Η μείωση των γεννήσεων τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα είναι γεγονός. Σε εθνικό επίπεδο, αυτές μειώθηκαν κατά 37% ανάμεσα στο 1979-1983 και το 2014-19, ενώ αναμένεται να μειωθούν ακόμη κατά 13% την εξαετία 2020-25.
Ιδιαίτερα στην επαρχία, το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Ενδεικτικό παράδειγμα το χωριό Φουρνά στην Ευρυτανία, 40 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι., όπου η δασκάλα του χωριού αναγκάστηκε να βάλει αγγελία, ζητώντας δύο οικογένειες με παιδιά να μετεγκατασταθούν στο χωριό – με τα έξοδα όλα πληρωμένα – προκειμένου να μην κλείσει το σχολείο.
Σύμφωνα με την αγγελία, στις οικογένειες που θα δεχόταν να ζήσουνσ το χωριό θα είχαν δωρεάν σπίτι και δουλειά (τουλάχιστον για τον σύζυγο) και βοήθεια με τα πρώτα έξοδα από όλο το χωριό.
« Η κίνηση αυτή γίνεται κυρίως για να κρατηθούν ανοιχτά τα σχολεία. Το σπίτι παραχωρείται από την εκκλησία σε συνδυασμό με την κοινότητα και είναι απόλυτα κατοικήσιμο χωρίς να χρειάζεται να κάνουν κάτι οι ένοικοι» έγραφε η αγγελία.
Η είδηση έγινε viral, προκαλώντας συγκίνηση αλλά και μεγάλη ανταπόκριση στην αγγελία.
Τελικά, στη Φουρνά μετακόμισαν δύο πολύτεκνες οικογένειες.
«Μέχρι στιγμής καλύφθηκαν δύο σπιτάκια που είχαμε διαθέσιμα από μια οικογένεια με έξι παιδάκια και άλλη μία με τρία τα οποία εγγράφηκαν όλα στο σχολείο. Είμαστε σε συνεννόηση με τους υπόλοιπους κατοίκους μήπως βρούμε ένα – δύο καταλύματα για λίγους ανθρώπους ακόμη, όμως πρέπει να υπάρχει κάτι χειροπιαστό για να το ανακοινώσουμε» είχε δηλώσει πριν λίγες ημέρες, μιλώντας στο GRTimes.gr , κάτοικος της Φουρνάς.
Κλείνουν τα σχολεία λόγω έλλειψης μαθητών – Τι δείχνει η μελέτη του ΙΔΕΜ
Η μείωση των γεννήσεων αναπόφευκτα αποτυπώνεται και στον νεανικό πληθυσμό, ξεκινώντας αρχικά από αυτόν της προσχολικής ηλικίας και στη συνέχεια, σε αυτόν που διατρέχει όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, πριν λίγες μέρες, με αποφάσεις περιφερειακών Διευθυντών ανακοινώθηκε η αναστολή λειτουργίας πλήθους Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων, πολλά εκ των οποίων ήταν κλειστά εδώ και χρόνια.
Οι επικαλούμενοι λόγοι ήταν ο μικρός ή μηδενικός αριθμός μαθητών και σε κάποιες περιπτώσεις και η ακαταλληλότητα της κτηριακής υποδομής. Η πρόσφατη αυτή απόφαση επανέφερε στη δημοσιότητα ακόμη μια φορά, την «υπογεννητικότητα», τη μείωση δηλαδή των γεννήσεων στη χώρα μας που ξεκίνησε πριν από πέντε δεκαετές, άμεση απόρροια της πτώσης της γονιμότητας στις διαδοχικές γενεές (από 2,1-2,0 παιδιά ανά γυναίκα που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1940 και το 1960 σε λιγότερα από 1,5 παιδιά σε αυτές που γεννήθηκαν μετά το 1985).
Σε εθνικό επίπεδο, η καταγραφείσα πτώση των γεννήσεων μετά το 1980 δεν συντελείται με την ίδια ταχύτητα σε όλες τις περιοχές χώρας μας, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στη διαφοροποιημένη γονιμότητα των ζευγαριών (στο ότι δηλαδή οι γυναίκες σε κάποιες από αυτές κάνουν λίγο περισσότερα παιδιά από ότι σε άλλες).
Έχει άμεση σχέση και με τη διαχρονικά μεταβολή του συνολικού πληθυσμού κάθε περιοχής, μεταβολή που επηρεάστηκε σημαντικά και από τη μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), με επιπτώσεις και στο πλήθος των ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας και απόκτησης παιδιών (στους 20-49 ετών).
Που υπάρχει το σοβαρότερο πρόβλημα
Πόσες και ποιες όμως, είναι οι περιοχές αυτές όπου καταγράφεται μετά το 2014, ένας εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός γεννήσεων, αριθμός που αποτυπώνεται ήδη – και θα αποτυπωθεί εντονότερα και στο εγγύς μέλλον – στον πληθυσμό 0-14 ετών;
Σύμφωνα με δεδομένα των γεννήσεων ανά Δημοτική Ενότητα (Δ.Ε.) που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ για δυο εξαετίες (2014-19 και 2020-25), το πλήθος των Δημοτικών Ενοτήτων με έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό γεννήσεων (έως και 60 γεννήσεις ανά εξαετία) είναι σημαντικό και αυξανόμενο καθώς αφορά το 29,8% των ΔΕ την πρώτη εξαετία και το 35,5% τη δεύτερη.
Μια στις δύο, έχει πληθυσμό από 1000-3600 άτομα και μια στις 10 λιγότερα από 250. Ένας πολύ μικρός αριθμός από αυτές, δεν είχαν/ δεν θα έχουν γεννήσεις, ενώ μόνον στο 8% εξ αυτών, οι γεννήσεις θα κυμανθούν από 41-60 ανά εξαετία (δηλαδή 7-10 ανά έτος).
Ποια είναι τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά;
Οι αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών και Ερευνών (ΙΔΕΜ) αναφέρουν οι δυο ερευνητές, επιτρέπουν να δοθεί μια πρώτη απάντηση. Οι Ενότητες με έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό γεννήσεων είναι όλες ολιγοπληθείς και χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα, από έναν ταχύτατα φθίνοντα πληθυσμό, υψηλά ποσοστά 60 ετών και άνω, συρρίκνωση των νέων τους και χαμηλά ποσοστά 20-49 ετών, πολύ λιγότερες γεννήσεις από θανάτους και απουσία αλλοδαπών, ενώ σε πολλές από αυτές, εκλείπει στις ηλικίες δημιουργίας οικογένειας – απόκτησης παιδιών και μια ισορροπημένη αναλογία ανάμεσα στα δύο φύλλα.
Κλείνοντας δε το σύντομο άρθρο τους επισημαίνουν ότι η ύπαρξη σήμερα περισσοτέρων του 1/3 από τις 1.035 Δ.Ε. με έναν εξαιρετικά περιορισμένο και φθίνοντα αριθμό γεννήσεων -γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει/θα επηρεάσει τον πληθυσμό προσχολικής και σχολικής ηλικίας- δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί αποκλειστικά, όπως συνήθως γίνεται, στη συρρίκνωση της γονιμότητας (στη μείωση δηλαδή του αριθμού των παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι μετά το 1960 γενεές).
Οφείλεται και στην εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον χώρο: Το 10% των Δ.Ε έχει συγκεντρώσει το 62% του πληθυσμού, ενώ ένας στους δύο κατοίκους της χώρας μας διέμενε το 2021, σε 75 μόνον Τοπικές Κοινότητες που καλύπτουν μόλις το 2% της επικράτειας (από τις 6.138 συνολικά), αποτέλεσμα της έντονης εσωτερικής μετανάστευσης της πεντηκονταετίας 1950-2000 (και δευτερευόντως της φυγής των νέων στο εξωτερικό την τελευταία δεκαπενταετία).