Ο Χρήστος Μπαξεβάνης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ, Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου (Α.Π.Θ.) και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Κατέχει μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης στον κλάδο των Διεθνών Σπουδών του οικείου Τμήματος, και στον κλάδο της Ανάλυσης και Επίλυσης Διεθνών Συγκρούσεων του Πανεπιστημίου του Bradford (Η.Β.).
Διετέλεσε Πρόεδρος στις Επιτροπές Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου και συνεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως Expert (Rapporteur) με αντικείμενο τη συνεργασία με τρίτες χώρες στον τομέα της προώθησης της νόμιμης μετανάστευσης στην ΕΕ. Δίδαξε σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια της χώρας, καθώς και του εξωτερικού. Συμμετέχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια ενώ άρθρα και μελέτες του, μονογραφίες και συλλογικά έργα έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με αφορμή τις διεθνείς εξελίξεις μοιραστήκαμε τις απορίες μας σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Κ. Μπαξεβάνη, Παρατηρείται μία ιδιαίτερη ανησυχία για το κατά πόσο η Ευρώπη διαθέτει τις υποδομές για να μεταβεί προς την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση. Πώς αναμένεται να επηρεάσει το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό και την αγορά εργασίας; Υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι ή επαγγέλματα που είναι πιο επιρρεπείς σε διαταραχές;
Χρήστος Μπαξεβάνης: Στον πυρήνα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης βρίσκονται οι συντελούμενες αλλαγές στα μέσα παραγωγής και στους τρόπους προώθησης και κατανάλωσης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών που συνεπάγονται οι αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις στους τομείς της ψηφιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε νέες, επαναστατικές προσεγγίσεις σε ποικίλα επιστημονικά πεδία. Το υπό διαμόρφωση τοπίο εισάγει αναπόφευκτα νέες προσεγγίσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, καθιστώντας παρωχημένες τις ιδεολογικές πατερναλιστικές νόρμες του παρελθόντος. Οι προκλήσεις που συνεπάγονται οι τεχνολογικές εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν είτε στη διεύρυνση των ανισοτήτων είτε στην ενίσχυση της κοινωνικής χειραφέτησης και την άμβλυνσή τους.
Παράλληλα, εγείρονται ζητήματα που αφορούν την κυρίαρχη ιδεολογία, την εκπαίδευση και τη διαδικασία παραγωγής και διάχυσης της γνώσης, καθώς και το ρόλο της Πολιτείας ως εμπνευστή και ρυθμιστή της ασκούμενης πολιτικής στο πλαίσιο της 4ΒΕ. Από το 1999 έως το 2016 η τεχνολογία έφερε 23 εκατ. νέες θέσεις στην Ε.Ε. Έως το 2025, σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, 75 εκατ. θέσεις θα καταργηθούν, αλλά 133 εκατ. άλλες θέσεις θα δημιουργηθούν.
Όπως και οι προηγούμενες τεχνολογικές επαναστάσεις, έτσι και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση αναμένεται ότι θα έχει θετικό ισοζύγιο. Άρα, η χρήση νέων τεχνολογιών μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας – αυτό είναι το «φαινόμενο αντικατάστασης» αλλά μπορεί να έχει και «συμπληρωματικό αποτέλεσμα» – τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η απώλεια θέσεων εργασίας θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημιουργία νέων θέσεων, είτε στην ίδια αλυσίδα αξίας, είτε σε άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας.
Η ιδιαιτερότητα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι πως δεν προκύπτει από την εφεύρεση ενός νέου κόσμου, αλλά από τη δυνατότητα να ξεπεραστούν τα όρια των προηγούμενων. Είναι φανερό πως μία σημερινή επιχείρηση δεν μπορεί να επιβιώσει με τους κανόνες του χθες. Και αυτό ισχύει και για τον κρατικό μηχανισμό και τον ρυθμιστικό και ελεγκτικό του ρόλο. Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητά του δεν πρέπει να εκληφθεί ως σημάδι αδυναμίας.
Τουναντίον, η σύμπηξη μίας ισχυρής συμμαχίας με την επιχειρηματικότητα για την βελτίωση της ευημερίας των πολιτών και της ανταγωνιστικότητας της χώρας είναι όρος sine qua non στο σημερινό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Όσον αφορά στις δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι εργαζόμενοι του μέλλοντος, είναι, πρώτον, οι ανθρώπινες δεξιότητες που δεν μπορούν αντικατασταθούν από μηχανές και ρομπότ, όπως η συναισθηματική νοημοσύνη, η επικοινωνία, η κριτική σκέψη, η προσαρμοστικότητα και η δημιουργικότητα. Επίσης σημαντικές θα είναι οι ψηφιακές δεξιότητες, όπως ο προγραμματισμός και η ανάλυση δεδομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της Ελλάδας στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται ενόψει των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης; Είναι το κρίσιμο ερώτημα και το μεγάλο διακύβευμα της επόμενης ημέρας. Η υστέρηση της Ελλάδας στην τεχνολογία δεν αποτελεί έκπληξη, αποτελεί φυσικό επακόλουθο μιας συγκεκριμένης λανθασμένης δομής της οικονομίας και του παραγωγικού μοντέλου της Χώρας μας.
Μην ξεχνάμε ότι η 10ετής περίοδος της βαθιάς οικονομικής κρίσης οδήγησε στην αποεπένδυση, που υπολογίζεται περίπου στα 92 δισ. ευρώ. Σε αυτό το οδυνηρό φαινόμενο, το σύνολο των ευρωπαϊκών κονδυλίων (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ), που μετά βίας πλησιάζουν τα 100 δισ., ισοφαρίζουν στην καλύτερη περίπτωση την προϋπάρχουσα αποεπένδυση και αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γίνει παραγωγική απορρόφηση των κονδυλίων, τα οποία στη συνέχεια θα «κατέβουν» στον ιδιωτικό τομέα, θα υπάρξει δηλαδή ουσιαστική μόχλευση. Σε κάθε περίπτωση, απέναντι σε μία μόνιμη και στείρα άρνηση, σχεδόν μονότονη, απέναντι σε όλα, ιδίως απέναντι σε κάθε τι καινούργιο, να αντιτάξουμε έναν θετικό λόγο, με επιχειρήματα και προτάσεις, επεξεργασμένες, ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες.
Μια Εθνική Στρατηγική πέρα και πάνω από κομματικές και παραταξιακές «ταμπέλες» και επίπλαστους διαχωρισμούς. Ο κόσμος προχωρά και η ζωή εξελίσσεται. Για αυτό και η εμμονή σε αναφορές του παρελθόντος δεν αφορά κανένα. Αν κάτι τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα είναι μια «Επανάσταση της Κοινής Λογικής». Η έκβαση θα κριθεί από τις πολιτικές επιλογές που θα κάνουμε σε Ελλάδα και ΕΕ. Το αύριο πάντως είναι ήδη εδώ.
Άρα, η χρήση νέων τεχνολογιών μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας – αυτό είναι το «φαινόμενο αντικατάστασης» αλλά μπορεί να έχει και «συμπληρωματικό αποτέλεσμα» – τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Πώς επηρέασε η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) το ρόλο και τη συμβολή της σε παγκόσμια ζητήματα;
Χρήστος Μπαξεβάνης: Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει κατοχυρώσει μεταπολιτευτικά ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο. Τις ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που λήφθηκαν μετά το 1974 και για μισό αιώνα ισχύον ανεξαρτήτως της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην αρχή και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, έδωσε τη δυνατότητα να διευρύνει τόσο τους ορίζοντες της εξωτερικής πολιτικής της όσο και την ατζέντα των ζητημάτων ελληνικού ενδιαφέροντος, ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου.
Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, η χώρα μας έχει συνδέσει το μέλλον της θεσμικά και πολιτικά με μια ομάδα αναπτυγμένων οικονομιών και εδραιωμένων δημοκρατιών. Η Ελλάδα μετέχει στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία στον σκληρό πυρήνα της ολοκλήρωσης που είναι η ζώνη του ευρώ και όλες οι κινήσεις της συνδέονται, ευτυχώς, με αυτή την στρατηγική επιλογή της. Ευρισκόμενη όμως σ’ ένα ευαίσθητο στρατηγικό τμήμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα γειτονεύει με τις ασταθείς περιοχές των Βαλκανίων και της Μεσογείου και αντιμετωπίζει μια ουσιαστική απειλή από τη γειτονική τους Τουρκία. Δεν αρκεί σήμερα η απλή συμμετοχή της χώρας μας σε έναν συνασπισμό (π.χ. ΝΑΤΟ ή ΕΕ).
Είναι απαραίτητη η ενεργητική συμμετοχή σε αυτόν, καθώς και η ανάπτυξη πρωτοβουλιών που θα δίνουν την ευκαιρία στη χώρα να ξεφεύγει από τη λογική της τυπικής παρουσίας σε μια ομάδα κρατών. Η ένταξή μας στους διεθνείς συσχετισμούς συναρτάται στενά από τον συνδυασμό μιας δυναμικής και ουσιαστικής εμπλοκής στο διεθνές σύστημα και μιας ισχυρής οικονομίας που θα στηρίζεται σε μια σύγχρονη κοινωνία, η οποία θα επαγρυπνεί για τα μεγάλα εθνικά συμφέροντα.
Παράλληλα, η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει τις σχέσεις της με όλους τους σημαντικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα τις διμερείς σχέσεις με συμμάχους και εταίρους. Πέραν των εταίρων και συμμάχων, απαραίτητη είναι η επιδίωξη διεύρυνσης των σχέσεων με χώρες με τις οποίες υπάρχουν παραδοσιακοί δεσμοί και συμφέροντα. Επίσης πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο οι σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής, όπως επίσης και με τις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομικές δυνάμεις της Ασίας, της Ωκεανίας, της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Αφρικής.
Σήμερα βρισκόμαστε σ’ ένα διεθνές πολιτικό σύστημα ριζικών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων, το οποίο αναζητεί τη νέα ισορροπία του. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, οι αναταραχές στο διεθνές εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ο πληθωρισμός που καλπάζει, η πανδημία και η εντεινόμενη κλιματική αλλαγή, συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε το ΝΑΤΟ στο να αποκτήσει και πάλι ένα αποτύπωμα στην Ευρώπη απαραίτητο για την ασφάλεια της προς το παρόν τουλάχιστον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δική της πλευρά ενισχύει τη συνοχή της και αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες στο στρατηγικό και αμυντικό επίπεδο. Αυτό λοιπόν το πολυκεντρικό σύστημα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου απαιτεί από την Ελλάδα περισσότερες ευθύνες και πρωτοβουλίες απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον σκληρό πυρήνα της ενοποιητικής διαδικασίας όπως το είχε καταφέρει και στο παρελθόν με την ένταξή της την ευρωζώνη.
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Η Ελλάδα έχει τη δυναμική να διατηρεί τις ισορροπίες στα βαλκάνια ή οι βαλκανικές χώρες ακολουθούν τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων;
Χρήστος Μπαξεβάνης: 20 χρόνια μετά την ιστορική «Σύνοδο της Θεσσαλονίκης», που είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες για την ένταξη των βαλκανικών χωρών στην ΕΕ, μπορεί κανείς με ευκολία να διαπιστώσει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση ολιγώρησε στο θέμα της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων ενώ η Ελλάδα που θα μπορούσε να έχει ηγετικό ρόλο, από το 2010 και μετά, υπό το βάρος της κρίσης, οδηγήθηκε σε μια βίαιη απο επένδυση από τα βαλκάνια που συνοδεύτηκε από απώλεια κύρους και επιρροής. Επιπλέον τα «ιστορικά» προβλήματα του παρελθόντος, που υπέβοσκαν, ξαναήρθαν στην επιφάνεια και το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε έσπευσαν να καλύψουν «τρίτες» χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία αλλά και η Κίνα. Η κατάσταση, ωστόσο, σήμερα, είναι πολύ διαφορετική.
Η ΕΕ (και η Δύση γενικότερα), υπό την πίεση του πολέμου στην Ουκρανία, έχει εστιάσει ξανά το ενδιαφέρον της στην περιοχή, ενώ και η χώρα μας επανέκτησε σε μεγάλο βαθμό τη θέση και την επιρροή της. Η Ελλάδα επιστρέφει, βγαίνοντας από την κρίση και ανακτά πλέον τον ηγετικό της ρόλο στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Αρκεί και μόνο να αναφερθεί κανείς, μεταξύ άλλων, στον διευρυμένο ρόλο της χώρας μας ως ενεργειακού κόμβου εφοδιασμού της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων με φυσικό αέριο αλλά και δύναμη ήπιας ισχύος. Ρόλος ο οποίος συμβάλει στην ενίσχυση της γεωπολιτικής ισχύος της χώρας.
Δεν απαιτείται παρά μικρή γνώση της Ιστορίας και της Γεωγραφίας για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της σταθερότητας και της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των Βαλκανίων. Η προσπάθεια αναθεωρητικών δυνάμεων να διεισδύσουν στην περιοχή κάνοντας χρήση ιστορικών, οικονομικών και θρησκευτικών, είναι άκρως επικίνδυνη για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής. Για αυτό και η ΕΕ (οφείλει να) είναι ο τελικός προορισμός των Βαλκανίων, φυσικά με όρους και προϋποθέσεις, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο, ιδίως δε σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου, τις δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, με ανεπτυγμένη οικονομία και ισχυρές Ένοπλές Δυνάμεις, μπορεί πλέον με αυτοπεποίθηση να αρθεί πάνω από τις εθνοτικές έριδες και τους αναχρονιστικούς αλυτρωτισμούς, που ιστορικά ταλανίζουν την περιοχή, επιτελώντας τον σταθεροποιητικό και ηγετικό της ρόλο στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα, ως η πρώτη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που έγινε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, έχει εθνικό συμφέρον αλλά και ηθικό χρέος να βοηθήσει το σύνολο της περιοχής να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, με κοινό τελικό σκοπό ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον για όλους.
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Πως βλέπεται να εξελίσσεται το ζήτημα του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού σε Ελλάδα και ΕΕ;
Χρήστος Μπαξεβάνης: Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών, στα τέλη του 2022 υπολογίζεται ότι 103 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, μεταξύ αυτών 36, 5 εκατομμύρια παιδιά. Πρόκειται για μία αύξηση 13,6 εκατομμυρίων σε σύγκριση με τα τέλη του 2021. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να μεταφέρει το βάρος της διαχείρισης των ροών στις χώρες πρώτης υποδοχής του Μεσογειακού Νότου (Δουβλίνο), καθώς και σε τρίτες χώρες εκτός ευρωπαϊκής επικράτειας (Ευρωτουρκική Συμφωνία).
Στην Ελλάδα, η κατασκευή φράχτη, που συζητήθηκε έντονα το τελευταίο διάστημα, επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα των μεικτών μεταναστευτικών ροών, και ταυτόχρονα αναδεικνύει το ζήτημα της ασφάλειας των συνόρων και της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού. Μπροστά σε όλα αυτά η ΕΕ είναι αντιμέτωπη με μία επιλογή: είτε θα οδηγηθεί σε ένα (εκ νέου) αδιέξοδο, υποκύπτοντας σε ιδεολογικοπολιτικές εμμονές και ιδεοληψίες, είτε θα αναζητήσει εποικοδομητικές και κοινές λύσεις με βάση το τρίπτυχο: διαχείριση συνόρων – επιμερισμός ευθύνης – σεβασμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ακριβώς αυτό είναι το πεδίο όπου πρέπει να αναδειχθεί το πολιτικό, αλλά και ουσιαστικά νομικό θέμα της αρχής της αλληλεγγύης για την κατανομή των ευθυνών στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η λήψη μιας σειράς βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών πάνω στη βάση των δύο αλληλένδετων αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης, όπως είναι:
- Η αναθεώρηση των προβλέψεων για εξέταση των αιτημάτων ασύλου από τη χώρα πρώτης εισόδου (Κανονισμός Δουβλίνο), υπέρ ενός συστήματος κεντρικής διαχείρισης των αιτήσεων που κατατίθενται ανά την Ευρώπη, υπό την επιμέλεια μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου, με στοιχεία από το ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, τον αριθμό κατοίκων, το ποσοστό αιτούντων άσυλο που ήδη κατοικούν εκεί και το μέγεθος της επικράτειας
- Η δημιουργία hot spots στα κράτη πρώτης γραμμής
- Η καθιέρωση μηχανισμού υποχρεωτικής ανακατανομής στο εσωτερικό της Ε.Ε. τόσο αναγνωρισμένων προσφύγων όσο και αιτούντων άσυλο με δίκαιο και αναλογικό τρόπο
- Η ενίσχυση της Frontex και η μετεξέλιξή της σε ένα κοινό λιμενικό σύστημα, σε μία ευρωπαϊκή υπηρεσία προστασίας των συνόρων (διότι άλλο ανοιχτά και άλλο αφύλακτα σύνορα), για την εξάρθρωση των δικτύων λαθρομετανάστευσης και την καταπολέμηση της διακίνησης ανθρώπων
- Η θέσπιση Ευρωπαϊκού Ασύλου ώστε οι αλλοδαποί να ζητούν άσυλο από την Ε.Ε. συνολικά και να κατανέμονται αναλογικά στα κράτη μέλη
- Η ενίσχυση του εθελοντικού επαναπατρισμού παράτυπων οικονομικών μεταναστών σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης και την Ε.Ε.
- Η παροχή αναπτυξιακής βοήθειας στις χώρες προέλευσης υπό την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να δέχονται πίσω τους πολίτες τους που δεν γίνονται δεκτοί στην Ε.Ε.
- Η ανάπτυξη νόμιμων εναλλακτικών οδών για την αναζήτηση της προστασίας στην Ευρώπη
Κάτι τέτοιο βεβαία απαιτεί και τις ανάλογες πολιτικές συνθήκες και προϋποθέσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προϋποθέτει ένα θεσμικό περιβάλλον ενισχυμένης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εμβάθυνσης και όχι μια Ευρώπη της μεταβλητής γεωμετρίας και των πολλαπλών ταχυτήτων. Το ανθρωπιστικό πνεύμα και η αλληλεγγύη που επέδειξαν οι χώρες της Ε.Ε. πέρυσι προς τους πρόσφυγες από την Ουκρανία δείχνουν ξεκάθαρα τη δυνατότητα που έχει η Ευρώπη (όταν θέλει) να υποδεχτεί και να προστατεύσει τους βίαια εκτοπισμένους ανθρώπους με οργανωμένο, δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Η κατεύθυνση είναι πλέον γνωστή. Απαιτούνται, ωστόσο, τολμηρές ριζοσπαστικές κινήσεις που να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Μένει να φανεί εάν η εμπειρία και η πολιτική δέσμευση θα μεταφραστούν σε άμεση και έμπρακτη δράση. Μένει να κριθεί εάν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα κάνουν πράξη την περίφημη ρήση του πατέρα της Ε.Ε. Jean Monnet «Δεν είμαι αισιόδοξος. Αποφασισμένος είμαι…».
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Πώς βλέπετε το παρόν και το μέλλον των ελληνοαμερικανικών και ελληνοισραηλινών σχέσεων;
Χρήστος Μπαξεβάνης: Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών εδράζονται σε μακρά περίοδο συνεργασίας και ανατρέχουν στο φιλελληνικό κίνημα που επικρατούσε στην Ευρώπη και στην Αμερική στις αρχές του 19ου αιώνα, ως συμπαράσταση προς τον αγώνα ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους. Οι κοινές αξίες των δύο χωρών για την ελευθερία και τη δημοκρατία, η έμπνευση των «ιδρυτικών πατέρων» της Αμερικής από την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, η συμπαράταξή των δύο χωρών στους δύο παγκόσμιους πολέμους, η συμμετοχή τους στη βορειοατλαντική συμμαχία (ΝΑΤΟ), τον ΟΑΣΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς συνθήκες, αποτελούν το ισχυρό υπόβαθρο της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης. Σήμερα οι σχέσεις Ελλάδος – ΗΠΑ είναι ισχυρότερες από ποτέ.
Η Ελλάδα συνιστά πλέον πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, γεγονός το οποίο αναγνώρισε επίσημα και ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα. Ο Διαδριατικός Αγωγός (ΤΑΡ) και το Αμερικανικό Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG), σε συνδυασμό με το FSRU της Αλεξανδρούπολης, τις αποθήκες αερίου σε περιοχές όπως η Καβάλα, καθώς και το Διασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδος – Βουλγαρίας (IGB), καταδεικνύουν μία ακόμα σημαντική παράμετρο της ανθεκτικότητας που η Ελλάδα οικοδομεί για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς επίσης αντανακλά την περιφερειακή ηγεσία της Χώρας και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Βορείου Ελλάδος και της Αλεξανδρούπολης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται σημαντικά μέλη του Κογκρέσου, μεταξύ αυτών και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, και φυσικά ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, ο οποίος, στο ετήσιο μήνυμά του για την Επανάσταση του 1821, εξήρε το ιστορικά υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και τη διευρυμένη ατζέντα που χαρακτηρίζει τη διμερή σχέση της Ουάσιγκτον με την Αθήνα, κηρύσσοντας μάλιστα την 25η Μαρτίου ως ημέρα για τον εορτασμό της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και ως Εθνική Ημέρα Εορτασμού της Ελληνικής και Αμερικανικής Δημοκρατίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια οι ελληνοισραηλινές σχέσεις διανύουν μια χρυσή περίοδο καθώς η Αθήνα και η Ιερουσαλήμ έχουν σφυρηλατήσει έναν νέο στρατηγικό συνεταιρισμό, μια ανθεκτική εταιρική σχέση, που βασίζεται στα κοινά συμφέροντα και τις συγκλίνουσες οπτικές σε πολλές προκλήσεις, καθώς και στον κοινό σεβασμό σε μια διεθνή τάξη που στηρίζεται στους διεθνείς κανόνες.
Η εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδος – Ισραήλ βασίζεται στις σημαντικές δυνατότητες αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας σε σειρά τομέων, όπως η οικονομία, η άμυνα, το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η αγροτική ανάπτυξη, , η τεχνολογία, η ενέργεια, το περιβάλλον, η ναυτιλία και η εκπαίδευση. Τέλος, η Ελλάδα θα πρέπει να παραδειγματιστεί από το Ισραήλ, μια χώρα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα άκρως δυσμενές περιβάλλον ασφάλειας, και έχει επενδύσει με μεγάλη επιτυχία στον κρίσιμο τομέα της αμυντικής βιομηχανίας προς όφελος της εθνικής ασφάλειας και οικονομίας, με τον ιδιωτικό τομέα να συνεργάζεται στενά με εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας. Με «όπλα» την Παιδεία, την νέα τεχνολογία και τον γεωεπιχειρηματικό δυναμισμό, το Ισραήλ εξασφάλισε ευημερία και σημαντική υπεραξία στις διεθνείς σχέσεις της χώρας,
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Είναι έτοιμη η Ελλάδα να προτάξει μια εθνική στρατηγική χωρίς ιδεοληψίες μπροστά στις καλπάζουσες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Χρήστος Μπαξεβάνης: Η τρέχουσα περίοδος ανανεωμένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των περιφερειακών παικτών του διεθνούς συστήματος, αναδεικνύει τη σημασία μιας συγκροτημένης Εθνικής Στρατηγικής, που επιτρέπει στην πατρίδα μας όχι απλώς να αντιδρά, αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχυροποίησης. Απαιτείται προσαρμογή στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, με ενεργό συμμετοχή στην ενωμένη Ευρώπη, στην ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, με ενεργό συμμετοχή στον σχεδιασμό περιφερειακών πρωτοβουλιών για την ειρήνη και τη σταθερότητα, με αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο, με προβολή ήπιας ισχύος στα Δυτικά Βαλκάνια και πέρα από αυτά, με ενεργό συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς και στα διεθνή fora. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία προωθώντας τα εθνικά της συμφέροντα και κεφαλαιοποιώντας τις προσπάθειες των τελευταίων ετών.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να τρέφεται από λαϊκίστικές αυταπάτες και βολικές ψευδαισθήσεις, να στηρίζεται σε απλοϊκές εξηγήσεις και τελικά να οδηγείται στη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το σύνδρομο μιας Ελλάδας φοβικής, περίκλειστης, περιχαρακωμένης στα νότια όρια της βαλκανικής χερσονήσου. Με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, με πρόταγμα το αξιακό παράδειγμα του φιλελεύθερου διεθνισμού και πυρήνα του εθνικού συμφέροντος τον γεωπολιτικό ρεαλισμό, να αναπτύξουμε μια Εθνική Στρατηγική που αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Η Ελληνική Διπλωματία χρειάζεται να σχεδιάσει δράσεις, να εμπλουτίσει και να επικαιροποιήσει το οπλοστάσιό της, με στόχο την αποτελεσματική συνύπαρξη μακρόχρονης συνοχής και τακτικής ευελιξίας. Ο αείμνηστος και διαρκώς επίκαιρος Βύρων Θεοδωρόπουλος σημειώνει σχετικά: «Ενώ η παρατήρηση και η μελέτη των εξωτερικών θεμάτων γίνεται in vitro, η χάραξη και ο χειρισμός της εξωτερικής πολιτικής έχουν τις δυσκολίες και τους κινδύνους που έχει κάθε είδους επέμβαση in vivo».
Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης: Όσον αφορά τη γείτονα Τουρκία, η Ευρώπη βρίσκεται σε θέση να στηρίξει τις θέσεις της Ελλάδας απέναντι σε συνεχείς προκλήσεις και οι ιμπεριαλιστικές συμπεριφορές που επηρεάζουν τις ισορροπίες.
Χρήστος Μπαξεβάνης: Ο Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) κατέγραψαν άλλη μια νίκη στις τουρκικές εκλογές. Ο Ηγέτης της αντιπολίτευσης διάψευσε τις προσδοκίες και ο Τούρκος Πρόεδρος διέψευσε τις δημοσκοπήσεις, καταφέρνοντας, κόντρα στον αυξημένο πληθωρισμό, την απότομη αύξηση του κόστους ζωής, την ανεπαρκή διαχείριση της κρίσης από το διπλό φονικό πλήγμα του «Εγκέλαδου» και τον αυταρχισμό, να μετατρέψει την ψήφο της δυσαρέσκειας σε ψήφο εμπιστοσύνης. Έχει συμπληρώσει 20 χρόνια στην εξουσία, πολύ περισσότερα από την ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, και έχει επηρεάσει την πορεία της Τουρκίας περισσότερο από οποιανδήποτε άλλον ηγέτη της μετά τον Κεμάλ.
Για την επόμενη ημέρα της Τουρκίας πολλά θα εξαρτηθούν από το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στην οικονομία. Είναι βέβαιο πως η ασφυκτική κατάσταση για την τουρκική λύρα και η ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών (υπολογίζεται πάνω από 100 δισ. Ευρώ) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με την ουσιαστική βοήθεια της Δύσης. Και εδώ είναι που αποκτά πολύ ενδιαφέρον το πως θα εξελιχθούν τόσο οι ελληνοτουρκικά, όσο και οι ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις στα επόμενα χρόνια. Κρίνοντας από την μέχρι τώρα στάση της Τουρκίας, η Άγκυρα θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την Δύση στο βαθμό που την χρειάζεται και μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς. Κατά τα λοιπά η αποκλίνουσα από την Δύση ημιαυτόνομη πορεία της χώρας θα συνεχιστεί, το ίδιο και οι στενές σχέσεις του Ερντογάν με τη Ρωσία του Πούτιν, καθώς και τα ανοίγματα προς τις χώρες-κλειδιά της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, βραχυπρόθεσμα είναι σίγουρο πως οι προκλητικές ενέργειες, η κλιμακούμενη ρητορική όξυνσης, οι συνεχείς απειλές και το σκηνικό έντασης θα υποχωρήσουν, μεταξύ άλλων και λόγω της έμπρακτης αλληλεγγύης που επέδειξε στη γείτονα Χώρα ο ελληνικός λαός μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στη νότια και νοτιοανατολική Τουρκία.
Μπορεί οι εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία να γίνουν η αρχή μιας νέας εποχής; Δεν αποκλείεται καθόλου στην τελευταία του θητεία ο Τούρκος Πρόεδρος να επιχειρήσει να κατασκευάσει μια κληρονομιά, στην οποία θα περιλαμβάνεται η οικονομική ανοικοδόμηση και η επίλυση των διαφορών με τους γείτονες της Τουρκίας. Δύσκολα, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι η όποια βελτίωση σε επίπεδο κλίματος, ακόμα και η άμεση αποκατάσταση της απευθείας επικοινωνίας του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Προέδρο, μπορεί να μεταφραστεί σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού, από ένα αυταρχικό καθεστώς, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο παραμένει εκφραστής ενός επικίνδυνου αναθεωρητισμού και μεγαλοϊδεατισμού. Εξίσου δύσκολό φαίνεται η ηγεσία Ερντογάν να είναι διατεθειμένη να κάνει στροφή από την αυτόνομη πορείας της προς μια Δύση που θα την ελέγχει για τις σχέσεις καλής γειτονίας της και για την ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών της, επιστρέφοντας στην εφαρμογή των κριτηρίων ένταξης και εγκαταλείποντας το νέο-οθωμανικό αφήγημα της μαξιμαλιστικής «Γαλάζιας Πατρίδας».
Για αυτό και προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα συνεχίσει να είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού τόσο στο Αιγαίο, που αμφισβητείται ευθέως η κυριαρχία των νησιών, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου αμφισβητούνται επίσης τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το όποιο παράθυρο ανοίξει για επαφές, και όποιες πρωτοβουλίες αναληφθούν από την Δύση (ΕΕ – ΗΠΑ) δεν μπορεί παρά να γίνει χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις πάγιες ελληνικές θέσεις, και κυρίως έχοντας η Ελλάδα την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Συνέντευξη: Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης