Ο Ντόναλντ Τραμπ προηγείται του προέδρου Τζο Μπάιντεν σε πέντε κρίσιμες πολιτείες, όπως δείχνουν νέες δημοσκοπήσεις, καθώς η δίψα για αλλαγή και η δυσαρέσκεια για την οικονομία και τον πόλεμο στη Γάζα μεταξύ των νέων, των μαύρων και των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων απειλούν να διαλύσουν τον Δημοκρατικό συνασπισμό του Προέδρου.
Οι έρευνες των «New York Times», «Siena College» και «Philadelphia Inquirer» διαπίστωσαν ότι ο Τραμπ προηγείται μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων σε σύγκριση με τον πρόεδρο Μπάιντεν σε πέντε από τις έξι πολιτείες-«κλειδιά»: Μίσιγκαν, Αριζόνα, Νεβάδα, Τζόρτζια και Πενσυλβάνια. Ο Μπάιντεν προηγούνταν μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων μόνο σε μία επίμαχη πολιτεία, το Ουισκόνσιν.
Η αναμέτρηση ήταν πιο αμφίρροπη μεταξύ των πιθανών ψηφοφόρων. Ο Τραμπ προηγήθηκε και εδώ σε πέντε πολιτείες, αλλά ο Μπάιντεν προηγήθηκε στο Μίσιγκαν, ενώ υστερούσε ελάχιστα στο Ουισκόνσιν και την Πενσυλβάνια. Ενώ ο Μπάιντεν κέρδισε και τις έξι αυτές πολιτείες το 2020, οι νίκες στην Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν θα του αρκούσαν για να κερδίσει την επανεκλογή του, υπό την προϋπόθεση ότι θα κέρδιζε σε όλες τις υπόλοιπες πολιτείες που κέρδισε πριν από τέσσερα χρόνια.
Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια σε μια υποθετική αναμέτρηση που περιλάμβανε υποψηφίους των μικρών κομμάτων και τον ανεξάρτητο υποψήφιο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, ο οποίος κέρδισε κατά μέσο όρο το 10% των ψήφων στις έξι πολιτείες και απέσπασε περίπου εξίσου από τους δύο υποψηφίους των μεγάλων κομμάτων.
Τα ευρήματα παραμένουν ως επί το πλείστον αμετάβλητα από την τελευταία σειρά δημοσκοπήσεων των «Times/Siena» σε επίμαχες πολιτείες τον Νοέμβριο. Εκτοτε, το Χρηματιστήριο έχει σημειώσει άνοδο 25%, έχει ξεκινήσει η ποινική δίκη του Τραμπ στο Μανχάταν και η εκστρατεία του κ. Μπάιντεν έχει διαθέσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις στις πολιτείες-«κλειδιά».
Οι δημοσκοπήσεις παρέχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι οποιαδήποτε από αυτές τις εξελίξεις βοήθησε τον Μπάιντεν, έβλαψε τον Τραμπ ή κατέστειλε τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος. Αντιθέτως, οι έρευνες δείχνουν ότι το κόστος ζωής, η μετανάστευση, ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα και η επιθυμία για αλλαγή συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη για τη δημοτικότητα του Προέδρου. Ενώ ο Μπάιντεν κέρδισε μία δυναμική ώθηση μετά την ομιλία του για την Κατάσταση του Εθνους τον Μάρτιο, συνεχίζει να υπολείπεται στον μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων και των δημοσκοπήσεων στις κρίσιμες πολιτείες.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ευρεία δυσαρέσκεια για την κατάσταση της χώρας και σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα του προέδρου Μπάιντεν να επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στη ζωή των Αμερικανών. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων εξακολουθεί να επιθυμεί την επιστροφή στην κανονικότητα που υποσχέθηκε ο κ. Μπάιντεν κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία, αλλά οι ψηφοφόροι στις κρίσιμες πολιτείες παραμένουν ιδιαίτερα ανήσυχοι και διψασμένοι για αλλαγή. Σχεδόν το 70 τοις εκατό των ψηφοφόρων δηλώνουν ότι το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας χρειάζεται σημαντικές αλλαγές – ή ακόμη και να γκρεμιστεί εντελώς.
Μόνο ένα μικρό μέρος των υποστηρικτών του κ. Μπάιντεν – μόλις το 13% – πιστεύει ότι ο Πρόεδρος θα φέρει σημαντικές αλλαγές στη δεύτερη θητεία του, ενώ ακόμη και πολλοί από εκείνους που αντιπαθούν τον κ. Τραμπ αναγνωρίζουν απρόθυμα ότι θα ταρακουνήσει ένα μη ικανοποιητικό status quo.
Η αίσθηση ότι ο Μπάιντεν θα κάνει ελάχιστα για να βελτιώσει την τύχη του έθνους έχει συμβάλει στη συρρίκνωση της δημοτικότητάς του μεταξύ των νέων, των μαύρων και των ισπανόφωνων ψηφοφόρων, οι οποίοι συνήθως αποτελούν τη βάση για την πορεία κάθε Δημοκρατικού προς την προεδρία. Οι δημοσκοπήσεις των «Times/Siena” διαπίστωσαν ότι οι τρεις αυτές ομάδες επιθυμούν θεμελιώδεις αλλαγές στην αμερικανική κοινωνία, όχι απλώς μια επιστροφή στην κανονικότητα, και λίγοι πιστεύουν ότι ο κ. Μπάιντεν θα προχωρούσε ακόμη και σε μικρές αλλαγές που θα ήταν καλές για τη χώρα.
Πηγή: «The New York Times»