Στόχος του δισεκατομμυριούχου Jim Koch είναι να επενδύει στο χρηματιστήριο χωρίς να αφιερώνει το μέγιστο της προσοχής του σε αυτό. Ο 74χρονος ιδρυτής της Boston Beer Co., γνωστής για τις μπύρες Sam Adams, προτιμά να περνά τον χρόνο του πειραματιζόμενος με τα προϊόντα της ζυθοποιίας.
“Δεν πιστεύω ότι έχω πιθανότητες να ξεγελάσω τους επαγγελματίες επενδυτές”, λέει ο Koch. “Τα παιδιά μου λένε, ‘Μήπως να επενδύσουμε στην τάδε μετοχή’; Και τους απαντώ: ‘Όχι. Να θυμάστε πως όταν αγοράζετε μια μετοχή, υπάρχει κάποιος στην άλλη πλευρά της συναλλαγής που πουλάει. Και το πιθανότερο είναι να έχει περισσότερες και καλύτερες πληροφορίες από εσάς’”.
Αντί να πάει με το ρεύμα της αγοράς, ο Koch προτιμά την τυχαία διαφοροποίηση και τη “μηδενική δέσμευση”. Τις συναλλαγές των μετοχών του δεν τις κάνει ο ίδιος ούτε κάποιος χρηματιστής, αλλά η επί χρόνια βοηθός της συζύγου του, την οποία το ζευγάρι προσέλαβε ως μπέιμπι-σίτερ πριν 20 χρόνια όταν εκείνη σπούδαζε στο κολέγιο. Κάθε δύο εβδομάδες, φτιάχνει μια λίστα με μετοχές που έχουν κινηθεί πτωτικά και επιλέγει αυθαίρετα μία μετοχή από έναν προκαθορισμένο κατάλογο δεικτών – μεταξύ των οποίων, ο S&P 500 και ο Russell 2000.
Ο Koch επισημαίνει ότι αυτή η στρατηγική έχει ξεπεράσει τις επιδόσεις των περισσότερων χαρτοφυλακίων, ενώ απαιτεί λιγότερη εργασία. “Δεν θέλω να ανησυχώ γι’ αυτό”, εξηγεί. “Είναι βαρετό. Είναι ενοχλητικό”. Προτιμά να αφιερώνει τον χρόνο του στη διοίκηση της εταιρείας που ίδρυσε το 1984 και το 2022 είχε έσοδα ύψους 2,1 δισ. δολαρίων. Ο απόφοιτος του Χάρβαρντ παραιτήθηκε από τη δουλειά του ως σύμβουλος και άρχισε να παρασκευάζει μπύρα στην κουζίνα του την ίδια χρονιά, χρησιμοποιώντας μια συνταγή του προ-προπάππου του από το 1870. Χάρη σε κάποιες συνθήκες που μείωναν το κόστος, όπως η χρήση καρτοτηλεφώνων αντί για τηλεφωνική γραμμή γραφείου και η διανομή της μπύρας σε όλη τη Βοστώνη από τον ίδιο τον Koch, η Koch’s Boston Beer ήταν κερδοφόρα από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της.
H “σπιτική” μπύρα μετρούσε πολλές δεκαετίες ζωής προτού ασχοληθεί ο Koch με το αλκοόλ στα 30 κάτι του χρόνια. Ως παιδί στο Σινσινάτι, πουλούσε εφημερίδες. Αποταμίευε τα χρήματά του και σε ηλικία 12 ετών αγόρασε την πρώτη του μετοχή. Η επιλογή του ήταν η Procter & Gamble, μια εταιρεία που εμπορεύεται προϊόντα όπως τα Pampers, τα Cascade και τα Tide.
Ο Koch αγόρασε δύο μετοχές της P&G από έναν χρηματιστή που, όπως λέει, του χρέωσε μια “εξωφρενική” προμήθεια. Δεν τις πούλησε ποτέ: “Θα τις δώσω στον εγγονό μου”. Έχει ακόμα το χαρτί του χρηματιστή.
Αυτή η μετοχή τού κόστισε 140 δολάρια, περίπου 1.400 δολάρια σε σημερινά χρήματα, και έκτοτε διασπάστηκε σε 128 μετοχές συνολικής αξίας 20.000 δολαρίων, 14 φορές πάνω από την αρχική αξία της επένδυσης. (Έχει επανεπενδύσει όλα τα μερίσματα.) Συγκριτικά, ο S&P 500 –προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό– έχει ενισχυθεί κατά περίπου 8 φορές από το 1962.
Αυτά τα κέρδη διαψεύδουν ότι ο Koch δεν είχε στόχο να αυξήσει την περιουσία του μέσω του χρηματιστηρίου. Ο ίδιος λέει ότι θέλει να χρησιμοποιήσει τις μετοχές για να διατηρήσει την περιουσία του. “Κερδίζεις χρήματα συγκεντρώνοντας περιουσιακά στοιχεία με ρίσκο. Για να διατηρήσεις τον πλούτο σου, διαφοροποιείς το ρίσκο”, εξηγεί, προσθέτοντας ότι τα χρήματά του τα κερδίζει μέσω της Boston Beer. Η τακτική του έχει λειτουργήσει: το Forbes εκτιμά ότι η αξία του Koch ανέρχεται σήμερα στα 1,6 δισ. δολάρια.