«Παγωμένη» παρακολουθεί η κοινή γνώμη τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της δολοφονίας του 33χρονου στον Βόλο από τον 50χρονο πατέρα, όταν έμαθε ότι το θύμα βίαζε την κόρη του από την ηλικία των 9 ετών.
Σε βάρος του πατέρα ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Ζήτησε και πήρε απολογία να απολογηθεί την προσεχή Δευτέρα (15/01).
Ο πατέρας ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς ότι «θόλωσε» και πως η κόρη του, του έδειξε βίντεο και εκβιαστικά μηνύματα. «Έκανα αυτό που έπρεπε, πατέρας είμαι» ανέφερε.
Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα δολοφονούνται άτομα από ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι έφτασαν στο έγκλημα επειδή κακοποιήθηκαν ή ήθελαν να εκδικηθούν. Ακολουθούν περιπτώσεις που πήραν τον νόμο στα χέρια τους, θεωρώντας πως με τη δολοφονία θα επιβάλλουν δικαιοσύνη ή θα λυτρωθούν:
«Έζησα τον απόλυτο εξευτελισμό»
Τον Μάιο του 2018 στις Βολίμες Ζακύνθου ο Αλέξης Μ. σκότωσε τον πατέρα του, συγκλονίζοντας όλο το πανελλήνιο. Ο 27χρονος είχε πει πως οδηγήθηκε στο έγκλημα μετά από χρόνια συστηματικής κακοποίησης της οικογένειάς του και ασέλγειας εις βάρος της αδερφής του.
Αρχικά το δικαστήριο του επέβαλλε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών η οποία μετατράπηκε σε επτά χρόνια. Ασκήθηκε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος μέχρι το Εφετείο. Ο Αλέξης Μ. είχε εμφανιστεί στην εκπομπή «Μεσάνυχτα» και αποκάλυψε πως από τη στιγμή που θυμάται τον εαυτό του «έχω μνήμες από βασανιστήρια».
«Η μητέρα μου έφυγε από το σπίτι μετά από ένα καυγά με τον πατέρα μου και έμεινα μονός μαζί του. Η μητέρα μου φοβόταν πάρα πολύ τον πατέρα μου. Ήταν τόσο βίαιος που όταν μου μιλούσε έτρεμα. Έζησα τον απόλυτο εξευτελισμό όταν ένα πρωί ο πατέρας μου, μου έσκισε τα ρούχα και με έβαλε να ζητιανέψω», είπε.
«Η μητέρα μου κλειδωνόταν συνεχώς στις τουαλέτες για να γλιτώσει το ξύλο από τον πατέρα μου. Η μητέρα μου τον κατήγγειλε στην αστυνομία, όταν ασέλγησε στη μεγάλη μου αδελφή, αλλά δεν έγινε τίποτα. Είχαν γίνει πολλές καταγγελίες στο “Χαμόγελο του παιδιού”, στην Πρόνοια, στην αστυνομία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα», ανέφερε.
«Τον πατέρα μου τον έτρεμα μέχρι το τέλος. Εύχομαι κανένα παιδί να μην νιώσει έτσι. Ένα βράδυ έφυγα κρυφά από το σπίτι, αφήνοντας ένα σημείωμα στον πατέρα μου. Δεν έχω να θυμάμαι τίποτα κάλο από τον πατέρα μου. Τα ετεροθαλή αδέρφια μου έκλαιγαν κάθε φορά που έφευγα και με ρωτούσαν αν θα ξαναπάω».
«Μακάρι να μην είχα φτάσει ποτέ στο σημείο να σκοτώσω τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε έμμονη με τη μεγάλη μου αδελφή και μου ζητούσε να την πάω στο σπίτι του. Μόνος μου πήγα και ομολόγησα την πράξη μου στην αστυνομία. Το πρώτο βραδύ μέσα στη φυλακή έκλαιγα σαν μωρό παιδί. Στο δικαστήριο έβγαλα όλα αυτά που είχα μέσα μου και ένιωσα ότι λυτρώθηκα.Σε καμία περίπτωση δεν στηρίζω την αυτοδικία. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσα μια κόλαση και τώρα νιώθω ότι θέλω να φτιάξω τη ζωή μου», είπε.
«Περίμενα να με σκοτώσουν οι αστυνομικοί»
‘Ήταν στις 15 Οκτωβρίου 2012 όταν η Αντωνία Μ. πήρε τον νόμο στα χέρια της, πυροβολώντας και σκοτώνοντας τον δολοφόνο του γιου της μέσα στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων.
Η 37χρονη κατευθύνθηκε στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9, όπου βρίσκονταν ένας 33χρονος και ένας 25χρονος για συμπληρωματική κατάθεση, αφού ήταν κατηγορούμενοι για τον φόνο του γιου της Αντωνίας, του 19χρονου Βαγγέλη.
Φορώντας περούκα η Αντωνία Μ. κατάφερε να περάσει το όπλο στα δικαστήρια και να πυροβολήσει 15 φορές, σκοτώνοντας τον 33χρονο δολοφόνου του γιου της και τραυματίζοντας τον αδερφό του.
Επρόκειτο για μια υπόθεση βεντέτας τσιγγάνων, που ξεκίνησε στις 29 Οκτωβρίου του 2011. Ο 19χρονος γιος της 37χρονης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον 14χρονο γιο του 33χρονου θύματος, Μανώλη Κίτσα. Το ίδιο βράδυ στον καταυλισμό των τσιγγάνων έγιναν συμπλοκές κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο γιος της Αντωνίας.
Η δολοφονία αποδόθηκε στο θύμα και τον αδελφό του, που θα απολογούνταν συμπληρωματικά για την υπόθεση στην ανακρίτρια. Η 37χρονη που γνώριζε ότι οι δυο κατηγορούμενοι για το φόνο του γιου της επρόκειτο να μεταχθούν από τον Κορυδαλλό στην Ευελπίδων για να απολογηθούν, τους περίμενε έξω από τον ανακριτικό γραφείο, όπου και άρχισε τους πυροβολισμούς με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα το δολοφόνο του παιδιού της.
«Φοβόμουν ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Άδειασα όλες τις σφαίρες από το πιστόλι γιατί ήθελα να πεθάνει. Περίμενα να με σκοτώσουν οι αστυνομικοί… Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι ότι σκότωσαν τον γιο μου στην αγκαλιά μου και φώναζε “μανούλα” και κράταγε την κοιλιά του. Το παιδί αυτό ήταν ο έρωτάς μου, η ανάσα μου, η πνοή μου. Μου άφησε τρία εγγόνια», είπε στην απολογία της η Αντωνία Μ., σύμφωνα με το STAR.
Η απολογία της συγκίνησε το δικαστήριο το οποίο την έκρινε ένοχη, με μειωμένο, όμως, καταλογισμό. Η Αντωνία Μ. καταδικάστηκε εκ νέου σε κάθειρξη 10 ετών.
Μακελειό στο Στρατοδικείο
Ήταν ξημερώματα της 21ης Ιουλίου 1991 όταν επτά έφηβοι βρίσκονταν έξω από μπαρ στην περιοχή της Γλύφας, στη Χαλκίδα. Πάνω στην παρέα έπεσε ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ο 32χρονος υποσμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας Δημήτρης Κουρούπης, έχοντας ως συνοδηγό τον Φώτη Σακελλαράκη.
Ο θάνατος ήταν ακαριαίος για τον 18χρονο Βίκτωρα Μαΐσή, τον 17χρονο Μιχάλη Μπαξεβανίδη και τον 15χρονο αδελφό του, Παναγιώτη. Ο 17χρονος Παναγιώτης Κατράκης και ο 16χρονος Κώστας Ντρούζος μεταφέρθηκαν βαριά τραυματισμένοι στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιά, εκεί όπου οι γιατροί πάλεψαν για να τους κρατήσουν στη ζωή, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Από το αλκοτέστ αποδείχτηκε πως ο Κουρούπης οδηγούσε μεθυσμένος. Οδηγήθηκε σε δίκη στο Στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών με αφαίρεση διπλώματος για έξι μήνες. Ωστόσο, στη φυλακή έμεινε για οκτώ μήνες, εξαγοράζοντας το υπόλοιπο της ποινής του με 988 δραχμές και επιστρέφοντας στη μονάδα του.
Οι γονείς των αδικοχαμένων παιδιών άσκησαν έφεση με αποτέλεσμα ο Δημήτρης Κουρούπης να οδηγηθεί την 1η Απριλίου 1993 σε αναθεωρητικό δικαστήριο, στο Στρατοδικείο στο Ρουφ. Ο πατέρας του Κώστα, Θανάσης Ντρούζος, πήγε στο δικαστήριο κρατώντας έναν χαρτοφύλακα…
Η ατμόσφαιρα στο Στρατοδικείο «μύριζε μπαρούτι» με τους συγγενείς των θυμάτων να έχουν γεμίσει την αίθουσα. Η ώρα έφτασε 7 το απόγευμα όταν ο εισαγγελέας της έδρας ολοκλήρωνε την αγόρευσή του και ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Χρήστος Μπάκας, ετοιμαζόταν να πάρει τον λόγο.
Ο Θανάσης Ντρούζος έβγαλε τότε από τον χαρτοφύλακα ένα πιστόλι, έπιασε από τον λαιμό τον μάρτυρα υπεράσπισης και συνοδηγό στο μοιραίο αυτοκίνητο, Φώτη Σακελλαράκη και τον τράβηξε προς την έδρα. Ζήτησε από τον αστυφύλακα Κωνσταντίνο Κουτουλάκη να αφήσει το υπηρεσιακό του όπλο στο εδώλιο του κατηγορουμένου και το πήρε και αυτό. Στο μεταξύ ο δεύτερος αστυφύλακας, Ευτύχιος Λαμπρούσης, βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα και ειδοποίησε την αστυνομία για ενισχύσεις.
Πότε φωνάζοντας προς τον Κουρούπη, πότε προς τους μάρτυρες, ο Θανάσης Ντρούζος έλεγε: «Πείτε την αλήθεια, θα σας σκοτώσω όλους. – Πείτε το δυνατά ότι ο υποσμηναγός είναι ένοχος, ότι οδηγούσε μεθυσμένος και γι’ αυτό σκότωσε τα παιδιά! – Θέλω να μαρτυρήσεις μπροστά σε όλους ότι ήσουν μεθυσμένος».
Ο πατέρας ζήτησε από τον αστυφύλακα Κουτουλάκη να δέσει με ταινία τον συνοδηγό Σακελλαράκη και τους δικηγόρους Χρήστο Μπάκα και Δημοσθένη Αβράμη. Ο Κουρούπης φώναζε πανικόβλητος «δεν ήμουν μεθυσμένος».
Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου εκλιπαρούσε τον Ντρούζο να αφήσει το όπλο του. Βλέποντας τις ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας που έφτασαν για ενισχύσεις, ο Θανάσης Ντρούζος πυροβόλησε τους δικηγόρους και τον συνοδηγό, με αποτέλεσμα οι δύο πρώτοι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή και ο τρίτος να τραυματιστεί.
Ο πατέρας έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στην έδρα, πυροβολώντας τους δικαστές με αποτέλεσμα να τραυματιστούν τρεις στρατοδίκες, οι συνταγματάρχες Δημήτρης Μπακόλας και Κώστας Παπασπύρου, καθώς επίσης και ο ταξίαρχος Παναγιώτης Παναγιωτάκος. Ο Θανάσης Ντρούζος έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοκτόνησε.
Ο Δημήτρης Κουρούπης εξαγόρασε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. Οι συγγενείς των θυμάτων έκαναν αγωγές και ζητήθηκε από τον υποσμηναγό να καταβάλει 48 εκατομμύρια δραχμές. Λόγω έλλειψης πόρτων κρατήθηκε στη μονάδα που υπηρετούσε στο Τατόι.
«Δίκασα μόνος μου τον φονιά»
Ήταν 7 Αυγούστου 1983, στο Ρέθυμνο, όταν ο 27χρονος Μανώλης Παπαδόσηφος πήγε να συναντήσει τον Γιάννη Βενιαράκη με τον οποίο καβγάδιζε συχνά για μία γυναίκα. Βλέποντάς τον να πλησιάζει απειλητικά στο καφενείο, ο Βενιαράκης ανέβηκε στο πατάρι. Οι δυο τους έμειναν μόνοι και ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Βενιαράκης σκότωσε τον Παπαδόσηφο πυροβολώντας τον στο στήθος.
Ο Γιάννης Βενιαράκης συνελήφθη από τις αρχές και πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ισόβια. Πέντε χρόνια αργότερα άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Εξαιτίας φόβων για επεισόδια ανάμεσα στις δύο οικογένειες, η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στο Εφετείο Πειραιά. Στην αίθουσα που ήταν ασφυκτικά γεμάτη, ξεκίνησε η συνεδρίαση της 20ης Δεκεμβρίου 1988.
Ο πατέρας του Μανώλη, Γιάννης Παπαδόσηφος, με ένα σάλτο έφτασε πίσω από τον Βενιαράκη και τον πυροβόλησε πέντε φορές. Οι σφαίρες διαπέρασαν το κορμί και καρφώθηκαν στα έδρανα του δικαστηρίου. Αμέσως μετά τη δολοφονία ο Παπαδόσηφος είπε «τώρα λευτερώθηκα». Ο Παπαδόσηφος είχε πει σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής «δίκασα μόνος μου τον φονιά» και «έκανα το χρέος μου, τώρα είμαι καλά».
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε με την κατηγορία φόνου εκ προμελέτης σε 14 χρόνια φυλάκισης και αφέθηκε ελεύθερος στα πέντε. Πέθανε στις 2 Μαΐου 2012 σε ηλικία 87 ετών και ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη για τη δολοφονία του Γιάννη Βενιαράκη.
«Η μάνα μας είναι μια πραγματική ηρωίδα»
Ήταν ξημερώματα Κυριακής 28 Αυγούστου 1988, σε σπίτι επί της λεωφόρου Κύμης, στην Καλογρέζα. Στο οίκημα διέμενε η 52χρονη Γεωργία Χ. με τον 52χρονο σύζυγό της, Χρήστο και τις τρεις κόρες τους.
Ο Χρήστος κοιμόταν βαριά έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα κρασιού και η Γεωργία πήρε από την αποθήκη ένα τσεκούρι και ένα σκράπελο. Πήγε στο δωμάτιο και άρχισε να χτυπά τον σύζυγό της στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τον θάνατό του. Αμέσως μετά τη δολοφονία πήγε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν μόνη της και ξάπλωσε.
Στις 5:30 τα ξημερώματα τηλεφώνησε ο φίλος του Χρήστου, Δημήτρης Τ., αφού οι δυο τους είχαν ραντεβού για να διεκπεραιώσουν επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ο Δημήτρης ζήτησε από την Γεωργία να ξυπνήσει τον Χρήστο με την γυναίκα να τον καλεί στο σπίτι για να το κάνει ο ίδιος, λέγοντάς του ότι θα φτιάξει και καφέδες.
Η Γεωργία πήρε το τσεκούρι και το σκράπελο, τα ξέπλυνε και τα ξεφορτώθηκε σε φρεάτιο μπροστά από το σπίτι της. Ένα τέταρτο μετά έφτασε στο σπίτι ο Δημήτρης και μόλις άνοιξε το φως το δωματίου αντίκρισε τον δολοφονημένο φίλο του. Στο σπίτι έφτασε η αστυνομία και ιατροδικαστής που μέτρησε πάνω από 20 χτυπήματα στο σώμα του Χρήστου.
Από την πρώτη στιγμή οι αστυνομικοί υποψιάστηκαν την Γεωργία και δεν άργησε η ίδια να ομολογήσει πως σκότωσε τον σύζυγό της επειδή εδώ και πολλά χρόνια της είχε κάνει «τη ζωή κόλαση». Η ίδια είπε πως έκανε υπομονή για χρόνια πιστεύοντας πως θα αλλάξει η συμπεριφορά του συζύγου της. Η 52χρονη μίλησε στους δημοσιογράφους και είπε τα εξής:
«Πήρα την απόφαση να τον σκοτώσω, τα είπα όλα μέσα στην ανάκριση. Τα παιδιά μας τα έδερνε και τα έβριζε συνέχεια. Θυμάμαι πριν από χρόνια όταν η κόρη μου ήταν ακόμα 8 ετών, μας είχε κλειδώσει έξω από το σπίτι, Φλεβάρη μήνα. Εκείνη την ημέρα έκανε φοβερό κρύο και χιόνιζε και εμείς μείναμε ολόκληρη νύχτα στο δρόμο. Χτες είχε φέρει στο σπίτι ένα λυκόσκυλο και το γύμναζε πάνω στα παιδιά. Μάλιστα, σε κάποια στιγμή το σκυλί δάγκωσε την Αναστασία στο πόδι. Όταν είδα το παιδί τρομαγμένο έινα έξω φρενών. Η απάντησή του ήταν ότι έφερε το σκυλί να μας φάει».
»Έπινε πολύ. Μεθούσε. Χτες ήπιε με τον φίλο του τον Δημήτρη που ήρθε σπίτι και μετά πήγε σε άλλο φίλο του και ξαναήπιε. Έβλεπα τα παιδιά μου να περνούν μια άσχημη ζωή. Η μικρή μου κόρη έκλαιγε συνεχώς».
»Το πήρα απόφαση εχθές τα ξημερώματα να τον σκοτώσω την ώρα που κοιμόταν. Και στο παρελθόν το είχα σκεφτεί για να τον χτυπήσω, όταν με κακομεταχειριζόταν, αλλά όχι να τον σκοτώσω. Τον χτύπησα με το μικρό λοστάρι και το τσεκούρι στο κεφάλι. Στην αρχή αποφάσισα να το πετάξω. Όταν ήρθα στην Αφάλεια ομολόγησα και είπα τους αστυνομικούς που είχα πετάξει τα εργαλεία. Αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται».
»Στην ντουλάπα του σπιτιού μου έχω κάτι λεφτά, 200.000 δραχμές για να φτιάξω την σκεπή. Και αυτά ήθελε να μου τα πάρει. Πριν από χρόνια είχε φύγει με μια φίλη του στη Γερμανία. Είχα πάει πολλές φορές στην αστυνομία, αλλά δεν γινόταν τίποτε. Πίστευα ότι θα αλλάξει αλλά μάταια».
»Πιστέψτε με ήθελα να τον χωρίσω από πολλά χρόνια. Δεν ήθελε εκείνος και μάλιστα με απειλούσε πολλές φορές αν έκανα κάτι τέτοιο».
Οι τρεις κόρες του ζευγαριού ήταν συνεχώς δίπλα στη μητέρα τους και της συμπαραστάθηκαν. Μάλιστα, η μία κόρη της είπε: «η μάνα μας είναι μια πραγματική ηρωίδα. Όλη της τη ζωή ξενοδούλευε για να μας μεγαλώσει και να μας κάνει σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία.
Μετά την απολογία της και τις καταθέσεις η Γεωργία οδηγήθηκε στην εισαγγελία με τον εισαγγελέα Σταύρο Μαυρόπουλο να της λέει πως όταν δεν θέλομε έναν άνθρωπο τον χωρίζουμε, δεν τον σκοτώνουμε. Η 52χρονη του απάντησε πως ο Χρήστος παρενοχλούσε μία κόρη και αυτό είχε κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Επανέλαβε πως η συμπεριφορά του θανόντα ήταν βάναυση ενώ και ο δικηγόρος της επιβεβαίωσε την παρενόχληση του παιδιού κάνοντας δηλώσεις στους δημοσιογράφους.
Με πληροφορίες από «Εγκλήματα Γένους Θηλυκού», Πάνος Σόμπολος – Εκδόσεις Πατάκη.