Η κρίση στη Μέση Ανατολή μοιάζει με μια πληγή που δεν επουλώνεται ποτέ, αλλά αντίθετα βαθαίνει και απλώνεται, επηρεάζοντας όχι μόνο την περιοχή αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Η πιθανή πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αποτελεί σημείο καμπής, όχι μόνο για τις γεωπολιτικές ισορροπίες αλλά και για το ήδη επιδεινωμένο προσφυγικό ζήτημα. Τα σύνορα γίνονται περάσματα πόνου και ελπίδας, καθώς χιλιάδες άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο μακριά από τις σκιές του πολέμου, μετατρέποντας τη μετακίνηση πληθυσμών σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας. Μέσα από τα συντρίμμια, αναδύονται ερωτήματα που μας αφορούν όλους: πώς επηρεάζουν αυτές οι εξελίξεις τη Γηραιά Ήπειρο ;
Γράφει Ο Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης
Η μουσουλμανική παρουσία στην Ευρώπη είναι ένα ζήτημα που ταλανίζει τις κοινωνίες της ηπείρου εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Από τη μια πλευρά, η ένταξη των μουσουλμάνων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ενσωματώνει πληθυσμούς που προσφέρουν μια πολιτισμική ποικιλία, η οποία μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μιας πιο πολυπολιτισμικής Ευρώπης. Από την άλλη, όμως, οι κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αξίες έχουν αναδείξει ζητήματα που δημιουργούν προβληματισμό και ανησυχία.
Η εσωτερική διάρθρωση του ευρωπαϊκού Ισλάμ παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανολοκλήρωτη. Η παρουσία μουσουλμάνων στην Ευρώπη είναι σε μια συνεχιζόμενη διαδικασία ένταξης, που δεν περιορίζεται μόνο στην κοινωνική και πολιτική διάσταση, αλλά επεκτείνεται και στην πολιτιστική και θρησκευτική. Ειδικά για τις μουσουλμανικές κοινότητες που είναι κυρίως λαθρομετανάστες ή πρόσφυγες, το ζήτημα της πλήρους αποδοχής και ένταξής τους στην ευρωπαϊκή κοινωνία είναι ακανθώδες και γεμάτο προκλήσεις. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα: Μπορούν οι μουσουλμάνοι να συνυπάρξουν πλήρως με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινότητες, διατηρώντας ταυτόχρονα τα θρησκευτικά τους έθιμα και παραδόσεις;
Η ένταση αυτή είναι φανερή στην επιμονή ορισμένων μουσουλμανικών ομάδων να επιβάλουν τον τρόπο ζωής τους στις χώρες υποδοχής. Η επιβολή της σαρία ή η προώθηση αυστηρών παραδόσεων, όπως οι κλειτοριδεκτομές και η διάκριση κατά των ομοφυλόφιλων, αναδεικνύουν την κεντρική σύγκρουση. Ειδικά όταν πρόκειται για ακραίες πρακτικές, όπως το “Bacha Bazi” (η καταγγελλόμενη βία κατά μικρών αγοριών), η οποία θεωρείται πέρα από κάθε ανθρώπινη και κοινωνική αποδοχή, αναδύεται το ερώτημα: Έχει η Ευρώπη την ευθύνη να αποδεχτεί αυτές τις πρακτικές υπό την ομπρέλα της θρησκευτικής ελευθερίας, ή πρέπει να θέσει σαφή όρια προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών της;
Η αντίφαση είναι ιδιαίτερα εμφανής όταν συγκρίνουμε τις συνθήκες στις μουσουλμανικές χώρες με τις συνθήκες στις δυτικές κοινωνίες. Πώς θα αντιδρούσαν οι μουσουλμάνοι εάν ένα άτομο από τη Δύση εισήλθε στη χώρα τους και παραβίασε θρησκευτικούς κανόνες ή ηθικούς περιορισμούς; Ένα παράδειγμα είναι το γεγονός ότι σε πολλές μουσουλμανικές χώρες η δημοσίευση, κατανάλωση αλκοόλ ή η δημόσια έκφραση της ομοφυλοφιλίας μπορεί να οδηγήσει σε αυστηρές ποινές. Ενώ στη Δύση, οι ίδιες αυτές πρακτικές θεωρούνται ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, στην ισλαμική παράδοση αποτελούν παραβάσεις που απαιτούν αυστηρές τιμωρίες.
Η Ευρώπη, ως δημοκρατική και πολυπολιτισμική κοινωνία, πρέπει να αναρωτηθεί: Ποιες αξίες πρέπει να υπερασπιστεί; Η ελευθερία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή η ανάγκη για κοινωνική συνοχή που απαιτεί τον σεβασμό των πολιτιστικών και θρησκευτικών παραδόσεων των μουσουλμανικών κοινοτήτων; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Από τη μία, η ενσωμάτωση και η αποδοχή του Ισλάμ στην Ευρώπη μπορεί να ενισχύσει την πολυπολιτισμικότητα και την αμοιβαία κατανόηση. Από την άλλη, η επιβολή αξιών και πρακτικών που δεν συμβαδίζουν με τις δημοκρατικές αρχές της Ευρώπης εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων και την ασφάλεια των κοινωνιών.
Ο κοινωνιολόγος Max Weber έχει αναφερθεί στην έννοια της “πολιτισμικής διαφοροποίησης” ως βασικό στοιχείο στην εξέλιξη των κοινωνιών, σημειώνοντας ότι η ένταξη διαφορετικών πολιτισμών μέσα σε μια κοινή κοινωνία απαιτεί από τους ανθρώπους να προσαρμοστούν και να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στις παραδόσεις τους και τις νέες κοινωνικές δομές. Η σύγκρουση αξιών μεταξύ των πολιτισμών γίνεται πιο εμφανής όταν τα όρια αυτής της ισορροπίας αμφισβητούνται ή δεν γίνονται κατανοητά από όλους τους εμπλεκόμενους.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Karl Popper ανέφερε ότι η κοινωνία πρέπει να είναι ανοιχτή και ανεκτική, αλλά πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των αξιών που προάγουν την αμοιβαία κατανόηση και εκείνων που θέτουν σε κίνδυνο τη βασική κοινωνική συνοχή και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: Πώς μπορούν να συνυπάρξουν αυτές οι αντιφατικές αξίες χωρίς να απειληθεί η κοινωνική ειρήνη και η δημοκρατική τάξη στην Ευρώπη;
Το ερώτημα που μένει ανοιχτό, λοιπόν, είναι αν η Ευρώπη μπορεί να διατηρήσει τη φιλοσοφία του ανοικτού κοινωνικού κράτους, παραμένοντας πιστή στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή αν θα αναγκαστεί να εφαρμόσει αυστηρότερους περιορισμούς σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τις κοινωνίες της από τις πολιτισμικές και θρησκευτικές αντιφάσεις που ενδέχεται να υπονομεύσουν την κοινωνική συνοχή.