Αθρόες οι εισαγωγές από την Κίνα και η ανάμειξη με υποκατάστατα με βάση το ρύζι ή αμυλοσιρόπια, ακόμη και τοξικά χρώματα
Το μέλι παραμένει δημοφιλές – ιδίως ανάμεσα σε αυτούς που ακολουθούν υγιεινή διατροφή – ακριβώς επειδή δεν είναι ένα βιομηχανικό προϊόν. Για να έχουμε μέλι όμως χρειαζόμαστε μελίσσια, μελισσοκόμους, αλλά και αναζήτηση των περιοχών όπου μπορεί να γίνει παραγωγή, κάτι που συνεπάγεται επιπλέον κόστος.
Ταυτόχρονα, η παραγωγή του μελιού στη χώρα μας δεν καλύπτει τη ζήτηση. Αυτό το κενό στην εγχώρια αγορά είναι που αποπειρώνται να καλύψουν «παραγωγοί» υποκύπτοντας στον διπλό πειρασμό της νοθείας και της «ελληνοποίησης» εισαγόμενου μελιού, υποβαθμίζοντας το προϊόν που φτάνει στον καταναλωτή αλλά και πλήττοντας την εγχώρια μελισσοκομία.
ΟΜΣΕ: Η πικρή ιστορία με το νοθευμένο εισαγόμενο «μέλι»
Από τους πρωταθλητές της νοθείας
Το μέλι που οι καταναλωτές βρίσκουν στα ράφια διαφημίζεται συνηθέστερα ως «ελληνικό προϊόν», με τα συστατικά να αναγράφονται στο πίσω μέρος της συσκευασίας. Οταν όμως πρόκειται για προϊόν μικρότερων παραγωγών αυτή η… πολυτέλεια δεν υπάρχει και η ποιότητα επαφίεται στη φερεγγυότητα του μελισσοκόμου. Στην πράξη, ωστόσο, το μέλι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 10 τρόφιμα που υπόκεινται πιο συχνά σε νοθεία. Η ανάμειξη γίνεται με υποκατάστατα με βάση το ρύζι ή αμυλοσιρόπια.
Οπως αναφέρει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», η Χρυσούλα Τανανάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Εργαστηρίου Μελισσοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «υπάρχει νοθευμένο μέλι που περιέχει ποσότητες σιροπιού με μεγάλες περιεκτικότητες σε φρουκτόζη και στο οποίο προστίθενται ακόμη άρωμα και χρώμα». «Πριν από δύο χρόνια έχει βρεθεί καραμελόχρωμα, που είναι τοξικό», σπεύδει να προσθέσει ο Βασίλης Αλιχός, γραμματέας του Μελισσοκομικού Συλλόγου Αχαΐας.
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Λεχουρίτης, πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών, υπογραμμίζει πως υπάρχουν «συστήματα σύγχρονης τεχνολογίας που αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, ενώ η νόθευση είναι τόσο μεγάλη που ο κόσμος δεν μπορεί να προστατευτεί».
Κατά την τελευταία τριετία 2020-2022 πραγματοποιήθηκαν στα εργαστήρια της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του κράτους εργαστηριακοί έλεγχοι 548 δειγμάτων μελιών, τα οποία προσκομίστηκαν από διάφορες αρχές. Από αυτά, τα 110 χαρακτηρίστηκαν «μη κανονικά» για διάφορες παραμέτρους και τα 14 από τα «μη κανονικά» δείγματα μελιών αποδείχθηκαν νοθευμένα.
Ο ΕΦΕΤ την περίοδο 2019-2022 διενήργησε 165 ελέγχους και έλαβε προς εξέταση 387 δείγματα, εκ των οποίων τα 325 δείγματα ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο προγραμμάτων ποιότητας και νοθείας και τα υπόλοιπα 62 ελήφθησαν στο πλαίσιο έκτακτων ελέγχων έπειτα από καταγγελίες από τις αρμόδιες Αρχές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε αυτά εντοπίστηκαν και πέντε περιπτώσεις μελιών νοθευμένων με εξωγενή σάκχαρα.
Παράλληλα, ερευνήθηκαν από τον ΕΦΕΤ επτά επιχειρήσεις επεξεργασίας, τυποποίησης και εμπορίας, εκ των οποίων τρεις θεωρήθηκαν, βάσει των αποτελεσμάτων των αναλύσεων, ύποπτες για απάτη ή συνέργεια σε απάτη. Το φαινόμενο της νοθείας στο μέλι, βέβαια, δεν είναι μόνο ελληνικό. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από τα 320 δείγματα που ελέγχθηκαν από τις αρμόδιες Αρχές των χωρών που συμμετείχαν, τα 147 (46%) κρίθηκαν ύποπτα.
Εισαγωγές αμφιβόλου ποιότητας
Οπως εξηγεί ο Βασίλης Αλιχός, «το μέλι που παράγεται εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν επαρκεί, γι’ αυτό γίνονται εισαγωγές από τρίτες χώρες». Η χώρα από την οποία εισάγεται η μεγαλύτερη ποσότητα μελιού στην Ελλάδα είναι η Κίνα. Σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, κατά τη χρονική περίοδο 2020-2023 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 72 εισαγωγές μελιού από την Κίνα, συνολικής αξίας 2.679.951 ευρώ και καθαρής μάζας 1.991.174 κιλών, μέσω του Γ’ Τελωνείου Εισαγωγής Πειραιά και του Α’ Τελωνείου Εισαγωγών-Εξαγωγών Θεσσαλονίκης.
Το πρόβλημα με τις αθρόες εισαγωγές μελιού από την ασιατική χώρα είναι ότι δεν μπορεί να πιστοποιηθεί εκ των προτέρων και με σιγουριά η ποιότητα του προϊόντος. Μάλιστα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο εκτιμάται ότι στο 74% των ποσοτήτων που εισάγονταν από την Κίνα υπάρχει υποψία νοθείας.
Την κατάσταση δυσχεραίνει περαιτέρω η αδυναμία καταγραφής της ακριβούς προέλευσης των εισαγόμενων ποσοτήτων, γεγονός που εκμεταλλεύονται όσοι προχωρούν σε «ελληνοποιήσεις». Οπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος Αναστάσιος Ποντίκης, «το μέλι που εισάγεται από την Κίνα περνάει από μεμβράνες και με τον τρόπο αυτόν αφαιρούνται οι γυρεόκοκκοι που μπορούν να «προδώσουν» την προέλευσή του».
Νοθευμένα προϊόντα και στα ράφια των σουπερμάρκετ
Ολα τα παραπάνω, όπως είναι αναμενόμενο, έχουν γεννήσει ανησυχία στους καταναλωτές, καθώς είναι πλέον αδύνατο να γνωρίζουν με βεβαιότητα εάν αυτό που αγοράζουν είναι όντως… μέλι. Οπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Στρατής Ταξείδης, γεωπόνος του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Λέσβου, περιστατικά νοθείας έχουν διαπιστωθεί ακόμη και στα ράφια των αλυσίδων σουπερμάρκετ, «με τον καταναλωτή να παραπλανάται, αφού πληρώνει κάτι που δεν ανταποκρίνεται στη νομοθεσία της χώρας μας».
Από τη μεριά του, ο Ανδρέας Μπέκας, τεχνολόγος Γεωπονίας, υποστηρίζει πως «ο μόνος τρόπος ο καταναλωτής να αποφύγει τις παγίδες είναι να προμηθεύεται μέλι από παραγωγούς που γνωρίζει προσωπικά και εμπιστεύεται». Ομως, ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή Σωτήρης Αναγνωστόπουλος έχει διαφορετική άποψη: «Ο καταναλωτής πρέπει να προσέχει διπλά όταν προμηθεύεται χύμα μέλι. Μόνο για τα συσκευασμένα προϊόντα μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα από πού προέρχονται».
Από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τέλος, επισημαίνουν ότι για την αντιμετώπιση των φαινομένων νοθείας στο μέλι θεσπίστηκε το Εθνικό Μελισσοκομικό Μητρώο και η Ατομική Ψηφιακή Μελισσοκομική Ταυτότητα. Ενα επιπλέον εργαλείο είναι η ψηφιακή υπηρεσία e-honey, που αποτυπώνει βήμα-βήμα την πορεία του προϊόντος στην αλυσίδα παραγωγής, στο πλαίσιο της εφαρμογής συστήματος ιχνηλασιμότητας των μελισσοκομικών παραγώγων.