Η ξεχωριστή και ειδική θέση του Δικαστικού Υπαλλήλου στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα προσδιορίζεται και διασφαλίζεται μέσα από ένα πλήθος νομοθετημάτων πρωτίστως δε από την κορωνίδα της Δημοκρατίας το Σύνταγμα της Ελλάδος. Ο δικαστικός υπάλληλος είναι αρωγός και φυσικός συνεργάτης των δικαστικών λειτουργών, συμβάλλει στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελώντας με τα υπόλοιπα νομικά επαγγέλματα εχέγγυο αυτού.
Η εργασιακή, ωστόσο, πραγματικότητα και η καθημερινότητά του είναι πολύ διαφορετική, με την υποστελέχωση και την μισθολογική καθήλωση να είναι από τα πιο σημαντικά. Για αυτό και ο απαιτείται να διεκδικήσουμε με μαχητικότητα αλλά και αξιοπιστία απέναντι στην (εκάστοτε) Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με δυνατότητα πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, την προώθηση των αιτημάτων μας, την προαγωγή και αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου του Δικαστικού Υπαλλήλου, εντέλει την βελτίωση της κοινής μας καθημερινότητας.
Η δημιουργία για πρώτη φορά Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων αποτελεί μια σημαντική θεσμική εξέλιξη που έρχεται να επιβεβαιώσει στην πράξη πως οι δικαστικοί υπάλληλοι αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία κρατικών υπαλλήλων με ιδιαίτερη συνταγματική κατοχύρωση και έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης. Φυσικά, η δημιουργία της Σχολής από μόνη της δεν έρχεται να λύσει δια μαγείας και μονομιάς όλα τα χρόνια και συσσωρευμένα προβλήματα του κλάδου μας.
Δημιουργούνται, ωστόσο, όροι και προϋποθέσεις, καθώς και ευκαιρίες για την αναβάθμιση του Δικαστικού Υπαλλήλου, τόσο σε επίπεδο επιμόρφωσης και κατάρτισης, όσο και οικονομικό/μισθολογικό, αρκεί βέβαια να τις αξιοποιήσουμε στην σωστή κατεύθυνση και με αποτελεσματικό τρόπο, πέρα και πάνω από κομματικές και παραταξιακές «ταμπέλες» και επίπλαστους διαχωρισμούς.
- Η εισαγωγική εκπαίδευση, η πρακτική άσκηση των μελλοντικών δικαστικών υπαλλήλων και η διαρκής επιμόρφωσης των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων μέσα από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων έρχεται να διασφαλίσει ότι το δικαιοδοτικό μας σύστημα θα διαθέτει επαρκή αριθμό καταρτισμένων και αποτελεσματικών δικαστικών υπαλλήλων. Περισσότερο από ποτέ προβάλει η ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης των δικαστικών υπαλλήλων, σε θέματα αιχμής, όπως είναι οι συχνές αλλαγές στους Κώδικες, τα νέα προγράμματα τεχνολογίας και ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε πολίτες και δικηγόρους (π.χ. ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονική κατάθεση για έκδοση πιστοποιητικών, πληροφορίες πινακίων, πορεία υπόθεσης, κλπ), οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις σε θέματα δικαιοσύνης, καθώς και τα προγράμματα Εκπαίδευσης, Ανάπτυξης και Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού.
- Η δυνατότητα δημιουργίας ενός εγχειριδίου γνώσης στο πλαίσιο λειτουργίας της Σχολής διαθέσιμο στο σύνολο των δικαστικών υπαλλήλων, μελλοντικών και ήδη υπηρετούντων, μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία γνώσης, την ανάπτυξη, τον διαμοιρασμό και την αξιοποίηση αυτής.
- Ανοίγονται δυνατότητες και ευκαιρίες για την επιστημονική εξωστρέφεια του επαγγέλματός μας, μέσα από α) τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα και δίκτυα κατάρτισης και επιμόρφωσης, β) τη διοργάνωση ή/και συνδιοργάνωση με ημεδαπά ή αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και με φορείς εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συνεδρίων, σεμιναρίων, διαλέξεων και ημερίδων, γ) τη συμμετοχή σε επιστημονικές έρευνες και μελέτες, κλπ.
- Επίδομα Ειδικών Συνθηκών. Η δημιουργία για πρώτη φορά Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων αποτελεί μια σημαντική θεσμική εξέλιξη που έρχεται να επιβεβαιώσει στην πράξη πως οι δικαστικοί υπάλληλοι αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία κρατικών υπαλλήλων με ιδιαίτερη συνταγματική κατοχύρωση και έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης. Η ένταξη της Σχολής στο πλαίσιο λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστών, η οποία και θα παρέχει την αρχική εκπαίδευση και την πρακτική άσκηση των μελλοντικών δικαστικών υπαλλήλων καθώς και τη διαρκή επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Η δημιουργία της Σχολής αποτελεί μια ισχυρή βάση διεκδίκησης για την επαναθεσμοθέτηση του επιδόματος ειδικών συνθηκών. Όταν, όμως, απαξιώνουμε την ίδρυσή της απλώς και μόνο για λόγους αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση, τότε δυστυχώς δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να χάνουμε ευκαιρίες που διανοίγονται, να αποδυναμώνουμε ισχυρά επιχειρήματα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε, βάζοντας τελικά αυτογκόλ από τα αποδυτήρια.
- Δημιουργείται πλέον, μέσω της Σχολής, μια μόνιμη και σταθερή, σε ετήσια βάση, διαδικασία ταχύτερης πρόσληψης προσωπικού, υπό την επίβλεψη της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και από Επιτροπή Διαγωνισμού απαρτιζόμενη από ανώτατους και ανώτερους δικαστές, προϊσταμένους γραμματειών μεγάλων δικαστηρίων και μέλη ΔΕΠ, με όρους διαφάνειας και αδιάβλητου της διαδικασίας. Προφανώς και δεν επιλύεται μονομιάς το μεγάλο πρόβλημα της υποστελέχωσης των δικαστικών υπηρεσιών. Μπαίνει, όμως, σε τροχιά αντιμετώπισης, με την απαραίτητη βέβαια και αυτονόητη προϋπόθεση της πρόβλεψης, κάθε χρόνο, ενός γενναίου αριθμού προσλήψεων, προκειμένου να καλύπτονται όχι μόνο τα κενά του προηγούμενου έτους αλλά και τα ήδη συσσωρευμένα κενά, ιδίως εν όψει και τις συνταξιοδότησης μεγάλου αριθμού συναδέλφων.
- Επιδόματα Εορτών και Αδείας. Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας σε μία χρονική περίοδο, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009, κατά την οποία, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, «η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλείψει μετά την είσοδο της χώρας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή» και θα πρέπει να χορηγηθούν εκ νέου σε όλους τους κλάδους εργαζομένων στη βάση της λογικής του ν. 1082/1980, λαμβάνοντας υπόψη και το προηγούμενο της διεκδίκησης της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης που ευοδώθηκε. Να διεκδικήσουμε την επαναφορά των παραπάνω επιδομάτων με επαφές που πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα με τα αρμόδια Υπουργεία και σε περίπτωση αρνητικών απαντήσεων να διερευνηθεί η δυνατότητα προσφυγής στα αρμόδια Δικαστήρια. Ήδη στο χώρο των Δικαστών η συζήτηση αυτή έχει ξεκινήσει και το αίτημα έχει επανέλθει. (Συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης, 4/11/2022).
Για όλα αυτά, όμως, απαιτούνται ισχυρά επιχειρήματα, επεξεργασμένες προτάσεις και εφαρμόσιμες λύσεις, όχι συνθήματα, καταγγελτικές ανακοινώσεις και πρακτικές επαναστατικής γυμναστικής. Μια μόνιμη και στείρα άρνηση, σχεδόν μονότονη, απέναντι σε όλα, ιδίως απέναντι σε κάθε τι καινούργιο, δεν οδηγεί πουθενά. Αντίθετα μάς αυτοεγκλωβίζει, στερώντας κάθε δυνατότητα προοπτικής για εξέλιξη. Η κριτική αμφισβήτηση και διεκδίκηση, έχει αποτέλεσμα όταν συνοδεύεται από λόγο θετικό.
Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζουμε με λόγο απαρχαιωμένο και παλαιοκομματικές πρακτικές του παρελθόντος, με εμμονές και αγκυλώσεις του χθες, εγκλωβισμένοι σε προσωπικούς παραγοντισμούς και μικροκομματικά παιχνίδια. Τα φαινόμενα αυτά εμποδίζουν στην πράξη την αναγκαία συνεννόηση και συνεργασία, καθώς και τις απαραίτητες συγκλίσεις και συνθέσεις. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας, ήθους και ύφους. Ο κλάδος αποζητά ΑΝΑΝΕΩΣΗ και ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ. Να Ενώσουμε δυνάμεις βάζοντας πάνω από όλα τον Συνάδελφο. Αυτός είναι και ο δρόμους που καλούμαστε να βαδίσουμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ οι δικαστικοί υπάλληλοι της χώρας.
Κείμενο: Χρήστος Μπαξεβάνης
Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ – Διεθνολόγος, MA (UK) – PostDoc (UOM)
Πρώην Αναπλ. Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης.