Ο ύπνος των αναμνήσεων της Κικής Δημουλά είναι ελαφρύς. Ευτυχώς είναι ακόμα διαθέσιμες. Δεν τις έχει εξορίσει. Αναδύθηκαν ήρεμα σε ένα πρωινό τηλεφώνημα Αθήνας-Νέας Υόρκης, σαν ένα γράμμα φυλαγμένο στο συρτάρι. Ερωτευμένη με τα ζευγάρια των λέξεων, τα χρησιμοποιεί σαν ευκίνητους ταξιδιώτες, που συναντώνται στο απροσδόκητο, κάνοντάς μας να σαστίζουμε από την πυρετώδη περιήγησή τους. Κυψελιώτισσα, γεννημένη το 1931, σήμερα 88 χρονών, με καταγωγή από την Καλαμάτα, μεγαλωμένη πολύ αυστηρά σε ένα σπιτικό με άνεση, τελειώνοντας το Γυμνάσιο τής απαγόρευσε ο πατέρας της να σπουδάσει και την διόρισε στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εργαζόταν και ο ίδιος. Εμεινε εκεί 25 ολόκληρα χρόνια, από τα 18 της μέχρι τα 43, όπου παράλληλα με την ασφυκτική γι’ αυτήν τραπεζική εργασία, έγραφε ποιήματα, για να κρατήσει τη σκέψη της ζωντανή.
Τα βραβεία που πήρε είναι πολλά. Μεταξύ αυτών το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας και το 2001 της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Είναι επίσης η μοναδική γυναίκα που συμπεριλαμβάνεται στις ποιητικές συλλογές του Γαλλικού Εκδοτικού Οίκου Gallimard’s.
Για την εργογραφία της η ίδια μας λέει στο βιογραφικό της, πως «το πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν, είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις, ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα».
Η Κική Δημουλά, μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της μεταπολεμικής γενιάς, δεν χαριεντίζεται με το συναίσθημα, δεν του ξεφεύγει, δεν το φοβάται. Η πρόθεσή της αντιτίθεται σε κάθε τι που το περιφράσσει, που το φυλακίζει. Αιχμαλωτίζεται και συνεπαίρνεται από αυτό προκαλώντας την δική μας «ενδοχώρα» να το αφουγκραστεί.
Ο θάνατός της προκαλεί αγωνία, καθώς συσσωρεύεται ο αριθμός των ετών πίσω της: «Πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορώ να τα καλοπιάσω. Είναι ένα πένθος ο χρόνος που φεύγει, για τα πράγματα που έγιναν και δεν ξαναγίνονται. Είναι ένας θάνατος. Αν μου έδινε ο χρόνος παράταση, θα είχα πολύ ωραία πράγματα να σας πω».
Η φωνή της όμως εξουδετερώνει τον χρόνο, γιατί επιβάλλει νόημα ακόμα και στα ασήμαντα. Αν και δηλώνει μελαγχολική εκ φύσεως, έχει την ικανότητα που λίγοι έχουν: να καταγράφουν τον αισθητό κόσμο, σαν ένα υπερευαίσθητο φιλμ μιας φωτογραφικής μηχανής. «Η μελαγχολία παρουσιάζει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα και άσχημα, από ό,τι είναι… χαλάει και το ωραίο… Η μελαγχολία φυτρώνει ασχέτως της ποιότητας του βιώματος. Δηλαδή δεν είναι ανάγκη να είναι άσχημη η ζωή σου, για να νοιώσεις μελαγχολία. Μέσα στην απόλυτη θλίψη, δυσπιστία και αμφισβήτηση για όλα, λέω, δε μπορεί, κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο».
Πολλά ήταν τα ωραία στη ζωή της συναρπαστικής αυτής γυναίκας, που ο συγγραφέας Νίκος Δήμου την έστεψε, ως την μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ:
«Τώρα που κοιτάζω τη ζωή μου από αυτή την ηλικία νομίζω ήμουν τρισευτυχισμένη. Τότε με ενοχλούσαν οι δεσμεύσεις, η αυστηρότητα των γονιών, ήθελα να ζήσω πιο ελεύθερα. Το περιβάλλον που εργαζόμουν στην τράπεζα, ήταν πολύ χαμηλό και η αποδοχή των γυναικών, για ό,τι καλό έβγαινε από αυτές, γινόταν με μεγάλη δυσπιστία. Ημουν νέα και καλοφτιαγμένη. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Μέχρι που με πήγαινε στον κινηματογράφο, να με αφήσει, να μην περπατάω μόνη μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά πάλι δεν θα ήθελα να μην υπήρχε, για να είμαι ελεύθερη. Τους νοσταλγώ τους γονείς μου!».
Και η οικογένεια, τα παιδιά, ο έρωτας, τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή της που ταλαντεύονταν ώρες ατέλειωτες επάνω σε ένα χαρτί ποτισμένο με πόνο, μοναξιά, φθορά, έρωτα και σιωπές;
«Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στον ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι ‘γιαγιά’. Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ’ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου».
Και ο άνδρας της ζωής της, ο έρωτάς της ο μεγάλος, ο Αθως Δημουλάς, πολιτικός μηχανικός και ποιητής;
«Οι ανώτερες σπουδές μου ήταν η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη, ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Δεν ήταν της γενικής αποδοχής άνθρωπος. Ηταν στεγνός αισθηματικά, αλλά ήξερε πολύ καλά όλη την ποίηση και αυτό με βοήθησε πολύ να τον έχω κοντά μου. Δεν του άρεσε το αίσθημα που χύνεται από πολλά ποιήματα. Ηταν ένα ευφυές και πολυδιαβασμένο πλάσμα. Εγώ μπροστά του έσβηνα από το χάρτη. Πάντα ήθελα να περπατάμε στον δρόμο αγκαζέ. Εκείνος όχι. Το θεωρούσε γελοίο. Ημουν πάντα παραπονούμενη».
Η Κική Δημουλά τα πρωινά βρίσκεται στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά τον τελευταίο χρόνο δεν γράφει ποιήματα. «Φαίνεται πως στέρεψε η φαντασία μου. Αν σταματήσει οριστικά θα χάσω το σύμπαν μου».
Και τι μπορεί να ξεσηκώσει τη νόσο της ποίησης κυρία Δημουλά; Σκέφτεται και γελώντας σοφά και αυτοσαρκαστικά απαντά:
«Ενας έρωτας θα μπορούσε, αλλά στα 88; Μακάρι να βρισκόταν. Δεν θα ντρεπόμουν καθόλου να ερωτευτώ, αλλά με ποιον; Με τον αέρα; Εχω κάθε διάθεση να αναστήσω αυτό το αίσθημα, ο άλλος το έχει; Πού τον εξασφαλίζουμε τον άλλον; Το πρόβλημα ήταν πάντα στη ζωή όλων μας και κυρίως των γυναικών, ο άλλος και η σύγκρουση μαζί του. Ο έρωτας κρύβει τον κίνδυνο να σε απελπίσει. Οι έρωτες δεν είναι άγγελοι. Είναι η στιγμιαία μεταμόρφωση που σου κάνει ο ενθρονισμός ενός αισθήματος καινούργιου».
Τι ωραία που μας τα λέτε κυρία Δημουλά!
«Να σας τα ξαναπώ; Φοβάμαι ότι θα πλήξετε!».
Τα λόγια της για τον έρωτα
1) «Ο έρωτας δε θέλει χρόνο. Θέλει ταχύτητα. Είναι απόκτηση, μονοπωλιακό είδος. Θέλεις τον άλλο δικό σου. Δεν τον μοιράζεσαι. Είναι ένα μυστικό γι’ αυτό και πρέπει να μένει στα σκοτεινά. Είναι πάρα πολύ ωραίο όταν συμβαίνει, σε όποιον από τους δύο συμβαίνει και για όσο συμβαίνει. Αλλά πάντα τελειώνει. Είναι αδύνατο να συντονιστούν δύο άνθρωποι στον έρωτα. Μπορεί να συμβεί για ένα μήνα. Μέχρι εκεί. Μετά, ο ένας επιμένει. Είναι απαραίτητο ένας από τους δύο να παραμείνει ερωτευμένος. Η ζήλεια, βέβαια, είναι κριτήριο του αισθήματος. Ο έρωτας είναι φθαρτός και εφήμερος. Ο πρώτος σταθμός όταν εκείνος φεύγει είναι η λύπη. Λύπη και γι’ αυτόν που αγαπάει και ίσως και για εκείνον που δεν αγαπάει γιατί χάνει ένα αφοσιωμένο πρόσωπο. Δεν επιτρέπεται να αποφέρεται κανείς για τον έρωτα όσο είναι εν δράσει. Αυτό που ισχύει για τον έρωτα είναι ό,τι ειπωθεί αφού τελειώσει».
2) «Ο έρωτας είναι σαφέστερος και ειλικρινέστερος από την αγάπη. Η αγάπη είναι μια λέξη η οποία προσφέρεται για πάρα πολλές χρήσεις. Αγάπη μητρική, συζυγική, αγάπη προς τον ανήμπορο ή προς αυτό που ονειρευόμαστε. Η αγάπη έχει πάντα τις εξηγήσεις της. Ο έρωτας δεν τις έχει. Αυτή η αγάπη δεν μας παρατάει σύξυλους να φύγει όπως μας παρατάει ο έρωτας. Είναι λέξη μεγάλης αντοχής. Δεν τη βλέπεις ξαπλωμένη κάτω και διαψευδόμενη όπως βλέπεις τον έρωτα. Η αγάπη είναι κι αυτή ένα αίσθημα που δε συμβαίνει ποτέ ταυτόχρονα και στους δύο και πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει. Αγάπη και έρωτας είναι μια διεκδίκηση, όχι μια κατάκτηση. Είναι μια πάλη».
3) Ο έρωτας είναι «εκείνος» που σου γεμίζει το μυαλό. Που σε κατακλύζει. Ανυπεράσπιστος.
4) «Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα. Ολοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε».
5) «Δε με ενδιαφέρει τι θα γίνουν τα ποιήματά μου όταν πεθάνω. Δε με ενδιαφέρει τι θα συμβεί όταν δεν θα ζω».
6) «Δεν επιτρέπεται να αποφέρεται κανείς για τον έρωτα όσο είναι εν δράσει. Αυτό που ισχύει για τον έρωτα είναι ό,τι ειπωθεί αφού τελειώσει».
7) «Ερωτας είναι αυτό που δεν είχες. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ερωτεύτηκαν ενώ δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ».
8) «Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος θέλει κάποιον να τον αγκαλιάσει χωρίς να υπάρξει συνέχεια. Αυτή η στιγμή του αγκαλιάσματος είναι πάρα πολύ μεγάλη στιγμή, περιεκτική. Η αγκαλιά σε παίρνει ολόκληρο και σε προστατεύει. Σχεδόν δεν έχει σχέση με τον σαρκικό έρωτα».
9) «Η αγάπη είναι ένα θύμα του σωματέμπορα εγωισμού μας. Αυτοί που αγαπάμε είμαστε ζωντανοί νεκροί. Επί πόσο μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν σ’ αγαπάει; Ο βασανισμός κάνει πολύ καλό στα αισθήματα αλλά όχι για πολύ. Θα πρέπει ο βασανιστής να ξέρει τις δόσεις. Δεν τις ξέρει όμως. Πληγώνομαι, σημαίνει, κοντά στα άλλα, αποκτώ γνώσεις. Ε, με λίγη παραπάνω μελέτη της ματαιότητας, ένα Lower σοφίας κουτσά στραβά το παίρνεις. Σε έναν χωρισμό κλαίμε μόνο για μας. Οταν είσαι ερωτευμένος θέλεις να δώσεις στον άλλο. Αυτό είναι ο έρωτας. Υπάρχει όμως και η τραγική κατάσταση ο άλλος να μην θέλει να πάρει αυτό που του δίνεις. Εκεί αρχίζουν οι μεγάλες συγκρούσεις».
10) Η ομορφιά είναι ένα πράγμα που ανήκει παντού. Σκεφτείτε ένα άσχημα κατασκευασμένο πλάσμα. Πόσο δύσκολο είναι να απιστήσει; Έχει να αντιμετωπίσει πάρα πολύ λίγους πειρασμούς. Ένα ωραίο πλάσμα όμως, είναι γεννημένο άπιστο. Δεν υπάρχουν δεδομένα. Η ίδια η ζωή τα ανατρέπει. Προσωπικά πάντως ποτέ δε θα μπορέσω να καταλάβω πώς ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα και κοιμάται με κάποια άλλη. Δεν ξέρω από ποια τάση κυνηγιού προέρχεται αυτό. Μη νομίζετε όμως, ακόμα και οι γυναίκες θέλουν να είναι άπιστες. Δεν το επιχειρούν εύκολα όμως λόγω των παιδιών».
Ποιήματα
ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
Σου έτεινα προσέγγιση
αλλά ήδη χαιρετισμό μου έστελνε το χέρι σου
απογειωμένο σε ύψος ασφαλείας του
πάνω από δυο χιλιάδες πόδια υπολογίζω.
Αξιον απορίας τα κατάφερα
τηλαισθαντικός αεροπειρατής να μπω
στον εναέριο χώρο του
και σημαδεύοντάς το με μακρύκαννο
κυνηγετικόν αιφνιδιασμό
να χάσει ύψος το ανάγκασα
και μες στο χέρι μου να προσγειωθεί.
ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΜΗΤΕ ΑΝΤΙΟ ΜΗΤΕ ΦΙΛΙ
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στον χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
Εθνικός Κήρυξ