H κάποτε, «ντροπή της Ιταλίας», είναι ένας ιδιαίτερος προορισμός.
Αυτή την εβδομάδα στις οθόνες της τηλεόρασής μας προβάλλονται ταινίες που αναφέρονται στη ζωή του Χριστού. Σε τουλάχιστον δύο από αυτές, δηλαδή στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, και τα «Πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον, η «Ιερουσαλήμ» της εποχής της ρωμαϊκής κατάκτησης είναι μία πόλη στη νότια Ιταλία.
Kαι αυτό γιατί τα Sassi της Ματέρα,τα σπίτια σπηλιές στα οποία έχουν ιστορία από την προϊστορική περίοδο δημιουργούν το κατάλληλο τοπίο για να αναπαρασταθεί ο τόπος όπου εξελίσσονται τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας.
Η Ματέρα έχει τη δική της αξιοθαύμαστη ιστορία. Είναι σκαλισμένη σε μία ρεματιά στην εξοχή της περιφέρειας Μπαζιλικάτα στο κουντεπιέ της «μπότας» της ιταλικής χερσονήσου. Κάποτε η πόλη είχε χαρακτηριστεί «ντροπή της Ιταλίας». Αυτόν τον δυσφημιστικό χαρακτηρισμό τον όφειλε στις σπηλιές στις οποίες στεγάζονταν οι φτωχοί κάτοικοί της. Τη δεκαετία του 1970 η Ματέρα μετατράπηκε σε πόλη φάντασμα. Ο οικισμός για πρώτη φορά έμεινε ακατοίκητος μετά από 10.000 χρόνια. Όμως μία δεκαετία αργότερα η επιβλητική ομορφιά της έβαλε τα θεμέλια για μια εκπληκτικής αναγέννηση. Σε αυτό συνέβαλε η δημιουργικότητα μιας ομάδας τοπικών επιχειρηματιών (πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τους προηγούμενους κατοίκους) οι οποίοι διέκριναν τις προοπτικές αυτού του ιδιαίτερου μέρους.
Σήμερα οι ιστορικές εκκλησίες της πόλης βρίσκονται δίπλα σε boutique ξενοδοχεία, γκαλερί και εστιατόρια που στεγάζονται σε πρώην κατοικίες- σπηλιές. Η Mατέρα είναι πλέον Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το 2019 ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ενώ σχετικά πρόσφατα «πρωταγωνίστησε» και σε μια άλλη μεγάλη ταινία του Χόλιγουντ. Την τελευταία ταινία της σειράς Τζέιμς Μποντ.
Οι τοπικές παραδόσεις και το επίμονο πνεύμα της πόλης αποδείχθηκαν τόσο ανθεκτικά όσο και τα πέτρινα θεμέλιά της. Η Ματέρα είναι ένας από τους γοητευτικότερους προορισμούς της Ιταλίας.
Μία δημοσιογράφος τους BBC επισκέφτηκε την πόλη της Ιταλίας και συνάντησε τον Antonio Nicoletti, πολιτικό μηχανικό και διευθυντή του οργανισμού τουρισμού της Μπαζιλικάτα στην πλατεία Piazza Vittorio Veneto. O ίδιος θυμάται τα βουητά και την ανυπομονησία που επικρατούσε στο ίδιο σημείο το 1991. «Όταν ήμουν πολύ νεότερος αυτή η περιοχή ήταν ένας συνηθισμένος ασφαλτωμένος δρόμος με αυτοκίνητα, πάρκινγκ και μερικά παρτέρια. Μία μέρα, όταν ήμουν 17 χρονών ένα από τα παρτέρια κατέρρευσε».
Το Sassi ήταν η έδρα μίας κλειστής κοινότητας από γαιοκτήμονες, τεχνίτες και εμπόρους και στη συνέχεια κυρίως γεωργούς και κτηνοτρόφους η οποία προσάρμοσε τη ζωή της σε αυτό το άγονο και βραχώδες τοπίο. Oι πέτρινες αυτές κατοικίες ήταν κατάλληλες για τους ψυχρούς χειμώνες και τα πάρα πολύ ζεστά καλοκαίρια ενώ οι σπηλιές που σκάφτηκαν πάνω στον ασβεστόλιθο πίσω από τα σπίτια ήταν ιδανικές για την αποθήκευση τροφίμων καθώς διατηρούσαν τις θερμοκρασίες σταθερές.
Οι κάτοικοι δημιούργησαν επίσης ένα απλό αλλά εφευρετικό σύστημα δεξαμενών οι οποίες σκαλίστηκαν στις πέτρες και συνέλεγαν και φίλτραραν το νερό της βροχής. «Για μία πόλη η πρόσβαση σε νερό από ποτάμια είναι πολύ σημαντική», λέει η Sabrina Centonze, αρχιτέκτονας που εξειδικεύεται στις κατοικίες με χαμηλό αντίκτυπο στο περιβάλλον. «Μιας και δεν υπήρχαν ποτάμια στη Ματέρα, οι κάτοικοι εκμεταλλεύτηκαν το νερό της βροχής και των πηγών. Το συνέλεγαν σε διάφορους τύπους δεξαμενών που ήταν σχεδιασμένες για άλλον σκοπό η καθεμία».
Σκουπίδια, λύματα και άλλα υλικά, ανακυκλώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν. Η κοινότητα κατάφερε να είναι αυτάρκης σε μεγάλο βαθμό καλλιεργώντας προϊόντα σε κήπους που δημιουργήθηκαν στην οροφή των κατοικιών ή στην εξοχή γύρω από την παλιά πέτρινη πόλη.
Σύμφωνα με την Rita Orlando, η οποία είναι αρχιτέκτων και εργάζεται στο ίδρυμα Matera Basilicata 2019 οι κάτοικοι ήταν κυρίως χορτοφάγοι. «Το κρέας ήταν αρκετά ακριβό, οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να αντέξουν το κόστος του, πέρα από ιδιαίτερες περιστάσεις. Τα όσπρια ήταν η κύρια πηγή πρωτεΐνης» εξηγεί.
Οι κάτοικοι διατηρούσαν μία κυκλική, θα λέγαμε οικολογική, προσέγγιση στη ζωή. «Υλικά και αντικείμενα επιδιορθώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν πολλές φορές και για διάφορους σκοπούς», λέει η Orlandno και προσθέτει πως «υπήρχε ισχυρή αίσθηση της κοινότητας που είναι βασισμένη στην αμοιβαία υποστήριξη». Ένα καλό παράδειγμα για το πως συνεργάζονταν οι άνθρωποι ήταν μία τελετή που λάμβανε χώρα κάθε Αύγουστο. Οι κάτοικοι του Sassi μαγείρευαν crapiata, ένα μείγμα από ανάμεικτα ψυχανθή και όσπρια τα οποία προέρχονταν από όλες τις οικογένειες. «Ήταν ένας τρόπος να μην πετάξουν τα αχρησιμοποίητα όσπρια τα οποία δεν αρκούσαν για μία οικογένεια.
Για αυτούς τους λόγους ο παλιός πέτρινος οικισμός αναφέρεται πολλές φορές από τους ειδικούς στον αστικό σχεδιασμό ως ένα πρώιμο παράδειγμα βιώσιμης και «έξυπνης πόλης». Και επίσης για αυτό τον λόγο η UNESCO το 1993 περιέλαβε τo Sassi σαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς χαρακτηρίζοντας το «το πιο εκπληκτικό, άθικτο παράδειγμα, ενός τρωγλοδυτικού οικισμού στην περιοχή της Μεσογείου, τέλεια προσαρμοσμένο στο έδαφος και στο οικοσύστημα.
Σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι του Sassi έχει μετατραπεί σε luxury butique ξενοδοχεία-σπηλιές, μοντέρνα εστιατόρια, γκαλερί και εργαστήρια στα οποία δουλεύουν καλλιτέχνες. Όμως η εικόνα της γειτονιάς έχει μικρή διαφοροποίηση από το πως ήταν πριν εγκαταλειφθεί.
Στον βορρά και στα ανατολικά, πέρα από το φαράγγι Gravina απλώνεται ένα έρημο οροπέδιο. Στα δυτικά κυψελοειδή χτίσματα από αμμόλιθο, βυζαντινές εκκλησίες και σπηλιές σχημάτιζαν το άνω κομμάτι της παλιάς πόλης. Ένα λαβύρινθος από σκαλιά και στενά καλντερίμια συνέδεαν τα διάφορα επίπεδα.
«Η οροφή της μίας σπηλιάς είναι το πάτωμα της άλλης» εξηγεί η Sabrina Centonze. «Αυτή η μέθοδος ονομάζεται αρχιτεκτονική δια της αφαίρεσης, καθώς η κατασκευή προχώρα με την αφαίρεση υλικών από τη γη».
H δεξαμενή που ανακαλύφθηκε από την κατάρρευση του παρτεριού για την οποία έγινε λόγος πριν είναι η Palombaro Lungo, ένα άλλο εξαιρετικό δείγμα της εφευρετικότητας των ανθρώπων της πόλης. Η δεξαμενή του 16ου αιώνα βάθους 16 μέτρων και μήκους πενήντα μέτρων είχε χωρητικότητα έως 5 εκατομμύρια λίτρα φρέσκο πόσιμο νερό από τις πηγές.
Μία άλλη «υδάτινη» στάση που αξίζει να κάνετε είναι στην Fontana Fernandea, μια δημόσια βρύση στη μία άκρη της Piazza Veneto. Χρονολογείται από τον Μεσαίωνα και είναι απλή σχεδιαστικά, με λίγα στολίδια. Όπως και το Palombaro Lungo, o σκοπός της ήταν πρακτικός. Να προσφέρει πόσιμο νερό στους κατοίκους της πόλης.
Στο BBC μίλησε και ο Francesco Foshino, ιστορικός και ξεναγός αλλά και εκδότης του «Μathera», ενός ιστορικού περιοδικού για την πόλη και την περιοχή. Δηλώνει ενοχλημένος από την εικόνα που υπήρχε για την Mατέρα. Όταν σκέφτεται τα διεθνή πρωτοσέλιδα της δεκαετίας του 1950 με τίτλους όπως «Άνθρωποι ζουν ακόμη σε σπηλιές» θυμώνει. «Είναι η λέξη “ακόμη” που με ενοχλεί. Λες και ζούσαν με τον ίδιο τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι των σπηλαίων στη Νεολιθική Εποχή».
«Στα ιταλικά sasso σημαίνει πέτρα» λέει ο Foschino, «αλλά στη Ματέρα Sasso σημαίνει μία γειτονιά με κτίρια και σπηλιές. Όταν οι ντόπιοι χρησιμοποιούν τη λέξη «σπηλιά» εννοούν τις σπηλιές που είναι δημιούργημα του ανθρώπου, όχι τις φυσικές. Αυτό δημιουργεί παρεξηγήσεις» λέει και τονίζει επίσης πως οι σπηλιές δεν χρησιμοποιήθηκαν για κατοίκιση αλλά σκάφτηκαν πίσω από πέτρινα κτίρια ως χώροι αποθήκευσης τροφίμων και για να παραχθεί ελαιόλαδο, τυρί και κρασί.
Η καθοδική πορεία της Ματέρα ξεκινά από το 1806 όταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας Μπαζιλικάτα μεταφέρθηκε από εκεί στην Potenza. Μετά, σαν αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης οι σπηλιές, κάποτε πηγή πλούτου, κατέστησαν άχρηστες. Το 1861 με την ενοποίηση της Ιταλίας τα χωράφια που ανήκαν στην ιταλική εκκλησία δημεύτηκαν και οι αγρότες που τα νοίκιαζαν αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Sassi. Μιας και οι σπηλιές δεν χρησίμευαν πια ως χώροι αποθήκευσης τροφίμων και οι αγρότες χρειάζονταν καταφύγιο, οι Materani νοίκιασαν τις σπηλιές στις οικογένειες αυτές.
Σύντομά η πόλη υπέφερε από υπερπληθυσμό. «Για να να δημιουργήσουν περισσότερο χώρο στις σπηλιές ώστε να μπορούν να στεγάσουν περισσότερους κατοίκους, οι άνθρωποι άρχισαν να σκάβουν πιο βαθιά στα βράχια, τελικά έφτασαν έως τις δεξαμενές φιλτραρίσματος» λέει ο Nicoletti. «Αναπόφευκτα αυτό επηρέασε την ποιότητα του νερού. Οι συνθήκες υγιεινής χειροτέρεψαν, οδηγώντας στην αρρώστια και στον θάνατο».
«Υπήρχε μεγάλη παιδική θνησιμότητα» λέει ο Nicoletti, «αλλά αυτό συνέβαινε σε όλη τη νότια Ιταλία. Ο πατέρας μου που έζησε στο Sassi έως τα 20 του, έχασε 3 αδερφούς που πέθαναν σε ηλικία μικρότερη των 3 ετών».
Παρά την ευρύτερη υστέρηση της νότιας Ιταλίας τη δεκαετία του 1950, η Ματέρα έγινε κατά κάποιον τρόπο η παγκόσμια βιτρίνα της ιταλικής κυβέρνησης και του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ οι οποίοι θέλησαν να δείξουν πως μία πόλη «που ζει ακόμα στις σπηλιές» μπορούσε να σωθεί από την ανέχεια και να μετατραπεί σε μία μοντέρνα κοινότητα.
Αλλά αν η Ματέρα είναι βιτρίνα για οτιδήποτε, αυτό είναι μάλλον ως μοντέλο εφευρετικότητας και επιμονής. Η εποχή της αθλιότητας «ήταν μόνο μια παρένθεση» στην μακρά και ιστορική ύπαρξη της, λέει ο Nicoletti.
«Δεν είναι ένας τόπος φτώχειας. Έχουμε πάνω από 150 εκκλησίες από βράχο με εκπληκτικές τοιχογραφίες. Ήμασταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2019. Έχουμε υπέροχες εγκαταστάσεις με έργα τέχνης. Και καταφέραμε να ζούμε με βιώσιμο τρόπο» καταλήγει.
3 μουσεία και 5 εστιατόρια
Αρχαιολογικό Μουσείο Domenico Ridola
Η συλλογή των αντικειμένων του αποτελεί δωρεά του ιδρυτή του και αρχαιολόγου Domenico Ridola. Βουτά στην ιστορία της ανθρώπινης εγκατάστασης στη Ματέρα από την Παλαιολιθική Εποχή έως τον Μεσαίωνα. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται και αγγεία της εποχής της Magna Graecia. Αποτελεί κομμάτι του Εθνικού Μουσείου της Ματέρα μαζί με το Μουσείο Μεσαιωνικής και Μοντέρνας Τέχνης στο εκπληκτικό Palazzo Lanfranchi.
Μουσείο- Εργαστήρι του αγροτικού πολιτισμού
Τα δωμάτια του μουσείου είναι ανακατασκευασμένα εργαστήρια και σπίτια από τη νεότερη περίοδο της ιστορίας της πόλης. Θα επισκεφθείτε τα εργαστήρια ενός, χτίστη, ενός σιδηρουργού και θα
ξεναγηθείτε στην αγροτική ζωή πριν την εκκένωση του Stassi. Επίσης θα μπορέσετε να δείτε ένα τυπικό σπίτι σε σπηλιά.
Mουσείο Σύγχρονης Γλυπτικής ΜUSMA
Τo MUSMA είναι ένα μουσείο αφιερωμένο εξολοκλήρου στη γλυπτική και φιλοξενείται σε μία σπηλιά. Παρουσιάζει την ιστορία της ιταλικής και διεθνούς τέχνης των τελευταίων δύο αιώνων και φιλοξενεί περίπου 500 έργα.
Τrattoria del Caveoso
Το εστιατόριο ειδικεύεται σε παραδοσιακά πιάτα με τοπικά προϊόντα οπότε εδώ να περιμένετε τα τυριά της περιοχής αλλά και συνταγές με φρέσκα ζυμαρικά.
Vitantonio Lombardo Ristorante
Ο σεφ Vitantonio Lombardo έφερε το πρώτο αστέρι Michelin στην πόλη με ένα μενού εμπνευσμένο από την ιστορία της πόλης. Επιλέξτε το menu γευσιγνωσίας που συνοδεύεται και με wine pairing.
Regiacorte
H νεανική ομάδα πίσω από αυτό το upscale εστιατόριο στο Sassi δεν φοβάται να δημιουργήσει μοντέρνα πιάτα που χορταίνουν το μάτι και το στομάχι,.
La Lopa
Το αρνί και τα μάγουλα μαύρου χοίρου είναι μερικά από τα κλασικά τοπικά πιάτα που σερβίρονται σε αυτό το μικρό εστιατόριο, αλλά δεν πρέπει να παραλείψετε και τις επιλογές από τον κήπο λαχανικών του.
Crialoss
Τα γραφικά σημεία για δείπνο στη Ματέρα δεν είναι τόσο συνηθισμένα όσο ίσως φαντάζεστε καθώς οι μεγάλες κατοικίες του 17ου αιώνα χτίστηκαν με τη λογική να βλέπουν τις πλατείες, στρέφοντας στην κυριολεξία την πλάτη τους στα Sassi. Αυτό κάνει την πανοραμική θέα από τη βεράντα αυτού του μπιστρό ακόμα πιο ιδιαίτερη. Στο μενού περιλαμβάνονται γλυκά με τυρί ρικότα και πιάτα με διάφορα αλλαντικά τα οποία μπορείτε να μοιραστείτε.
Πώς θα πάτε
Η Ματέρα απέχει περίπου μία ώρα από το Μπάρι, μία πόλη που συνδέεται με απευθείας πτήσεις από την Αθήνα.