Γράφει η Μαρία Ελ Σαγιέντ – Τσώνου:
Έντονες αντιδράσεις στον πολιτικό κόσμο και διεθνή συζήτηση έχει πυροδοτήσει η πρόσφατη απόφαση του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, να επιτρέψει τη χρήση πυραύλων ATACMS από την Ουκρανία για επιθέσεις σε ρωσικούς στόχους για πρώτη φορά, με τη συγκατάθεση μάλιστα της Γαλλίας και της Βρετανίας. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας αναρωτιέται τι είναι οι συγκεκριμένοι πύραυλοι και τι χρησιμότητα αλλά και επιπτώσεις έχουν.
Πρόκειται, λοιπόν, για υπερηχητικούς εξελιγμένους βαλλιστικούς πυραύλους με βεληνεκές έως και 300 χλμ (180 μίλια), που σημαίνει ότι μπορούν να πλήξουν στόχους που βρίσκονται σε απόσταση έως 300 χλμ. Μπορούν να φέρουν μια κεφαλή που περιέχει περίπου 170 κιλά εκρηκτικών. Καθοδηγούνται από GPS και έχουν ακρίβεια προσβολής περί τα 10 μέτρα. Οι πύραυλοι αυτοί δεν είναι τεχνολογικά καινοτόμοι αλλά έχουν ιστορικότητα καθώς ήταν ήδη σχεδιασμένοι από τη δεκαετία του 1980 και χρησιμοποιήθηκαν ήδη από το 1991, με σκοπό να πλήξουν το βάθος της πιθανής σοβιετικής επίθεσης και κυρίως ειδικούς σταθμούς διοίκησης και τηλεπικοινωνιών, αποθήκες εφοδιασμού και γέφυρες. Πλέον, κατασκευάζονται από την αμερικανική εταιρεία αεροδιαστημικής, όπλων, άμυνας, ασφάλειας πληροφοριών και τεχνολογίας “Lockheed Martin” και είναι ειδικά σχεδιασμένοι για να εκτοξεύονται από ένα σύστημα πυραύλων πολλαπλής εκτόξευσης (MLRS) ή ένα σύστημα πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (HIMARS). Συνεπώς, οι πύραυλοι αυτοί δίνουν την δυνατότητα επιθέσεων με απόλυτη ακρίβεια σε στρατηγικούς στόχους, κυρίως στρατιωτικές υποδομές, στρατιωτικές βάσεις, κέντρα διοίκησης και αποθήκες πυρομαχικών των Ρώσων και των Βορειοκορεατών.
Ερείσματα αποφάσεως ΗΠΑ
Η τολμηρή αυτή κίνηση των ΗΠΑ έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης στην Ουκρανία, καθώς το Κίεβο θέλει να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στις ρωσικές δυνάμεις. Ωστόσο, η αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον που οδήγησε στην συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι τυχαία, αλλά εδράζεται σε ορισμένους παράγοντες.
♦Πρώτον, μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε η αυξημένη πίεση από την Ουκρανία. Η ηγεσία της Ουκρανίας υπό τον Πρόεδρο Ζελένσκι έχει επανειλημμένα ζητήσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για να εξουδετερώσει κρίσιμες ρωσικές εγκαταστάσεις. Οι ATACMS, όπως αναφέρθηκε στον ορισμό τους, προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της δύναμης του Ουκρανικού στρατού και της ικανότητάς του να πλήξει στρατηγικούς στόχους, καθώς και στην ενίσχυση της Ουκρανικής άμυνας εν γένει.
♦Δεύτερον, οι συνεχόμενες ρωσικές επιθέσεις κατά των αμάχων και των υποδομών ενέργειας στην Ουκρανία αυξάνουν τη διεθνή πίεση για μια ισχυρή απάντηση που θα πλήξει ανάλογα τον Ρωσικό εχθρό. Λόγω, λοιπόν, της δύναμης και των δυνατοτήτων αυτών των πυραύλων, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι αυτοί αποτελούν ισχυρό μέσο για την αποτροπή της επιθετικότητας της Ρωσίας και της εμπλοκής τρίτων χωρών, αφού υπάρχουν αναφορές για συμμετοχή Βορειοκορεατών στρατιωτών στο πλευρό της Ρωσίας προς ενίσχυση των δυνάμεών της.
♦Τρίτον, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν βρισκόταν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του αντιμέτωπος με πιέσεις προκειμένου να διατηρήσει τη στήριξή του προς την Ουκρανία εν μέσω αμφιβολιών για τη μακροπρόθεσμη συνέχιση της σύγκρουσης. Η θέση αυτή της Ουάσιγκτον μπορεί να αποτελέσει απόδειξη της στήριξης της προς την Ουκρανία και της διατήρησης της θέσης της ως βασικού συμμάχου του Κιέβου, έχοντας κατά αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερο διεθνή πολιτικό αντίκτυπο.
Γεωπολιτικές Επιπτώσεις
Το ερώτημα που προβληματίζει το ευρύ κοινό είναι βέβαια το κατά πόσο η απόφαση αυτή θα έχει γεωπολιτικές επιπτώσεις. Σε μια βαθύτερη επισκόπηση των πραγμάτων, η απόφαση αυτή είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε κλιμάκωση της σύγκρουσης, καθώς υπάρχουν ήδη σοβαρές προειδοποιήσεις από την Ρωσία ότι τέτοιες ενέργειες αποτελούν “κόκκινη γραμμή” για την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο.
Επίσης, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος λόγω της αποφάσεως να προκληθούν έντονες διεθνείς αντιδράσεις, καθώς ορισμένες χώρες, ιδίως εκείνες που επιδιώκουν διπλωματική επίλυση, ενδεχομένως να θεωρήσουν αυτή την στάση ως επιθετική μειώνοντας επακολούθως τις πιθανότητες για διαπραγματεύσεις. Τέλος, η απόφαση των ΗΠΑ έχει έντονη σημασία για τη Δύση και το ΝΑΤΟ, αφού η έγκριση χρήσης ATACMS δείχνει την απόφαση των ΗΠΑ να στηρίξουν την Ουκρανία μακροπρόθεσμα, στέλνοντας συγχρόνως ένα ηχηρό μήνυμα στο ΝΑΤΟ για τη δέσμευση της Ουάσιγκτον στη διατήρηση της συμμαχικής ενότητας και ενισχύει την διεθνή εικόνα της Δύσης.
Υπάρχουν προκλήσεις;
Η απόφαση αυτή εγείρει ανησυχίες ότι με τη χρήση των πυραύλων ATACMS η Ρωσία θα προβεί σε αντίποινα λόγω των μεγάλων πληγμάτων που θα δεχθεί, κλιμακώνοντας τις επιθέσεις της τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση και ενδεχομένως να στραφεί και προς τις χώρες-συμμάχους της Ουκρανίας. Σημαντική πρόκληση, όμως, αποτελεί και η έλλειψη διαθεσιμότητας των πυραύλων, καθώς οι ΗΠΑ διαθέτουν περιορισμένα αποθέματα και η κατασκευή συνεπώς και η αγορά αυτών είναι ιδιαιτέρως πολυδάπανες. Τέλος, υπάρχει υψηλός κίνδυνος πυρηνικής απειλής εκ μέρους της Ρωσίας, καθώς θα δεχθεί ισχυρά στρατηγικά πλήγματα στο Ρωσικό έδαφος και ενδέχεται να αντιδράσει με τη χρήση πυρηνικών όπλων, οδηγώντας σε μια ανυπολόγιστη καταστροφή.
Πώς η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ επιδρά στην απόφαση για χρήση των ATACMS
Οι πρόσφατες εκλογές των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου 2024 επιφύλασσαν μια έκπληξη με την επανεκλογή του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ, όπως φάνηκε και από την προηγούμενη θητεία του ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ακολουθεί άκρως διαφορετική πολιτική ως προς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της χρήσης των στρατιωτικών πόρων και των διεθνών συγκρούσεων γενικότερα. Επομένως, η απόφαση αυτή του Μπάιντεν ενδεχομένως να διαφοροποιηθεί υπό την Προεδρία του Τραμπ.
Ως προς την πολιτική που ακολουθούσε και ακολουθεί ο Τραμπ στον τομέα των διεθνών συγκρούσεων, σε πολλές περιπτώσεις ήταν αντίθετος στην στρατηγική εμπλοκής των ΗΠΑ στις διεθνείς συγκρούσεις, σε αντίθεση με τον Μπάιντεν, ο οποίος ακολούθησε μια πολιτική ενεργούς συμμετοχής στους πολέμους. Όσον αφορά την Ουκρανία, ο Τραμπ παρά το ότι η Ουκρανία ήταν αντιμέτωπη με την ρωσική επιθετικότητα από το 2014, απέφυγε την χρήση ATACMS, ενισχύοντας τις στρατηγικές άμυνας της Ουκρανίας χωρίς να αναλαμβάνει τόσο μεγάλα ρίσκα όπως η χρήση των συγκεκριμένων πυραύλων και γενικότερα τόσο προηγμένων-βαρύτερων όπλων. Αντί αυτών, προτίμησε την χρήση και την αποστολή περιορισμένων όπλων, όπως το σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας και τα αντιαρματικά όπλα, όπως το Javelin.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όμως, που ανέλαβε την εξουσία το 2021, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές προμήθειες προς την Ουκρανία και ανέλαβε πιο ενεργή στρατηγική στήριξης του Κιέβου, ιδίως με την συγκεκριμένη ριψοκίνδυνη απόφασή του για την χρήση των μεγάλου βεληνεκούς πυραύλων.
Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Τραμπ ακολουθεί τη στρατηγική της “αποτροπής μέσω επιβολής κυρώσεων”, αφού συχνά προκειμένου να αποτρέψει τον εχθρό, εξαπολύει απειλές και οικονομικές κυρώσεις, αποφεύγοντας συγχρόνως τις άμεσες στρατιωτικές εμπλοκές, ιδίως όταν θεωρεί ότι δεν υπάρχει άμεσος εθνικός κίνδυνος για τις ΗΠΑ και αποφεύγει την αποστολή προηγμένων όπλων σε περιοχές όπου λείπει το αμερικανικό συμφέρον, χρησιμοποιώντας τη λογική “πρώτα η Αμερική”. Αντίθετα, ο Μπάιντεν χρησιμοποίησε, ειδικά στην περίπτωση της Ουκρανίας, επιθετική και προληπτική πολιτική, προσφέροντας άμεση στρατιωτική ενίσχυση, σκοπεύοντας στην άμεση αποτροπή της περαιτέρω ρωσικής επίθεσης στο Ουκρανικό έδαφος.
Όσον αφορά τις πολιτικές που ακολουθούν οι δύο ηγέτες απέναντι στην Ρωσία, αυτές διαφέρουν ριζικά. Ο Τραμπ χρησιμοποιεί πολιτική συνεργασίας με την Ρωσία, καθώς δίνει έμφαση στις κυρώσεις και την στρατιωτική αποτροπή και αυτό φαίνεται από την αποφυγή παροχής και χρήσης προηγμένων όπλων έναντι της Ρωσίας. Αντίθετα, ο Μπάιντεν ακολούθησε πολιτική σύγκρουσης, καθώς δεν προέβη σε επίλυση των διαφορών με διαπραγμάτευση, αλλά ήρθε σε αντιπαράθεση με την Ρωσία, ενισχύοντας την στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία και τις κυρώσεις.
Συνεπώς, η απόφαση των ΗΠΑ για την χρήση τους αποτελεί ένα μεγάλο στρατηγικό βήμα, καθώς θα συμβάλλει στην ενίσχυση της στρατιωτικής και αμυντικής ικανότητας της Ουκρανίας, επιτρέποντάς της να υπερασπιστεί ικανοποιητικά την εδαφική της κυριαρχία και ακεραιότητα έναντι της μεγάλης ρωσικής απειλής, ενισχύοντας συγχρόνως την εικόνα της προς τις άλλες χώρες. Όμως, δεδομένης της επανεκλογής του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η απόφαση αυτή πιθανώς θα διαφοροποιηθεί, αφού οι δύο ηγέτες ακολουθούν αντίθετες πολιτικές. Η πολιτική του Τραμπ είναι πιο “ενδογενής”, έχοντας ως επίκεντρο την αποφυγή της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής και την αποστολή προηγμένων όπλων σε περιοχές εκτός των άμεσων αμερικανικών συμφερόντων, ενώ η πολιτική του Μπάιντεν επικεντρώνεται στην ενίσχυση των συμμάχων και στη στρατηγική αποτροπής, ακόμη και μέσω της αποστολής ισχυρών όπλων, όπως οι ATACMS, σε χώρες που πλήττονται από επιθέσεις, όπως η Ουκρανία. Επομένως, η εκλογή του Τραμπ, όπως φαίνεται και από την προηγούμενη θητεία του, θα ακολουθήσει ενδεχομένως το μονοπάτι της αποφυγής χρήσης των ATACMS με την αιτιολογία ότι η χρήση τέτοιων όπλων οδηγεί σε υπερβολική κλιμάκωση των συγκρούσεων και απειλεί την παγκόσμια ειρήνη, την ασφάλεια και γενικότερα την διεθνή ισορροπία, αυξάνοντας παράλληλα την αβεβαιότητα για την έκβαση του πολέμου.
Who is who:
Μαρία Ελ Σαγιέντ – Τσώνου
- Τελειόφοιτη Νομικής Σχολής Αθηνών.
-
Φοίτηση στον κύκλο μαθημάτων «An introduction to American Law» του Πανεπιστημιου της Πενσυλβάνια.
-
Δόκιμο Μέλος του ΟΠΕΔ.