Το πιο παλιό τηγανιτζίδικο της Αθήνας λειτουργεί από το 1944 και σερβίρει μπαρμπουνάκι, γαρίδες, χωριάτικη, και τίποτα περισσότερο.
Η ώρα 12 το μεσημέρι κι η μπουκάλα προπανίου ξεβιδώνεται, το τσακμάκι ανάβει τη φωτιά, και οι φλόγες γλείφουν το τηγάνι με το λάδι. Στο μεταξύ το μπαρμπουνάκι βουτάει γυμνό σε μια θάλασσα από φρυγανάλευρο και βγαίνει ντυμένο. Το λάδι βγάζει μικρές φουσκάλες, μυρίζει και καίει, είναι έτοιμο να υποδεχτεί το φρέσκο ψαράκι. Σε λίγο θα γίνει πορτοκαλί. Το ίδιο επαναλαμβάνεται αμέσως μετά με μια χούφτα γαρίδες. Ο Κώστας κάνει ζάφτι το τηγάνι. Είχε καλό δάσκαλο, γι’ αυτό. Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ, βαρκούλα στον Σαρωνικό, το ταβερνάκι που αγαπώ.
Το μαγαζί της η Μαργαρώ Χανιώτη το άνοιξε το ’37, στην Αφεντούλη, σε ένα υπόγειο κοντά στο Τζάνειο. Είχε μόλις έρθει στην Αθήνα μαζί με τον άντρα της τον Γιάννη από τη Μύκονο, εσωτερικοί μετανάστες. Εκείνος έπιασε δουλειά στο λιμάνι, φορτωτής στο κάρβουνο, κι εκείνη τάιζε τους λιμενεργάτες με ένα μικρό αντίτιμο. Λίγα χρόνια αργότερα, το ‘44, μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή (1941-1944), η Μαργαρώ μετακόμισε το κρασοπουλειό της στην πάλαι ποτέ μπακαλοταβέρνα του Σαντορινιού, δίπλα στην πύλη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Ο πρώην ιδιοκτήτης της φοβήθηκε όταν βομβάρδιζαν τον Πειραιά και την πούλησε να την ξεφορτωθεί. Η Μαργαρώ όμως ατρόμητη και ξύπνια, σκέφτηκε πως κάποια στιγμή, που θα πάει, θα σταματήσουν να το βομβαρδίζουν και η οικογένειά της θα έχει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Το ισόγειο το έκανε μαγαζί, τον επάνω όροφο σπίτι.
εγγονός της ο Κώστας Χανιώτης μου διηγείται: «Επειδή το Χατζηκυριάκειο είναι κοντά στο λιμάνι, δεν έμενε εκεί και ο καλύτερος κόσμος. Η περιοχή είχε χασισοποτεία, μαχαιρώματα, εκείνη την περίοδο ήταν άβατη. Ήταν γεμάτη παραπήγματα, φτώχεια και ανέχεια. Η γιαγιά δούλευε με τη γειτονιά. Έπαιρνε μούστο κι έφτιαχνε ρετσίνα βαρελίσια, έβγαζε λίγο τυράκι, καμιά ελίτσα, κι όταν πια συστάθηκε ο ΟΛΠ έκανε και μαγειρευτά φαγητά, τηγάνιζε καμιά μαρίδα και κάνα γαυράκι που ζητούσαν οι εργαζόμενοι. Από το ‘70 και μετά όταν σχολάγανε τα θέατρα έρχονταν στις 2-3 η ώρα το πρωί οι ηθοποιοί, από Καρέζη και Καζάκο, μέχρι Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ και πόσοι άλλοι που δε θυμάμαι. Η γιαγιά πέθανε το ‘74 με το που έπεσε η χούντα. Το μαγαζί το συνέχισαν οι γονείς μου, ο Λάζαρος και η Χαρίκλεια, και μέχρι το ‘78 σέρβιραν μαγειρευτά και τηγανητά, από μακαρόνια με κιμά, μέχρι γαύρο στον φούρνο. Δούλευαν 24 ώρες, δεν έκλειναν ποτέ. Εκείνη τη χρονιά, για ένα εξάμηνο το έκλεισαν το μαγαζί γιατί κουράστηκαν και πουλούσαν μόνο ρετσίνα στα σπίτια. Όμως δεν έβγαιναν οικονομικά, είχαν και τέσσερα παιδιά να αναθρέψουν, κι έτσι ξανάνοιξαν, παίρνοντας την απόφαση να σερβίρουν μόνο τηγανητά, και μόνο συγκεκριμένα πράγματα. Γαρίδες, μπαρμπουνάκια και χωριάτικη. Τότε ήταν που το μαγαζί εκτινάχθηκε. Βέβαια έπαιξε ρόλο και η ανάπτυξη του λιμανιού και τα ναυτιλιακά γραφεία της περιοχής, που άλλαξε και η πελατεία. Δεν δούλευαν πια μόνο με τους εργάτες και τους μεροκαματιάρηδες, αλλά και με τους πλοιοκτήτες, τους πρώην καπεταναίους και μηχανικούς. Άλλαξε και η μαρίδα, έφυγαν ο γαύρος και η γόπα και το γύρισαν στα μπαρμπούνια και τις γαρίδες».
Ευτυχώς η Μαργαρώ παρέμεινε ένα λαϊκό μαγαζί, ακόμα κι όταν έφτιαξε όνομα. Τα εγγόνια της Μαργαρώς συνεχίζουν ακάθεκτοι, και το ταβερνάκι τους είναι ακόμα και σήμερα υπόθεση οικογενειακή. Ο Σπύρος και ο Κώστας κουμαντάρουν τα τηγάνια, ο Γιάννης και η Μαργαρίτα περιποιούνται και σερβίρουν. Μια παραγγελία «μενού κομπλέ» πάει να πει μια απ’ όλα. Δηλαδή σαλάτα χωριάτικη, μπαρμπουνάκι ή κουτσομούρα τηγανιτά και γαρίδες στο τηγάνι. Πατάτες ή άλλους μεζέδες δεν έχει. Δεν έχει καν νοστιμευτικά ή καρυκεύματα το φαγητό εδώ, παρά μόνο ένα λεμονάκι δίπλα στο πιάτο, για όσους θέλουν να ξινίσουν λίγο το φαγητό τους. Καμιά φορά τον χειμώνα όταν βρεθεί φρέσκο καραβιδάκι το τηγανίζουν κι αυτό, όπως και κάποιες φορές κάνουν τηγανητά λιθρίνια και φαγκριά.
«Οι γαρίδες είναι κατεψυγμένες, βορείου Ατλαντικού» μου λέει ο Γιάννης, «τα ψαράκια είναι φρέσκα, ελληνικά από την ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου. Για να βρούμε καλή ντομάτα όλες τις εποχές, τις πληρώνουμε κάτι παραπάνω και παίρνουμε από όπου έχει καλές, η φέτα για τη χωριάτικη είναι Άργους και το ελαιόλαδο Αργολίδας». Το μυστικό τους είναι το καλό, δυνατό τηγάνι. «Ανάβουμε δυνατή φωτιά, να κάψει το βαμβακέλαιο, να πέσει μέσα το ψάρι να πάθει σοκ, για να μη ρουφήξει λάδι, να βγει τραγανό και με ζουμερή τη σάρκα του. Κατά τα άλλα, εκτός από το λεπτό πουδράρισμα με αλεύρι φρυγανιάς, δε βάζουμε ούτε αλάτι, γιατί κάποιος μπορεί να έχει πίεση. Κι εξάλλου τα θαλασσινά έχουν το αλάτι τη θάλασσας» εξηγεί ο Κώστας, και για τον λόγο αυτό, κάθε τραπέζι έχει επάνω την αλατιέρα του. Κρασί δεν φτιάχνουν δικό τους πια. Φέρνουν ασκούς με Σαββατιανό που ταιριάζει με το μενού, από το Μαρκόπουλο από το οινοποιείο Απίκου. Για επιδόρπιο έχει πορτοκαλόπιτα. Τα Σαββατοκύριακα γίνεται το σώσε, ειδικά όταν είναι καλός ο καιρός. Έρχονται και τα ναυτάκια από τη Σχολή, όσοι είναι εξοδούχοι δηλαδή, και πολλοί από αυτούς επιστρέφουν μετά από χρόνια μαζί με τις οικογένειές τους. «Το μαγαζί είναι συνυφασμένο με τη Σχολή. Η γιαγιά ήταν καλός άνθρωπος της προσφοράς. Τα χρόνια της Χούντας που στη Σχολή η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, κι είχε καψόνια και πολλές στερήσεις, εκείνη έκανε τηγανητούς κεφτέδες και μαζί με λίγη ρετσίνα κερνούσε τα ναυτάκια μέσα από τη μάντρα. Αυτές τις ιστορίες έρχονται και μας τις διηγούνται οι απόστρατοι του ναυτικού» μου λέει ο Κώστας.