Στην πραγματικότητα, αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη δημογραφική ομάδα του παγκόσμιου πληθυσμού, με τον αριθμό τους να διπλασιάζεται περίπου κάθε δέκα χρόνια από τη δεκαετία του 1970 και μετά
Το πόσο μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι και τι καθορίζει μια μακρά και υγιή ζωή, αυτό που αποκαλούμε μακροζωία, είναι δύο θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο από την αρχαιότητα. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης συζητούσαν και έγραφαν για τη διαδικασία της γήρανσης πριν από 2.300 χρόνια.
Ωστόσο, η κατανόηση των μυστικών της μακροζωίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Περιλαμβάνει την κατανόηση της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ γενετικής προδιάθεσης και τρόπου ζωής και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι σύνθετοι αυτοί παράγοντες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Τώρα πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο GeroScience, αποκαλύπτει πως οι άνθρωποι που ζουν μετά τα 90 έχουν ορισμένους κοινούς βιοδείκτες, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερόλης και γλυκόζης.
Υπερήλικες και αιωνόβιοι κεντρίζουν εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, καθώς μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε πώς να ζήσουμε περισσότερο και, ενδεχομένως, πώς να γεράσουμε με καλύτερη υγεία. Μέχρι στιγμής, οι μελέτες για τους αιωνόβιους ήταν συχνά μικρής κλίμακας και επικεντρώνονταν σε μια επιλεγμένη ομάδα, αποκλείοντας, για παράδειγμα, εκείνους που ζουν σε οίκους ευγηρίας.
Η τελευταία, όμως, μελέτη είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη που συγκρίνει προφίλ βιοδεικτών που μετρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μεταξύ εξαιρετικά μακρόβιων ανθρώπων και συνομηλίκων τους με μικρότερη διάρκεια ζωής.
Οι επιστήμονες συνέκριναν τα προφίλ των βιοδεικτών των ανθρώπων που έζησαν μετά τα 100 και των συνομηλίκων τους που είχαν με μικρότερη διάρκεια ζωής και διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των συγκεκριμένων προφίλ και της πιθανότητας να πιάσει κάποιος τα 100.
Η έρευνα περιλάμβανε δεδομένα από 44.000 Σουηδούς ηλικίας 64-99 ετών που υποβλήθηκαν σε αξιολογήσεις υγείας. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν μέσω των δεδομένων των σουηδικών μητρώων για διάστημα έως και 35 ετών. Από αυτά τα άτομα, 1.224, ή το 2,7%, έζησαν μέχρι τα 100. Η συντριπτική πλειονότητα (85%) ήταν γυναίκες.
Συμπεριλήφθηκαν δώδεκα βιοδείκτες με βάση το αίμα που σχετίζονται με τη φλεγμονή, τον μεταβολισμό, τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, καθώς και με πιθανό υποσιτισμό και αναιμία. Όλοι αυτοί είχαν συσχετιστεί σε προηγούμενες μελέτες με τη γήρανση ή τη θνησιμότητα.
Ο βιοδείκτης που σχετιζόταν με τη φλεγμονή ήταν το ουρικό οξύ – ένα προϊόν που προκαλείται από την πέψη ορισμένων τροφών.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης δείκτες που σχετίζονται με την κατάσταση και τη λειτουργία του μεταβολισμού, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης και της γλυκόζης, καθώς και δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η λευκωματίνη, η γ-γλουταμυλοτρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και η γαλακτική αφυδρογονάση (LD).
Εξέτασαν επίσης την κρεατινίνη, η οποία συνδέεται με τη νεφρική λειτουργία, και τον σίδηρο και την ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερεύνησαν τη λευκωματίνη, έναν βιοδείκτη που σχετίζεται με τη διατροφή.
Τι έδειξε η μελέτη
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, στο σύνολό τους, όσοι έφτασαν μέχρι τα 100 είχαν την τάση να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα 60 τους και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των εκατοντάχρονων και των μη εκατοντάχρονων για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι αιωνόβιοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές.
Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους αιωνόβιους είχαν νωρίτερα στη ζωή τους επίπεδα γλυκόζης πάνω από 6,5 ή επίπεδα κρεατινίνης πάνω από 125.
Σε πολλούς βιοδείκτες, τόσο οι αιωνόβιοι όσο και οι μη αιωνόβιοι είχαν τιμές εκτός του εύρους που θεωρείται φυσιολογικό σύμφωνα με τις κλινικές κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έχουν καθοριστεί με βάση έναν νεότερο και υγιέστερο πληθυσμό.
Όταν οι επιστήμονες διερεύνησαν ποιοι βιοδείκτες, από τους 12 που μελέτησαν, συνδέονταν με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 100, διαπίστωσαν ότι ότι έπαιζαν ρόλο όλοι, εκτός από δύο: την αλάτη και την αλβουμίνη. Αυτό ίσχυε και μετά τη συνεκτίμηση της ηλικίας, του φύλου και της επιβάρυνσης από ασθένειες.
Τα άτομα που ήταν στη χαμηλότερη ομάδα, από τις πέντε ομάδες συνολικά, με βάση τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης και του σιδήρου είχαν μικρότερη πιθανότητα να φτάσουν τα 100 έτη σε σύγκριση με εκείνα που βρίσκονταν με υψηλότερα επίπεδα. Στο μεταξύ, τα άτομα που είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών ηπατικής λειτουργίας είχαν επίσης μικρότερες πιθανότητες να πιάσουν τα 100.
Συνοπτικά:
Τα υψηλότερα επίπεδα ολικής χοληστερόλης και σιδήρου και τα χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος, ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης, γ-γλουταμυλοτρανσφεράσης, αλκαλικής φωσφατάσης, γαλακτικής αφυδρογονάσης και ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας συσχετίστηκαν θετικά με την επίτευξη 100 χρόνων ζωής. Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, οι αιωνόβιοι εμφάνιζαν συνολικά παρόμοια προφίλ βιοδεικτών. Ήδη από την ηλικία των 65 ετών και μετά, οι αιωνόβιοι εμφάνιζαν καλύτερες τιμές βιοδεικτών από τα άτομα που πέθαιναν πριν από την ηλικία των 100 ετών. Οι διαφορές στις τιμές των βιοδεικτών μεταξύ των αιωνόβιων και των μη αιωνόβιων περισσότερο από μία δεκαετία πριν από τον θάνατο υποδηλώνουν ότι γενετικοί ή/και ενδεχομένως τροποποιήσιμοι παράγοντες του τρόπου ζωής που αντικατοπτρίζονται σε αυτά τα επίπεδα βιοδεικτών μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την εξαιρετική μακροζωία.
Μικρές διαφορές με μεγάλη σημασία
Σε απόλυτες τιμές, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο σημαντικές.
Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος είχαν 4% πιθανότητα να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.
Έστω κι αν οι διαφορές που διαπίστωσαν ήταν συνολικά μάλλον μικρές, δεν παύουν να υποδηλώνουν μια πιθανή σχέση μεταξύ της μεταβολικής υγείας, της διατροφής και της εξαιρετικής μακροζωίας.
Η μελέτη, ωστόσο, δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το ποιοι παράγοντες του τρόπου ζωής ή το ποια γονίδια ευθύνονται για τις τιμές των βιοδεικτών. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, είναι λογικό να πιστεύουμε ότι παράγοντες όπως η διατροφή και η κατανάλωση αλκοόλ παίζουν ρόλο. Το να παρακολουθεί κανείς τις τιμές των δεικτών για τη λειτουργία των νεφρών και του ήπατος, καθώς και της γλυκόζης και του ουρικού οξέος καθώς μεγαλώνει, μάλλον δεν είναι κακή ιδέα, επισημαίνουν.
Τούτου λεχθέντος, η τύχη παίζει κι αυτή κάποιο ρόλο στη μακροζωία. Αλλά το γεγονός ότι οι διαφορές στους βιοδείκτες μπορούν να παρατηρηθούν πολύ καιρό πριν από το θάνατο δείχνει ότι τα γονίδια και ο τρόπος ζωής μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο.
πηγή: iatropedia.gr