Κτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο και θεωρείται ο αρχαιότερη Μονή της Ελλάδας, μαγνητίζοντας τα βλέμματα των χιλιάδων προσκυνητών, καθώς δεσπόζει «κολλημένη» στο βράχο.
Ο λόγος για το Μέγα Σπήλαιο, το ιστορικό μοναστήρι των Καλαβρύτων που αποτελεί πνευματική όαση για τους πιστούς και ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας.
Η Μονή βρίσκεται 10 χλμ. βορειανατολικά των Καλαβρύτων κοντά στο δρόμο που ενώνει την Εθνική Οδό Πατρών – Αθηνών με τα Καλάβρυτα, και είναι κτισμένη στο άνοιγμα ενός μεγάλου φυσικού σπηλαίου (απ΄ όπου και το όνομα της) της οροσειράς του Χελμού, επάνω από την απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού, σε υψόμετρο περίπου 900 μέτρων, καθώς και σε κοντινή απόσταση και ψηλότερα του χωριού Κάτω Ζαχλωρού.
Το οκταώροφο συγκρότημα της Μονής κόβει την ανάσα σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό τοπίο της περιοχής. Το καθολικό της Μονής σκαμμένο στο βράχο, είναι ναός σταυροειδής, εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κυρίως ναός έχει τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η ιστορία της Μονής
Η ιστορία της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου αρχίζει με το θαυμαστό τρόπο της ανεύρεσης της Ιεράς Εικόνας. Δύο αδελφοί από την Θεσσαλονίκη, Συμεών και Θεόδωρος, διακρινόμενοι για την μόρφωση και την ευσέβειά τους, αφού ασκήθηκαν στα όρη Όλυμπος, Όσσα και Πήλιο, μετέβησαν στο Άγιο Όρος για να γνωρίσουν φωτισμένους ησυχαστές και άνδρες της ερήμου. Από εκεί πήγαν στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν όλα τα μέρη που περπάτησε ο Σωτήρας μας. Ενώ οι δύο αδελφοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο καθένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα και να βρουν την Ιερή Εικόνα της Παναγίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Ύστερα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Όταν την πλησίασαν, η Ευφροσύνη τους προσκύνησε με σεβασμό και ανέφερε τα ονόματά τους. Στην συνέχεια, τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια «Θεία Βουλή», και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία.
Η Ιερή Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο, ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν το ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Ακολούθως, οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρό ναό και μερικά μικρά κελιά με την συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Αρκετοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά – σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πολυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη.
Ο αρχικός ναός σωζόταν μέχρι το 1934, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιουσία της Μονής περιλαμβάνονταν ακίνητα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, και μεγάλες εκτάσεις στην Αχαΐα και την Ηλεία, τα λεγόμενα “Μετόχια”. Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934. Πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων φέρεται να ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από καταστροφική πυρκαγιά.
Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα.
Τότε ο ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ’ αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.
Δέχθηκε πολλές επιθέσεις, αλλά ποτέ δεν κατακτήθηκε
Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827.
Την 21η Ιουνίου οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης, υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, κάλεσαν τους μοναχούς να του παραδώσουν το Μοναστήρι γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει έυγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος».
Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. … αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. …».
Και πραγματικά ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε και την υποστήριξη Ελλήνων προσκυνημένων υπό τον Νενέκο, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί μετά από σκληρή μάχη στις 24 Ιουνίου, χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο. Το μοναστήρι όπου είχαν βρει καταφύγιο και πολλοί άμαχοι, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και μετά την σύγκρουση είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες εν αντιθέσει με το ελληνικό στρατόπεδο. Μετά την έκβαση της μάχης που ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες, οι κατακτητές αποχώρησαν από την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων.
Στο Σχολαρχείο που λειτουργούσε στη Μονή φοίτησε το 1895 ο τότε Γεώργιος Παρασκευόπουλος, ο οποίος αγιοκατατάχθηκε (Άγιος Γερβάσιος των Πατρών) στις 16 Νοεμβρίου 2023, μετά από απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου.
Στους νεότερους χρόνους, η Μονή καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της. Το Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.
Παρ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, μετά από κάθε καταστροφή ή πυρκαγιά ανεγειρόταν καλύτερη. Tο 1979 ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής ο μακαριστός Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Θεοδωρόπουλος (εκοιμήθη 24/11/2012). Τότε η Μονή από «ιδιόρρυθμος» έγινε «Κοινόβιος», ώστε απερίσπαστοι οι μοναχοί να υπηρετούν την Παναγία, στην υπηρεσία της οποίας έταξαν τους εαυτούς τους.
Οι πνευματικοί θησαυροί της Μονής
Η εικόνα της Παναγίας Μεγαλοσπηλαιωτίσσης: Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής κατέχει η Θαυματουργή Ιερή Εικόνα της «Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας», που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα). Εκτιμάται ότι μαζί με το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων την χάρισε ο Απόστολος Λουκάς στο πνευματικό του τέκνο, τον ηγεμόνα της Αχαΐας Θεόφιλο. Εκείνος δε την κληροδότησε στους απογόνους του. Κατά την εποχή των διωγμών, αυτοί την έκρυψαν στο Σπήλαιο. Όταν αυτοί πέθαναν ή φονεύθηκαν διά την Πίστη τους, παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά θαυμαστό τρόπο από την Αγία Ευφροσύνη. Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Φέρει εσθήτα χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί.
Το σώμα της είναι εστραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κρατεί το Ευαγγέλιο. Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερις γωνίες της εικόνας βρίσκονται δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.
Παράλληλα, στο Κειμηλιαρχείο της Μονής υπάρχουν πολλά ιερά κειμήλια: σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, διάφοροι σταυροί ευλογίας, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες κ.α. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων από τους αδελφούς Αδραβιδιώτη.
Επιπλέον, στο παρεκκλήσιο των Κτιτόρων Συμεών Θεοδώρου και Ευφροσύνης, υπάρχουν πολλές λειψανοθήκες με Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων, οι τίμιες Κάρες των ιδρυτών της Μονής καθώς και τμήμα του ιερού Λειψάνου του Αγίου Χαραλάμπους (άφθαρτο αριστερό χέρι σε στάση ευλογίας)
Η πρόσβαση στη Μονή σήμερα είναι εύκολη: στην Εθνική οδό Αθηνών – Πατρών, μετα την Ακράτα στην έξοδο της Πούντας ακολουθούμε το δρόμο προς Καλάβρυτα. Μετά από 25 χιλ. φθάνουμε στη Ιερά Μονή. Επίσης από το Διακοπτό με το εντυπωσιακό τρενάκι, τον οδοντωτό, διασχίζοντας το απείρου κάλλους φαράγγι του Βουραϊκού, φτάνει ο επισκέπτης στα Καλάβρυτα και από εκεί με ταξί σε δέκα λεπτά βρίσκεται στη Ιερά Μονή.
Τέλος, η Ιερά Μονή εορτάζει καί πανηγυρίζει κατά τις εξής ημερομηνίες: Την 15η Αυγούστου (Κοίμησις Υπεραγίας Θεοτόκου). Την 14η Σεπτεμβρίου (Ύψωσις Τιμίου Σταυρού) καθώς και την 18η Οκτωβρίου (Εορτή Αγίου Ενδόξου καί Αποστόλου Λουκά καί των Κτιτόρων Συμεών, Θεοδώρου και Ευφροσύνης, όπου τελείται Ιερά Αγρυπνία).