Ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός συνιστούν ανταγωνιστικές πνευματικές και πολιτικές παραδόσεις που αναμετρήθηκαν συχνά στην Ιστορία των Ιδεών και ως εκ τούτου η συνάφεια ανάμεσά τους, αρχικώς μπορεί να φαίνεται παράδοξη, ιδίως στους επαγγελματίες των ιδεολογιών και τους πολιτικούς γραφειοκράτες, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να μοιράσουν ιδεολογικά και πολιτικά οικόπεδα χαράσσουν ανυπέρβλητες διαχωριστικές γραμμές, βάζουν αυστηρά σύνορα και εμφανίζουν τον «άλλο» ως «απόλυτο κακό».
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τόσο ο σοσιαλισμός, όσο και ο φιλελευθερισμός, ως επίγονοι της παράδοσης του Διαφωτισμού, εμφανίζουν κοινές πολιτικές καταβολές και παράλληλες ιστορικές διαδρομές, αμφότεροι προσανατολισμένοι στη χειραφέτηση του ατόμου και στην άρση των διακρίσεων. Μπορεί φυσικά κάτι τέτοιο να μην είναι αρκετό για να καταδείξει την υποστηριζόμενη συνάφειά τους, είναι όμως αφετηρία για την αναζήτησή της.
Η φιλοδοξία του «προοδευτικού πραγματισμού» είναι να συνδυάσει, σύμφωνα με τον Ν. Bobbio, τους στόχους του σοσιαλισμού για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη με τις αρχές και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σύνθεση, ωστόσο, των δύο ρευμάτων δεν συνίσταται απλώς και μόνο σε ένα εκλεκτικό άθροισμα ανάμεσα στα καλύτερα στοιχεία των δύο ιστορικών ιδεολογιών. Αντίθετα, σημαίνει ποιοτική αλλαγή και πέρασμα σε ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο που δεν υπήρξε ποτέ πριν. Πρόκειται κατ’ ουσία για μια βαθειά διαδικασία ανα-σύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς και θα υπερβαίνει τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό.
Σύμφωνα με τη θεωρία «του αποκλεισμού του Τρίτου», ο πολιτικός χάρτης είναι χωρισμένος σε δύο μόνο μέρη, όπου το ένα αποκλείει το άλλο και τίποτα δεν μεσολαβεί μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη θεωρία «της συμμετοχής του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς μεσολαβεί ένας χώρος που δεν ανήκει ούτε στην Αριστερά, ούτε στην Δεξιά, αλλά βρίσκεται σε ίση απόσταση και από τις δύο. Αντίθετα, σύμφωνα με την θεωρία «της σύνθεσης του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς υπάρχει ένας χώρος που δεν βρίσκεται στο μέσον μεταξύ των δύο άκρων, αλλά επιθυμεί να πάει πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά. Πρόκειται λοιπόν, για τη διαμόρφωση ενός χώρου που εμφανίζεται όχι ως συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων, αλλά ως μορφή υπέρβασης του ενός και του άλλου, και επομένως ως ταυτόχρονη παραδοχή και αναίρεση. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών/αξιακών πλαισίων τους, αλλά και την επανανοηματοδότησή τους, εξαιτίας της κρίσης που βιώνουν τόσο το μοντέλο της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και του νεοφιλελευθερισμού στη μεταβιομηχανική εποχή.
1) Βασική κινητήρια δύναμη είναι η πίστη πως ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή του δογματικού κολεκτιβισμού και του κεντρικού σχεδιασμού που έλαβε είτε με την εκδοχή του Σοβιετικού Κομουνισμού στην Ανατολή, είτε με αυτή της Κεϋνσιανής «συμβιβαστικής» λύσης πρόνοιας στη Δύση, έχει χρεοκοπήσει.
2) Εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και τις κοινωνικά επωφελείς συνέπειες της ατομικής πρωτοβουλίας. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η αντικατάστασή της από κάποια μορφή συλλογικής διαχείρισης, εκτός του ότι είναι σήμερα δημοκρατικά ανέφικτη, είναι και εν πολλοίς ανεπιθύμητη, ειδικά αν εξετάσουμε τα αποτελέσματα στις χώρες που εφαρμόστηκε ο σοσιαλισμός. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραγνωρίζει κανείς την αντίστοιχη κρίση, διαφορετικής φυσικά μορφής και αιτίων, παρόμοιου όμως εύρους και έντασης, που βιώνει και ο φιλελεύθερος χώρος. Ο νεοφιλελευθερισμός, η πλέον αντιπροσωπευτική έκφρασή του φιλελευθερισμού του 20ου αιώνα, έχει πλέον εξαντλήσει την δυναμική του. Η οικονομική ανισότητα, η κοινωνική πόλωση και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής, η απουσία δημοκρατικού ελέγχου και ρύθμισης των παγκόσμιων αγορών βρίσκονται στον πυρήνα της σύγχρονης κριτικής.
3) Μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα σε συνδυασμό με τον κατάλληλο καθορισμό της φύσης του ατομικισμού στη σημερινή κοινωνία. Η λειτουργική σύνθεση του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού περνάει μέσα από την επαναβεβαίωση της προτεραιότητας της ελευθερίας ως ηθική επιταγή της πολιτικής οικονομίας (όπως ακριβώς επαναφέρει μέσα από το έργο του ο ριζοσπάστης οικονομολόγος Amartya Sen) πέρα από την κυριαρχία του στείρου οικονομισμού, απότοκου του φιλοσοφικού ωφελιμισμού. Με άλλα λόγια, η αναφορά στη φιλελεύθερη παράδοση που μας ενδιαφέρει, δεν περιλαμβάνει την παντελή απουσία πολιτικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας ούτε περιορίζεται σε έναν στενό ευδαιμονιστικό υπολογισμό. Έτσι, η σχέση ελευθερίας και ισότητας κατανοείται ως ζήτημα συμφιλίωσης μεταξύ της αλληλεγγύης και της αυτονομίας, όπου η τελευταία δεν μπορεί να θεωρείται ταυτόσημη με τον εγωισμό και την συμφεροντολογική συμπεριφορά της αγοράς που μεγιστοποιεί το κέρδος. Ο «νέος ατομικισμός» επιζητεί μια ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και της επιχειρηματικότητας αφενός, και του κοινωνικού καθήκοντος και της ηθικής ευθύνης αφετέρου.
4) Το επόμενο πεδίο σύνθεσης των δύο ρευμάτων σχετίζεται με την ανάγκη να επανασχεδιαστεί η λειτουργία του κράτους καθώς και να επαναξιολογηθεί η λογική των προνοιακών πολιτικών. Ένα κράτος -στρατηγείο που θα επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού (οικονομικού) περιβάλλοντος αφενός, και στην κοινωνική επένδυση αφετέρου, που σημαίνει να ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας. Ενα σύγχρονο κράτος επενδύσεων το οποίο απομακρύνεται τόσο από τον οικονομικό ωφελιμισμό των συντηρητικών αλλά και νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όσο και από τον σοσιαλιστικό εξισωτισμό, ο οποίος αποτελεί κατ’ ουσία μια μορφή ισοπεδωτικής ισότητας.
Με σημείο αναφοράς το Σύγχρονο Κέντρο συγκροτείται αργά αλλά σταθερά ένα μεγάλο ευρωπαϊκό μέτωπο που κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, από κόμματα, κινήσεις πολιτών και μεμονωμένους πολιτικούς, από τις παρυφές της κεντροδεξιάς μέχρι την κεντροαριστερά, την δημοκρατική αριστερά και την οικολογία. Είναι αυτές οι δυνάμεις που μπορούν να θέσουν εκ νέου και με αξιοπιστία το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.