Σήμα κινδύνου εκπέμπουν οι κτηνοτρόφοι της χώρας μας, καθώς η συνεχόμενη μείωση τόσο του ζωικού κεφαλαίου όσο και των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, μαρτυρούν ότι η κτηνοτροφία μετρά αντίστροφα και κατευθύνεται προς την καταστροφή, ενώ αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα στήριξης τότε το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Η εικόνα των «λουκέτων» στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, τα «πωλητήρια» κοπαδιών, η μείωση της παραγωγής και η εγκατάλειψη του επαγγέλματος του κτηνοτρόφου, επιβεβαιώνουν τα τελευταία στοιχεία, που είδαν το φως της δημοσιότητας και αφορούν την μείωση των ζώων και των εκμεταλλεύσεων.
«Δεν υπάρχει περιθώριο να χαθεί και άλλο ζωικό κεφάλαιο», λένε οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι εδώ και καιρό έχουν προειδοποιήσει ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, η κατάληξη θα είναι τραγική για έναν από τους πλέον παραγωγικούς κλάδους. Η έλλειψη σε κρέας, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, θα δώσουν …χώρο σε εισαγωγές (εφόσον υπάρχουν) και ελληνοποιήσεις, ενώ ο τελικός αποδέκτης, ο καταναλωτής δεν θα έχει πρόσβαση σε φθηνά, αγνά, ελληνικά ποιοτικά προϊόντα.
Έτσι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μειωμένος καταγράφεται ο αριθμός τόσο των ζώων (χοίροι, βοοειδή, αιγοπρόβατα) όσο και των εκμεταλλεύσεων για το διάστημα 2020 – 2021 – 2022. Ειδικότερα, το σύνολο του ζωικού κεφαλαίου παρουσίασε μείωση 4,3% το 2022 σε σχέση με το 2021 και 0,3% το 2021 σε σχέση με το 2020. Το 2022 το σύνολο των ζωικών μονάδων ήταν 1.637.970, οι οποίες κατανέμονται ως εξής: 412.099 στα βοοειδή, 191.947 στους χοίρους, 737.836 στα πρόβατα και 296.088 στις αίγες.
Καταστροφική η επόμενη ημέρα
«Η επόμενη μέρα για την κτηνοτροφία, αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική που εφαρμόζεται στον πρωτογενή τομέα και συγχρόνως συνεχιστεί και η μείωση του ζωικού κεφαλαίου και των εκμεταλλεύσεων, θα είναι τραγική. Όταν χάνονται κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, εμείς μετράμε ολόκληρες οικογένειες, που φεύγουν από το επάγγελμα καθώς και νέους που δεν θα ακολουθήσουν τον κλάδο», τονίζει τον ΟΤ ο τεχνικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας Θωμάς Μόσχος.
Ο ίδιος θεωρεί, ότι η μείωση είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, καθώς όπως εξηγεί, σύμφωνα με τις δηλώσεις του ΟΣΔΕ, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, κανένα νούμερο δεν συμπίπτει με το άλλο. «Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα σύμφωνα με τις δηλώσεις ΟΣΔΕ έχει 16 εκατ. αιγοπρόβατα, με την ΕΛΣΤΑΤ 14 εκατ. αιγοπρόβατα και με την Eurostat 11 εκατ. αιγοπρόβατα. Είναι 5 εκατ. ζωικός πληθυσμός διαφορά. Συγχρόνως, σύμφωνα με την εικόνα που έχουμε από διάφορες περιοχές και τους συναδέλφους, από την παραγωγή έχει φύγει σχεδόν το 20% των κτηνοτρόφων», λέει χαρακτηριστικά.
Εκτιμά δε, ότι η μείωση στο ζωικό κεφάλαιο και τις εκμεταλλεύσεις θα συνεχιστεί, επισημαίνοντας ότι «αν κάποιος αυτή την στιγμή δεν είναι παραγωγικός και ανταποδοτικός, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο αυξημένο κόστος παραγωγής και μειώνει ή πουλά το κοπάδι του».
Κακά μαντάτα για το κόκκινο κρέας
Ακόμα και έλλειψη κόκκινου κρέατος (μοσχαρίσιου) εφόσον δεν παρθούν συγκεκριμένα μέτρα στήριξης. βλέπει για το μέλλον ο κ. Μόσχος, καθώς η νέα «πράσινη» συμφωνία προβλέπει μείωση των κοπαδιών στις μεγάλες ευρωπαϊκές παραγωγικές χώρες έως το 2030.
Όπως μας λέει, αυτή την στιγμή η χώρα μας εισάγει το 85% του κόκκινου κρέατος. «Σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση στη νέα ΚΑΠ αντί να αυξήσει την επιδότηση στην αγελαδοτροφία ελευθέρας βοσκής, δηλαδή να έχουμε στις αγελάδες, που γεννάνε μοσχάρια που κατευθύνονται στη σφαγή, την μείωσε και συγχρόνως θέσπισε επιδότηση για τα εισαγόμενα μοσχάρια, που θα τραφούν για 5 μήνες στην Ελλάδα και μετά θα οδηγηθούν στην κατανάλωση», τονίζει.
Με τη νέα «πράσινη» συμφωνία προβλέπεται να μειωθεί κατά 200 χιλιάδες το κοπάδι με αγελάδες στην Ιρλανδία, κατά 400 χιλιάδες στη Γαλλία και κατά 450 χιλιάδες στην Ολλανδία. «Πάνω από 2 εκατ. μοσχάρια θα λείψουν από την αγορά μέχρι το 2030. Οπότε εμείς από πού θα εισάγουμε μοσχάρια να τα μεγαλώσουμε και πόσο θα φτάσει η τιμή στο κρέας;», λέει χαρακτηριστικά.
Μείωση της παραγωγής χοιρινού κατά 7%
«Ο κλάδος της χοιροτροφίας δέχτηκε ένα τεράστιο πλήγμα από τον covid, ενώ η κορύφωση έγινε μετά την εκτόξευση του κόστους παραγωγής και ειδικότερα των τιμών των ζωοτροφών, μιας και για μας το 70% του κοστολογίου μας είναι η διατροφή των χοίρων», επισημαίνει στον ΟΤ ο πρόεδρος της Νέας Ομοσπονδίας Χοιροτροφικών Συλλόγων Ελλάδας Γιάννης Μπούρας, σημειώνοντας ότι η αύξηση αυτή αποτέλεσε «τον κύριο λόγο για την μείωση της παραγωγής κατά 7% το 2022, μείωση που αναμένεται και το 2023».
Όπως εξηγεί, τον τελευταίο χρόνο έκλεισαν αρκετές χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις και μεγάλες επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος την τελευταία 10ετία παρουσίαζε μια σταθερότητα προς αυτό. «Συνολικά οι χοιροτρόφοι μείωσαν την παραγωγή λόγω αδυναμίας σίτισης των ζώων», τονίζει.
Πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, η νέα πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας είναι η αφρικανική πανώλη των χοίρων. «Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για μας γιατί αν μας χτυπήσει η ασθένεια τότε όλα τελειώνουν σε μία νύχτα, τα μαζεύεις και φεύγεις», λέει χαρακτηριστικά.
Η μείωση στην τιμή του αγελαδινού γάλακτος οδηγεί στην εγκατάλειψη
Στην τάση να εγκαταλείψουν το επάγγελμα αγελαδοτρόφοι αναφέρεται στη συνέχεια στον ΟΤ, ο αναπληρωτής πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας Χρήστος Τσομπάνος: «Υπάρχει τάση εγκατάλειψης, η οποία δυστυχώς θα συνεχιστεί και οφείλεται εκτός από το αυξημένο κόστος παραγωγής και την έλλειψη εργατικών χεριών, στην μείωση και της τιμής του γάλακτος, η οποία εκτιμάται ότι φτάνει τους τελευταίους μήνες στο 20%. Την ίδια στιγμή το αγελαδινό γάλα στο ράφι παραμένει σε υψηλή τιμή και ο καταναλωτής συνεχίζει να το αγοράζει ακριβά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η τιμή στο γάλα από τον Ιανουάριο και μετά άρχισε να πέφτει μήνα το μήνα: «Τον Ιανουάριο η τιμή ήταν στα 0,59 ευρώ/κιλό και σήμερα έχει φτάσει από τα 0,44 – 0,52 ευρώ/κιλό. Την ίδια στιγμή εκτός από το καλαμπόκι που έχει μειωθεί κατά 30% και από το 0,35 – 0,36 ευρώ/κιλό έχει φτάσει στα 0,22 -0,24 ευρώ/κιλό, όλες οι άλλες πρώτες ύλες κινούνται στα ίδια υψηλά επίπεδα», σημειώνει ο κ. Τσομπάνος.
Παράλληλα, επισημαίνει την ανάγκη να εφαρμόσει επιτέλους το ΥπΑΑΤ τη νομοθεσία και «οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να “πιάσουν” το γάλα που έρχεται απ’ έξω».
Τα νούμερα αποκαλύπτουν
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των βοοειδών μειώθηκε κατά 5,3% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 2,8% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των βοοειδών ανήλθε σε 581.598 ζώα το 2022 έναντι 614.066 ζώων το 2021 και 631.521 ζώων το 2020.
Αντίστοιχα, μείωση παρατηρείται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν βοοειδή κατά 6,4% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 6,3% το 2021 σε σχέση με το 2020.
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν βοοειδή ανήλθε σε 9.533 εκμεταλλεύσεις το 2022, έναντι 10.180 εκμεταλλεύσεων το 2021 και 10.865 εκμεταλλεύσεων το 2020.
Μειωμένος κατά 2,3% εμφανίζεται ο αριθμός των χοίρων το 2022 σε σχέση με το 2021, έναντι αύξησης κατά 2,2% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των χοίρων ανήλθε σε 741.639 ζώα το 2022 έναντι 758.942 ζώων το 2021 και 742.963 ζώων το 2020.
Μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν χοίρους κατά 7,2% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 12,7% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν χοίρους ανήλθε σε 4.783 εκμεταλλεύσεις το 2022 έναντι 5.156 εκμεταλλεύσεων το 2021 και 5.906 εκμεταλλεύσεων το 2020.
Μείωση και στα αιγοπρόβατα
Ο αριθμός των προβάτων μειώθηκε κατά 4,1% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 0,4% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των προβάτων ανήλθε σε 7.378.357 ζώα το 2022 έναντι 7.690.930 ζώων το 2021 και 7.721.800 ζώων το 2020.
Επίσης μείωση παρατηρείται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα κατά 2,6% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 7,8% το 2021 σε σχέση με το 2020.
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα ανήλθε σε 51.014 εκμεταλλεύσεις το 2022 έναντι 52.353 εκμεταλλεύσεων το 2021 και 56.761 εκμεταλλεύσεων το 2020.
Ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 5,6% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 0,4% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανήλθε σε 2.960.884 ζώα το 2022 έναντι 3.135.087 ζώων το 2021 και 3.149.008 ζώων το 2020.
Τέλος, μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες κατά 3,9% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 9,8% το 2021 σε σχέση με το 2020. Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες ανήλθε σε 32.037 εκμεταλλεύσεις το 2022 έναντι 33.346 εκμεταλλεύσεων το 2021 και 36.978 εκμεταλλεύσεων το 2020.