Σε μια στροφή που αιφνιδίασε τις διεθνείς αγορές και πολιτικούς αναλυτές, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την αναστολή της αύξησης των δασμών προς τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, κρατώντας τους στο 10% για διάστημα 90 ημερών – με ελάχιστες, αλλά καθοριστικές εξαιρέσεις. Η πολυδιαφημισμένη υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ για μια «αναγέννηση» της αμερικανικής μεταποίησης φαίνεται να… περιμένει στη γωνία.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Λευκό Οίκο, η κίνηση αυτή ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου: πρώτα η πίεση μέσω υψηλών δασμών και ύστερα το «πάγωμα», ώστε να ξεκινήσουν διμερείς διαπραγματεύσεις με τις ενδιαφερόμενες χώρες. Όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, περισσότεροι από 75 κράτη είχαν ήδη έρθει σε επαφή με την Ουάσιγκτον – αριθμός που εκτιμάται πως θα αυξηθεί σημαντικά μετά τη σημερινή ανακοίνωση.
Κι όμως, όσο μεθοδευμένη κι αν παρουσιάζεται η τακτική Τραμπ, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός πως προηγήθηκε έντονη αναταραχή. Οι αγορές ταρακουνήθηκαν, τα κρατικά ομόλογα υποχώρησαν, ενώ οι επικρίσεις ακόμη και εντός των Ρεπουμπλικανών κύκλων άρχισαν να παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας.
Πιο συγκεκριμένα, οι αποδόσεις των αμερικανικών δεκαετών ομολόγων έπεσαν από το 4,4% στο 4,2%, λίγες μόνο ώρες μετά την ανακοίνωση για την τρίμηνη αναστολή. Η εξαίρεση, ωστόσο, ήταν – για άλλη μία φορά – η Κίνα. Εκεί, οι δασμοί εκτοξεύτηκαν στο πρωτοφανές 125%, προκαλώντας σοκ αλλά και απρόσμενες αντιδράσεις στην παγκόσμια αγορά. Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης πανηγύρισε, με τον Nasdaq να «σκαρφαλώνει» πάνω από 12% σε μια μόνο μέρα.
Οι οικονομολόγοι ερμηνεύουν αυτή την εξέλιξη ως θετική, καθώς σηματοδοτεί μία εν δυνάμει μείωση του κόστους δανεισμού για το αμερικανικό Δημόσιο – κάτι που αποτελεί θεμέλιο λίθο στη στρατηγική Τραμπ, προκειμένου να εξυπηρετήσει το θηριώδες δημόσιο χρέος των 36 τρισ. δολαρίων.
Και στην Ευρώπη, όμως, οι εξελίξεις παρακολουθούνται με κομμένη την ανάσα. Η Αθήνα βρίσκεται σε διαρκή συντονισμό με τις Βρυξέλλες, αναζητώντας μια κοινή απάντηση στο νέο εμπορικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Παράλληλα, ετοιμάζει και το δικό της πλάνο άμυνας, ώστε να περιορίσει τις επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές και να προστατεύσει την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, οι εξελίξεις προκαλούν σκεπτικισμό – και όχι άδικα. Με την κυβέρνηση να έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στην κοινωνική πολιτική, ενόψει και των ανακοινώσεων στη ΔΕΘ, ο φόβος είναι πως οποιαδήποτε διατάραξη της οικονομικής ισορροπίας θα περιορίσει τις δυνατότητες παροχών.
Κυβερνητικές πηγές τονίζουν πως «σε οικονομικούς πολέμους, δεν υπάρχουν νικητές – μόνο χαμένοι». Και αν τελικά επιβεβαιωθούν τα δυσμενή σενάρια για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα είναι αναπόφευκτες. Ήδη, γίνεται λόγος για ενδεχόμενη ζημιά στο ελληνικό ΑΕΠ, από 0,4% έως και 0,8%, ανάλογα με τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης.
Η Ελλάδα, βέβαια, δεν συγκαταλέγεται στις χώρες που πλήττονται άμεσα από τους δασμούς, αφού εξάγει περισσότερα στις ΗΠΑ απ’ ό,τι εισάγει. Ωστόσο, οι έμμεσες επιπτώσεις μέσω των ευρωπαϊκών αλυσίδων εφοδιασμού είναι ιδιαίτερα σοβαρές.
Στο εσωτερικό της χώρας, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξισορροπήσει την κατάσταση, σχεδιάζοντας ένα «πακέτο» μέτρων που θα ενισχύσει τη μεσαία τάξη και τους συνταξιούχους – δύο κοινωνικές ομάδες με εκλογικό βάρος, που έχουν εκφράσει έντονη δυσαρέσκεια. Στο τραπέζι βρίσκονται προτάσεις όπως η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για την πρώτη κατοικία, η μείωση της φορολογίας για εισοδήματα έως 40.000 ευρώ, η μείωση των τεκμηρίων, η καθιέρωση 13ης σύνταξης και η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» για 600.000 συνταξιούχους που έχουν μείνει πίσω στις αυξήσεις.
Το ερώτημα που αιωρείται όμως είναι απλό, αλλά κρίσιμο: Θα μπορέσει η κυβέρνηση να υλοποιήσει όλα αυτά, εφόσον οι διεθνείς οικονομικές πιέσεις επιμείνουν;
Το επόμενο τρίμηνο θα δείξει αν ο εμπορικός «πάγος» του Τραμπ θα λιώσει ή θα παγώσει τις ελπίδες για κοινωνικές παροχές – όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα.