Πρώτη φορά άκουσα τη λέξη «Μπουραζάνι» έναν μήνα πριν από την αποστολή. Το όνομα πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη «borazan», που σημαίνει «σάλπιγγα» και αναφέρεται μάλλον στα σαλπίσματα που ακούγονταν από το τουρκικό φυλάκιο, ενώ υπάρχει και η εκδοχή να είναι σύνθετη λέξη από την ελληνική «βορράς» και τη σλαβική «ζάνι», που σημαίνει «πλούτος». Το Μπουραζάνι της Κόνιτσας είναι το τοπωνύμιο μιας περιοχής με παρθένα γεωπάρκα στο τέρμα Θεού, σε μια κοιλάδα ανάμεσα στα θηριώδη βουνά του Γράμμου, της Τύμφης και της συνοριακής Νεμέρτσικα, που τη διατρέχουν οι ποταμοί Αώος και Σαραντάπορος.
Οδηγώντας σε αυτό το ανείπωτης ομορφιάς τοπίο με τα πυκνά δρυοδάση, με κατεύθυνση προς βορρά, θα βρεθείς στο Τελωνείο Μερτζάνης στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Δέκα χιλιόμετρα δυτικότερα βρίσκεται το μεθοριακό χωριό Μολυβδοσκέπαστη και στο δεκάλεπτο, οδηγώντας νότια αυτή τη φορά, ο φιδογυριστός δρόμος χάνεται βαθιά στο δάσος, στο ιδιωτικό Πάρκο Άγριας Ζωής «Μπουραζάνι».
Οι γίγαντες στη Μολυβδοσκέπαστη, το τελευταίο χωριό της Πίνδου
Νωρίς ένα συννεφιασμένο ξημέρωμα, με το πρώτο πρωινό φως, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και οδηγήσαμε πλάι στην ακροποταμιά, παράλληλα με τη φαρδιά κοίτη του Άώου, με κατεύθυνση προς το τελευταίο ελληνικό χωριό, τη Μολυβδοσκέπαστη. Προσπερνώντας την ομώνυμη βυζαντινή Μονή της Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης, ο στενός δρόμος ήταν φραγμένος από ένα κοπάδι με αγελάδες. Ο νεαρός «καουμπόης», που παραμέρισε μαζί με τα ζώα του για να προσπεράσουμε, μας έγνεψε να κόψουμε ταχύτητα. Στέφανος Μεντής μάς συστήθηκε, με καταγωγή από το Κεφαλόβρυσο, πρόσφατα έκανε ηρωική επάνοδο στον τόπο του και μαζί με τον πατέρα του Νίκο ασχολείται με τα γελάδια και την ποιμενική ζωή.
Αφήσαμε πίσω το καλοζωισμένο κοπάδι και τους βοσκούς του στην κοιλάδα του Μπουραζανίου και σκαρφαλώσαμε στα 540 μ. υψόμετρο, στο χωριό Μολυβδοσκέπαστη, με τους 13 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της δεν ξεπέρασαν τους 230, αλλά που όμως ένας από αυτούς υπήρξε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κάρολος Παπούλιας. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, κάποιοι με τα αμπέλια και οι περισσότεροι είναι πια συνταξιούχοι. Παρκάραμε πρόχειρα το αμάξι στην είσοδο του χωριού, που βρίσκεται στα 50 μέτρα από τα σύνορα με την Αλβανία, ψωνίσαμε όσπρια, πατάτες, κρασί και τσίπουρο από ένα αποστακτήριο-πρατήριο τοπικών προϊόντων, περιηγηθήκαμε ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια, που από τη μια μεριά έχουν θέα την Αλβανία, το Λισκοβίκι και τον Σαραντάπορο ποταμό και από την άλλη, την ελληνική πλευρά, το μοναστήρι και το χωριό Μελισσόπετρα. Στο παρελθόν, όπως μου διηγούνται, ένα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα εκτεινόταν κατά μήκος της συνοριογραμμής περίπου ένα χιλιόμετρο μέσα από τα αλβανικά σύνορα, το οποίο βέβαια σήμερα έχει καταργηθεί. Μια συνήθεια που είχε παλιά ο παπάς της εκκλησίας του χωριού, των Δώδεκα Αποστόλων, που βρίσκεται μόλις 50 μέτρα από τα σύνορα, όπως μου λένε, ήταν να στρέφει την ώρα της λειτουργίας τις ντουντούκες του ναού προς την Άλβανία, για να ακούν τη λειτουργία οι Έλληνες από την άλλη πλευρά των συνόρων.
Απορροφημένες από τις ιστορίες που ακούγαμε, δεν προσέξαμε το ψιλόβροχο παρά μόνο όταν δυνάμωσε και μας έλουσε μια γερή μπόρα. Τρεχάτες τότε, χωθήκαμε στον μοναδικό καφενέ στο έμπα του χωριού. Στο φουρνάκι τους κόντευε να ψηθεί η μπατσαριά, μια παραδοσιακή πίτα-ύμνος της Ηπείρου, με χυλό καλαμποκιού, κρεμμύδια, τσουκνίδες και σπανάκι. Την είχε ετοιμάσει ο ιδιοκτήτης του καφενείου Διπαλίτσα (αυτό είναι και το παλιό όνομα του χωριού), ο Aποστόλης Δημόπουλος, που κρατάει το μαγαζί μαζί με την Αλβανίδα σύζυγό του Ερίντα Κότε. Μέχρι να ετοιμαστεί, να ξεροψηθεί η κρούστα και να μπορέσουν να μας κόψουν ένα κομμάτι, μας έβγαλαν ντόπιο τσίπουρο και μία μερίδα χυλωμένους γίγαντες από τα ορεινά χωράφια της Μολυβδοσκέπαστης, μαγειρεμένους χωρίς πλουμίδια και καρυκευμένους μόνο με κοκκινοπίπερο, που τους εξαφανίσαμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Η Έρη μάς τηγάνισε και δύο πίτες στριφτές, δικές της. Τις ευχαριστηθήκαμε, είχαν φύλλο συγκλονιστικής νοστιμιάς, έκανε κρατς κι ύστερα έλιωνε, κι ήταν γεμισμένες μόνο με ντούρα φέτα από το Κεφαλόβρυσο. Δεν έχουν πολλά πράγματα για φαΐ, αλλά πάντα τούς βρίσκεται μια πίτα, μια κοτόπιτα, μια σπανακόπιτα, μια τυρόπιτα, ένα καλοφτιαγμένο όσπριο, ζεστασιά και κρυστάλλινο τσίπουρο. Και μαζί με τον ελληνικό καφέ, σερβίρουν γλυκάκι του κουταλιού μελάτο, φτιαγμένο με εποχικά φρούτα του βουνού. «Για τα ψώνια μας πάμε στην Κόνιτσα, εδώ στο χωριό δεν υπάρχει τίποτα», λένε οι ίδιοι, αλλά όχι με παράπονο.
Την επόμενη μέρα, ξεκινώντας και πάλι από το Μπουραζάνι, μπήκαμε με το τζιπ μέσα στον περιφραγμένο δασικό χώρο των 2.050 στρεμμάτων του ιδιωτικού περιβαλλοντικού πάρκου. Οδηγούσαμε αργά, γιατί πέρα δώθε στον χωμάτινο δρόμο σουλατσάριζαν κοπάδια με ελάφια, πλατόνια, αγριοπρόβατα, αγριογούρουνα και κρι κρι, που ζουν εκεί ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον. Η θερμοκρασία χαμηλή, η βλάστηση πυκνή, γύρω μας υψώνονταν τριών λογιών βελανιδιές, κέδροι, ζελινιές και σφένδαμοι, και από το ψηλότερο σημείο, το παρατηρητήριο του πάρκου, είδαμε στεφανωμένη με πηχτά σύννεφα τη Μαρία, μια ψηλή βουνοκορφή στην αλβανική πλευρά της Πίνδου.
Λίγο αργότερα, στον ξενώνα-εστιατόριο του πάρκου που λειτουργεί έξι χιλιόμετρα δυτικότερα, τρίβαμε τα χέρια μας μπρος στη φωτιά του τζακιού κι ακούγαμε τις διηγήσεις του οικοδεσπότη μας, του Γιώργου Τάσσου, κτηνιάτρου με μεταπτυχιακό στην παθολογία των μικρών μηρυκαστικών. Μάθαμε αναλυτικά την ιστορία της οικογένειάς του, του ξενώνα και του πάρκου που δημιούργησαν. «Είμαστε Σουλιώτες στην καταγωγή και προερχόμαστε από το γένος Σαμουήλ που ανατίναξε το Κούγκι», μας έλεγε καθώς γέμιζε τα ποτήρια μας με μπρούσκο κρασί.
Ύστερα από περιπετειώδεις μετακινήσεις, οι πρόγονοι της οικογένειας Τάσσου ασχολήθηκαν με το εμπόριο στο Λεσκοβίκι και στα Γιάννενα, και από το 1925 διατηρούσαν σπίτι στο Μπουραζάνι. Ο θείος τους, ο Άθανάσιος, μαζί με τον πατέρα του Γιώργου, τον Δημήτριο, ήταν εκείνοι που δημιούργησαν το 1972 μια ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή και ένα εκτροφείο θηραμάτων 1.200 στρεμμάτων. Έφεραν ζαρκάδια, ελάφια, πλατόνια Ρόδου και Λήμνου, ελάφια Πάρνηθας, αγριοπρόβατα μουφλόν και αγρίμια της Κρήτης, τα λεγόμενα κρι κρι. Αυτόχθονα ήταν μόνο τα αγριογούρουνα. Έκείνη την εποχή κατέφθαναν κυνηγοί από όλη την Έλλάδα και έτσι η οικογένεια αποφάσισε να φτιάξει και ένα πανδοχείο στην περιοχή Μπουραζάνι, στη μέση του πουθενά. Με ανέσεις τετράστερου ξενοδοχείου και με ένα εξειδικευμένο εστιατόριο που σέρβιρε σχεδόν αποκλειστικά κυνήγι, πρωτολειτούργησε τα Χριστούγεννα του 1983. Επτάμισι ώρες οδήγησης ήταν τότε η απόσταση Αθήνα-Μπουραζάνι, όμως έρχονταν οι καλύτερες και πιο εύπορες οικογένειες της χώρας. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και τα έσοδά τους επενδύθηκαν σε μια επέκταση του ξενοδοχείου το 1993. Ώστόσο, από το 1990 σταμάτησαν να επιτρέπουν την είσοδο σε κυνηγούς και έτσι ο χώρος μετατράπηκε σταδιακά σε επισκέψιμο εκπαιδευτικό περιβαλλοντικό πάρκο.
Σήμερα, εντός της περιφραγμένης έκτασης περιλαμβάνονται επίσης ένα ειδικά διαμορφωμένο κτίριο για την οπτικο-ακουστική περιβαλλοντική εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση, ένα συνεδριακό κέντρο, μουσείο φυσικής ιστορίας με φωτογραφική απεικόνιση της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής, ένα εργαστήριο όπου επεξεργάζονται τα κέρατα των ελαφιών που πέφτουν κάθε χρόνο, αλλά και ένα αλλαντοποιείο για τη διαχείριση και τον ποιοτικό έλεγχο του κρέατος των ζώων που απομακρύνονται και τη μετατροπή του σε εξαιρετικά σαλάμια, ντελικάτα προσούτο και πεντανόστιμα λουκάνικα φυσικής ωρίμανσης, χωρίς πρόσθετα και συντηρητικά.
Στο μεταξύ, ένα τραπέζι με κυνήγια είχε στρωθεί για λογαριασμό μας στο εστιατόριο με την ξύλινη επένδυση και τα φωτιστικά από συμπλέγματα ελαφίσιων κεράτων. Το πάλαι ποτέ κυνηγετικό στέκι σερβίρει ακόμα και σήμερα κατά κύριο λόγο κρέας ελαφιού και αγριογούρουνου. Τα κρέατα προέρχονται από ζώα του πάρκου που για διάφορους λόγους πρέπει να απομακρυνθούν (πληγωμένα ελάφια, υπέρβαροι αγριόχοιροι κ.ά.) και είναι αποτέλεσμα της επιστημονικής διαχείρισης του πάρκου. Έτσι, δεν σερβίρουν πάντα το ίδιο φαγητό και τα ίδια κρέατα, όλα εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα. Ο σεφ Θανάσης Τάσσος και η ξαδέρφη του Τίνα Τάσσου, η επόμενη γενιά της οικογένειας, θυμούνται το στιφάδο, το καρυδάτο, τον μουσακά με κιμά από ελάφι και τα άλλα φαγητά από κυνήγι που έφτιαχνε ο παλιός μάγειρας του εστιατορίου. Παραδοσιακές σπεσιαλιτέ, αλλά και πιο σύγχρονες πλέον συνταγές του Θανάση αξιοποιούν το διαθέσιμο κρέας και φτιάχνουν καρπάτσιο, μπιφτέκια, κρασάτο με πουρέ σελινόριζας, αργομαγειρεμένη σπάλα στον φούρνο, κ.ά. Παράλληλα, σερβίρουν τοπικά παραγόμενα προϊόντα της ευρύτερης περιοχής με στόχο να τονώνουν την τοπική κοινωνία, κι έτσι στα πρωινά τους υπάρχει ντόπιο μέλι και βούτυρο, μαρμελάδες, τραχανάδες, χυλοπίτες και άλλα.