Ειδικές αφορμές σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν πάντοτε – και είναι καθοριστικές. Λ.χ. στη Γερμανία βαραίνει η ανάγκη να κλείσει ο προϋπολογισμός με τις επιβεβλημένες από το Συνταγματικό Δικαστήριο περικοπές των 40 δισ. ευρώ, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η κατάργηση της επιδότησης του αγροτικού ντίζελ. Στην Ολλανδία, όπου οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται σε κινητοποίηση μήνες τώρα, ο καταλύτης ήταν η κυβερνητική πρωτοβουλία συρρίκνωσης της αγελαδοτροφίας, ώστε να περιορισθούν οι εκπομπές αζώτου. Στην Γαλλία “πέτρα του σκανδάλου” αποτελούν οι απαγορεύσεις σε φυτοφάρμακα και στην Ισπανία ο περιορισμός της επιτρεπόμενης άντλησης νερού από τα ποτάμια.
Όμως ο παρατηρούμενος αγροτικός αναβρασμός ανά την Ευρώπη δεν οφείλεται σε απλή χρονική σύμπτωση προβλημάτων που προκύπτουν ανεξάρτητα σε κάθε χώρα. Οι Ευρωπαίοι αγρότες δυσφορούν πρωτίστως σε σχέση με ό,τι έχουν κοινό – αρχής γενομένης από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ε.Ε.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική υπήρξε ένα από τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στην οποία η τότε ΕΟΚ διοχέτευε το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της. Αποτελούσε και αυτό αποτύπωση του ειδικού πολιτικού βάρους της Γαλλίας, η οποία μέχρι σήμερα διατηρεί τον μεγαλύτερο αγροτικό κλάδο πανευρωπαϊκά.
Χρειάστηκε άλλωστε να μεσολαβήσει η “κρίση της άδειας καρέκλας”, όταν η Γαλλία έπαψε να παρακολουθεί τις κοινοτικές συνεδριάσεις, μέχρι να καθοριστούν οι κανόνες της ΚΑΠ το 1965.
Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου απομάκρυνε την ανάγκη οικοδόμησης στρατηγικών αποθεμάτων τροφίμων, ενώ η έλευση της εποχής της παγκοσμιοποίησης κατέστησε συμφέρουσα την καταφυγή σε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από εξω-ευρωπαϊκές πηγές.
Ο προσανατολισμός της Ε.Ε. κατά τον 21ο αιώνα σε ό,τι αφορά τον αγροτικό τομέα ήταν σαφής: διοχέτευση περισσότερων κονδυλίων από την ΚΑΠ σε άλλους τομείς δράσης, μείωση του όγκου του κλάδου και συγκέντρωσή του από τις μικρές εκμεταλλεύσεις στις μεγάλες μονάδες, “στροφή στην ποιότητα” (με ενθάρρυνση των βιολογικών προϊόντων κ.ο.κ.). επίκληση νέων “πράσινων” προτεραιοτήτων.
Ακόμη και σχετικώς αποδυναμωμένη, η ΚΑΠ κινητοποιεί 387 δισ. ευρώ (εξ ών τα 19 δισ. στην Ελλάδα) για την περίοδο 2021-27, εξακολουθεί να αποτελεί τη μοναδική ευρωπαϊκή πολιτική που διαμορφώνεται και ασκείται από κοινού από όλα τα κράτη και αφορά άμεσα το 30% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ήτοι τα 137 εκατομμύρια των κατοίκων των αγροτικών περιοχών.
Σε μία Ευρώπη της οικονομίας των υπηρεσιών και της στροφής στις νέες τεχνολογίες δεν άρμοζε, ή τέλος πάντως δεν ήταν αναγκαίο, να άγχεται για το πώς θα τραφεί. Οι αλλεπάλληλες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες καταργούσαν τα σύνορα για τα αγροτικά προϊόντα όχι μόνο εντός της Ευρώπης, αλλά και με τον περίγυρό της.
Η αισιόδοξη αυτή προσέγγιση δεν προέβλεψε την σώρευση των αλλεπάλληλων κρίσεων που ζούμε τα τελευταία χρόνια, από τον “τραυματισμό” των εφοδιαστικών αλυσίδων κατά την πανδημία και τις γεωπολιτικές αναταράξεις μέχρι την ενεργειακή/πληθωριστική κρίση.
Παρά ταύτα, οι ευρωπαϊκές ελίτ επέμειναν στην οδό της γραφειοκρατικής υπερρύθμισης, συνηθέστερα με “πράσινα” επιχειρήματα, που βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας κρίσης. Με αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις από το 2013 και εξής η ΚΑΠ ενσωματώνει στο θεσμικό πλαίσιό της τις στρατηγικές που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, αφιερώνοντας το 40% του προϋπολογισμού της εφεξής σε δράσεις για το κλίμα και θεσπίζοντας την Καλή Περιβαλλοντική και Γεωργική Κατάσταση με ενισχυμένα πρότυπα.
Η ΚΑΠ διαθέτει πλέον δύο πυλώνες: ο πρώτος αφορά τις αγροτικές επιδοτήσεις περίπου όπως τις γνωρίζαμε, ενώ ο δεύτερος σχετίζεται με την ευρύτερη βιωσιμότητα των αγροτικών περιοχών, λ.χ. προωθώντας πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον και το κλίμα κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαπραγμάτευση για την ΚΑΠ είναι ακόμη ανοικτή, με την εφαρμογή μιας ενδιάμεσης συμφωνίας για τα έτη 2021-22. Η ασάφεια είναι μεγάλη – και καθοριστική.
Την ίδια ώρα οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες προχωρούσαν στο άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς στα (μη υπαγόμενα σε αντίστοιχους περιορισμούς) ουκρανικά προϊόντα, για λόγους γεωπολιτικούς, εκθέτοντας έτσι τους Ευρωπαίους αγρότες σε έναν ανταγωνισμό στον οποίο δεν θα μπορούσαν να επικρατήσουν. Ήταν ένα μοιραίο βήμα.
Από κοντά προστέθηκαν και απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως οι όλο και πιο συχνές φυσικές καταστροφές ή η εκτίναξη της τιμής των λιπασμάτων, καθώς η Ουκρανία και η Ρωσία ήσαν οι κυριότεροι παραγωγοί.
Παράλληλα, παραμελήθηκε ο κοινωνικός ρόλος της γεωργίας, δηλ. το γεγονός ότι δεν αποτελεί έναν κλάδο σαν όλους τους άλλους, παρά συγκροτεί ολόκληρες κοινότητες και συγκρατεί όσον πληθυσμό απομένει στην ύπαιθρο. Μία ύπαιθρο, η οποία λόγω της συρρίκνωσης των δημοσίων υπηρεσιών σε περιοχές όπου αυτές δεν είναι στοιχειωδώς ανταποδοτικές, χάνει τα σημεία αναφοράς της (σχολείο, τράπεζα, ταχυδρομείο) και αισθάνεται περιφρονημένη.
Εξ ού και τα συνθήματα των Ευρωπαίων αγροτών περιστρέφονται παντού γύρω από δύο τρεις συγκεκριμένους άξονες: διαφύλαξη του αφροτικού εισοδήματος, περιορισμό των ρυθμιστικών εμποδίων, προστασία από εισαγόμενα προϊόντα χαμηλότερων προδιαγραφών (και κόστους).
Δεν είναι τυχαίο ότι στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κρίση και να κατευνάσουν τους Γάλλους αγρότες ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο πρωθυπουργός του Γκαμπριέλ Ατάλ προέβησαν χθες Τρίτη σε συγκεκριμένες εξαγγελίες: εξαίρεση της Γαλλίας από κάποιους κανόνες της ΚΑΠ, καθώς “ο αγροτικός τομέας βρίσκεται στα θεμέλια της γαλλικής ταυτότητας και των γαλλικών παραδόσεων”, αναθεώρηση των κανόνων ως προς την επιβεβλημένη αγρανάπαυση του 4% της αγροτικής γης, ένταξη στις κοινοτικές προδιαγραφές των ουκρανικών προϊόντων που “αποσταθεροποιούν την ευρωπαϊκή αγορά λ.χ. στα κοτόπουλα ή τα δημητριακά”, κινητοποίηση της συζήτησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για το μέλλον του αγροτικού τομέα.
Και βέβαια το Παρίσι έσπευσε να απορρίψει στην παρούσα μορφή του το προσχέδιο εμπορικής συμφωνίας με τον συνασπισμό χωρών της Νότιας Αμερικής, Mercosur, καθώς εκφράζονται διαμαρτυρίες για λατινοαμερικαάνικο αθέμιτο ανταγωνισμό στη ζάχαρη, στα σιτηρά και στο κρέας.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία ήδη διεξάγει στις Βρυξέλλες τον κεκλεισμένων των θυρών “στρατηγικό διάλογο” με τους ενδιαφερόμενους φορείς, τον οποίο είχε υποσχεθεί κατά την ομιλία της για την Κατάσταση της Ένωσης το φθινόπωρο, μάλλον δεν θα είναι ευτυχής. Η σύναψη της συμφωνίας με τη Mercosur αποτελεί προτεραιότητα της Κομισιόν. Όμως στα δύσκολα, οι εθνικές προτεραιότητες (και άρα η πολιτική) είθισται να παίρνουν το τιμόνι.