, η ενοικίαση ενός ακινήτου στην Αττική είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση». Η Recognyte ειδικεύεται στην αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων, όπως επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων και τεχνητή νοημοσύνη, για την εις βάθος ανάλυση της αγοράς ακινήτων.
Τα στοιχεία αυτά καθιστούν επιτακτική την αναζήτηση λύσεων, τόσο προς την κατεύθυνση της συγκράτησης των τιμών των ενοικίων, μέσω και της αύξησης της προσφοράς κατοικιών προς ενοικίαση, όσο και προς την κατεύθυνση της αύξησης των απολαβών των εργαζομένων. Παράλληλα, ήδη έχει καταστεί σαφές ότι για όσους έχουν τη σχετική επιλογή, η μετακίνηση σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας ίσως να αποτελεί μια περισσότερο βιώσιμη λύση, τουλάχιστον για κάποια χρόνια.
Μία από τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ), μέσω του προέδρου της κ. Στράτου Παραδιά και που σίγουρα θα βρεθεί στο επίκεντρο των σχετικών διαβουλεύσεων το προσεχές διάστημα, αφορά την παροχή κινήτρων για την αύξηση της προσφοράς κατοικιών προς ενοικίαση. Ενα από αυτά αφορά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά τουλάχιστον 10 ποσοστιαίες μονάδες και στις τρεις κλίμακας, ώστε να διαμορφωθούν σε 5%, για ετήσια έσοδα έως 12.000 ευρώ, 25% για έσοδα από 12.000 έως 35.000 ευρώ και 35% για έσοδα που ξεπερνούν τις 35.000 ευρώ ετησίως. Οι σημερινοί συντελεστές είναι 15%, 35% και 45% αντίστοιχα.
Προκειμένου όμως να διασφαλιστεί ότι η μείωση αυτή θα «περάσει» και στις τιμές ενοικίασης, η ΠΟΜΙΔΑ προτείνει να ισχύσει μόνο στις περιπτώσεις νέων μισθωτηρίων συμβολαίων, που θα αφορούν μακροχρόνιες μισθώσεις.
Ενα τέτοιο μέτρο εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει ως σημαντικό κίνητρο όχι μόνο για τη μετακίνηση κάποιων ακινήτων από τη βραχυχρόνια στη μακροχρόνια μίσθωση, αλλά και για την επαναδραστηριοποίηση ιδιοκτητών, που σήμερα προτιμούν να κρατούν τα ακίνητά τους κλειστά, λόγω αρνητικών εμπειριών στο παρελθόν, π.χ. από κακοπληρωτές ενοικιαστές ή λόγω πρόκλησης σημαντικών φθορών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στον Δήμο Αθηναίων υπολογίζεται ότι είναι κλειστά/ κενά πάνω από 130.000 διαμερίσματα. Σε πανελλαδικό επίπεδο, με βάση τις δηλώσεις του Ε9 εκτιμάται ότι οι κενές κατοικίες ξεπερνούν τις 700.000, αποστερώντας από την κτηματαγορά έναν σημαντικότατο αριθμό ακινήτων, που θα μπορούσαν να διατεθούν προς πώληση ή ενοικίαση, αμβλύνοντας έτσι τις ανοδικές πιέσεις που ασκούνται στις τιμές και καθιστούν απρόσιτη τη στέγη για χιλιάδες νοικοκυριά.