Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ξεχωρίζει το σίκουελ τρόμου “Candyman”, το βραβευμένο στις Κάννες φουτουριστικό βραζιλιάνικο slasher γουέστερν “Bacurau”, και σε επανέκδοση Λιντς, Κισλόφσκι και Όλτμαν.
Οι κινηματογράφοι έχουν ανοίξει και το σινεμά αποτελεί πάλι μια αφορμή εξόδου. Παρουσιάζουμε όλες τις πρεμιέρες της Πέμπτης 26 Αυγούστου.
Οι κριτικές των ταινιών της εβδομάδας:
(Γιέλενα Πόποβιτς, 1ω49λ)
Βιογραφία του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια κι απειλές στην ταπεινή του πορεία στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρώτα τον διώχνουν από την Αλεξάνδρεια κληρικοί που φοβούνται πως λόγω της δημοφιλίας του θα γίνει ο επόμενος Πατριάρχης, κι έπειτα συκοφαντείται όταν επιχειρεί να χτίσει ένα μοναστήρι με τα ίδια του τα χέρια, στην Αίγινα. Η ταινία ακολουθεί την πορεία του μέχρι και το τελευταίο του θαύμα.
Εντυπωσιακά κακογυρισμένη συρραφή συμβάντων και εμφανίσεων προσώπων που ποτέ δεν αποκτούν οτιδήποτε το μεστό ή την οποιαδήποτε διάσταση πέραν του να αποτελέσουν μια ακόμα υποσημείωση στην ιστορία του Νεκτάριου. Ένα καστ γνώριμων πρωταγωνιστών εμφανίζονται σε άτακτη διαδοχή, καθένας και καθεμία στην δική τους ξεχωριστή ολιγόλεπτη παράσταση, δίχως συνοχή σε αφήγηση ή έστω σε ύφος. (Θα έπρεπε να είναι προφανές πως -εντελώς τυχαία παραδείγματα- η Καριοφυλλιά Καραμπέτη κι ο Χρήστος Λούλης έχουν την εντύπωση πως παίζουν σε δύο εντελώς διαφορετικές ταινίες.)
Ο Άρης Σερβετάλης (που έδωσε μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της χρονιάς στα “Μήλα”) εδώ παίζει παντελώς αμήχανα, μπερδεύοντας την απόδοση της αγνότητας με εκείνη της ατονίας. Γύρω του, ένα καστ που δίχως ρυθμό ή λογική μιλάει άλλοτε ελληνικά κι άλλοτε αγγλικά, άλλοτε υπαινικτικά κι άλλοτε υστερικά, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετώντας μια σεναριακή διάθεση εντελώς προφανή και διδακτική. Η ταινία, τελικά, μονότονα κακή με έναν τρόπο που δυστυχώς δεν αγγίζει καν τα καλτ επίπεδα κάποιου αλλοπρόσαλλα κατασκευασμένου Σμαράγδειου έπους σαν τον αξεπέραστο “Καζαντζάκη”. Κερδίζει το ένα αστεράκι για το δάκρυ του Μίκι Ρουρκ, του οποίου οι ελληνικές διακοπές ξεπέρασαν κι εκείνες της Αλίσια Βικάντερ για το “Beckett” του Netflix.
Candyman
*****
(Νία ΝταΚόστα, 1ω31λ)
Ο Άντονι, καλλιτέχνης και σύμφωνα με έναν λευκό curator «η επόμενη μεγάλη Μαύρη ελπίδα», μετακομίζει σε εντυπωσιακό διαμέρισμα μαζί με την κοπέλα του, στην gentrified περιοχή Καμπρίνι-Γκριν στο Σικάγο. Ύστερα από μια τυχαία συνάντηση ο Άντονι μαθαίνει για το θρύλο του Κάντιμαν (μια σκιώδη φονική φιγούρα που εμφανίζεται όταν πεις πέντε φορές το όνομά του στον καθρέφτη) και ερευνώντας την ιστορία για της ανάγκης της τέχνης του (και της εμμονής του) ξεκινά άθελά του έναν τρομακτικό νέο κύκλο βίας.
Σύγχρονη συνέχεια για την γνωστή ταινία τρόμου των ‘90s με τη Νία ΝταΚόστα στη σκηνοθεσία (του επερχόμενου υπερηρωικού “The Marvels”) και την υπογραφή του Τζόρνταν Πιλ στο σενάριο. Όπως πολλές από τις νέας κοπής ταινίες τρόμου (αν και, περιέργως, όχι του ίδιου του Πιλ) έτσι κι ετούτη υποφέρει έναν κάποιο στημένο διδακτισμό, με χαρακτήρες να κάνουν στο φτερό διαλεκτικές αναλύσεις δίχως να πείθουν ούτε για μια στιγμή πως έχουν συναίσθηση των όσων λένε. Όμως την ίδια στιγμή, η ταινία διαθέτει μια εννοιολογική πυκνότητα που άλλες αντίστοιχες ούτε που φαντάζονταν. Ο μύθος του Κάντιμαν παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με ιδέες εκμετάλλευσης και συλλογικής οργής, με το κείμενο και την εικόνα να κοιτάζουν πόλεις (τον ξεχασμένο τους εαυτό και το νέο, βυθισμένο πρόσωπό τους) και -Μαύρα- πρόσωπα.
Η ΝταΚόστα στήνει μια συλλογιστική πάνω στο πώς Μαύρες ιστορίες επανακαπετάρονται για λευκούς θεατές σε μια λευκή, gentrified κοινωνία αλλά και το πώς η οργή, ο πόνος, τα ουρλιαχτά, ελλοχεύουν πάντοτε κοντά στην επιφάνεια. Συνδέοντας ταυτόχρονα το «πες το όνομά του» Κάντιμαν με τη φράση που έγινε κινηματικό έμβλημα στις ΗΠΑ μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ και της Μπριάνα Τέιλορ. Το αποτέλεσμα είναι συχνά συγχυσμένο, με την ταινία να πέφτει κι η ίδια θύμα του entertainment κύκλου που παρουσιάζει και κριτικάρει. Παράλληλα, η δράση στην τρίτη πράξη φρενάρει και σχεδόν σύσσωμο το καστ χαραμίζεται στους ρόλους τους (με πρώτο και αμηχανότερο τον Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ). Όμως το εύρος μόνο και η τόλμη των ιδεών που παρουσιάζει το φιλμ το κάνουν συναρπαστικό ως θέαμα, όπως και ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο συνδέεται με το παλαιότερο φιλμ, μακριά από ανόητα, επιφανειακά easter eggs.
Candyman
*****
(Νία ΝταΚόστα, 1ω31λ)
Ο Άντονι, καλλιτέχνης και σύμφωνα με έναν λευκό curator «η επόμενη μεγάλη Μαύρη ελπίδα», μετακομίζει σε εντυπωσιακό διαμέρισμα μαζί με την κοπέλα του, στην gentrified περιοχή Καμπρίνι-Γκριν στο Σικάγο. Ύστερα από μια τυχαία συνάντηση ο Άντονι μαθαίνει για το θρύλο του Κάντιμαν (μια σκιώδη φονική φιγούρα που εμφανίζεται όταν πεις πέντε φορές το όνομά του στον καθρέφτη) και ερευνώντας την ιστορία για της ανάγκης της τέχνης του (και της εμμονής του) ξεκινά άθελά του έναν τρομακτικό νέο κύκλο βίας.
Σύγχρονη συνέχεια για την γνωστή ταινία τρόμου των ‘90s με τη Νία ΝταΚόστα στη σκηνοθεσία (του επερχόμενου υπερηρωικού “The Marvels”) και την υπογραφή του Τζόρνταν Πιλ στο σενάριο. Όπως πολλές από τις νέας κοπής ταινίες τρόμου (αν και, περιέργως, όχι του ίδιου του Πιλ) έτσι κι ετούτη υποφέρει έναν κάποιο στημένο διδακτισμό, με χαρακτήρες να κάνουν στο φτερό διαλεκτικές αναλύσεις δίχως να πείθουν ούτε για μια στιγμή πως έχουν συναίσθηση των όσων λένε. Όμως την ίδια στιγμή, η ταινία διαθέτει μια εννοιολογική πυκνότητα που άλλες αντίστοιχες ούτε που φαντάζονταν. Ο μύθος του Κάντιμαν παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με ιδέες εκμετάλλευσης και συλλογικής οργής, με το κείμενο και την εικόνα να κοιτάζουν πόλεις (τον ξεχασμένο τους εαυτό και το νέο, βυθισμένο πρόσωπό τους) και -Μαύρα- πρόσωπα.
Η ΝταΚόστα στήνει μια συλλογιστική πάνω στο πώς Μαύρες ιστορίες επανακαπετάρονται για λευκούς θεατές σε μια λευκή, gentrified κοινωνία αλλά και το πώς η οργή, ο πόνος, τα ουρλιαχτά, ελλοχεύουν πάντοτε κοντά στην επιφάνεια. Συνδέοντας ταυτόχρονα το «πες το όνομά του» Κάντιμαν με τη φράση που έγινε κινηματικό έμβλημα στις ΗΠΑ μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ και της Μπριάνα Τέιλορ. Το αποτέλεσμα είναι συχνά συγχυσμένο, με την ταινία να πέφτει κι η ίδια θύμα του entertainment κύκλου που παρουσιάζει και κριτικάρει. Παράλληλα, η δράση στην τρίτη πράξη φρενάρει και σχεδόν σύσσωμο το καστ χαραμίζεται στους ρόλους τους (με πρώτο και αμηχανότερο τον Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ). Όμως το εύρος μόνο και η τόλμη των ιδεών που παρουσιάζει το φιλμ το κάνουν συναρπαστικό ως θέαμα, όπως και ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο συνδέεται με το παλαιότερο φιλμ, μακριά από ανόητα, επιφανειακά easter eggs.
Candyman
*****
(Νία ΝταΚόστα, 1ω31λ)
Ο Άντονι, καλλιτέχνης και σύμφωνα με έναν λευκό curator «η επόμενη μεγάλη Μαύρη ελπίδα», μετακομίζει σε εντυπωσιακό διαμέρισμα μαζί με την κοπέλα του, στην gentrified περιοχή Καμπρίνι-Γκριν στο Σικάγο. Ύστερα από μια τυχαία συνάντηση ο Άντονι μαθαίνει για το θρύλο του Κάντιμαν (μια σκιώδη φονική φιγούρα που εμφανίζεται όταν πεις πέντε φορές το όνομά του στον καθρέφτη) και ερευνώντας την ιστορία για της ανάγκης της τέχνης του (και της εμμονής του) ξεκινά άθελά του έναν τρομακτικό νέο κύκλο βίας.
Σύγχρονη συνέχεια για την γνωστή ταινία τρόμου των ‘90s με τη Νία ΝταΚόστα στη σκηνοθεσία (του επερχόμενου υπερηρωικού “The Marvels”) και την υπογραφή του Τζόρνταν Πιλ στο σενάριο. Όπως πολλές από τις νέας κοπής ταινίες τρόμου (αν και, περιέργως, όχι του ίδιου του Πιλ) έτσι κι ετούτη υποφέρει έναν κάποιο στημένο διδακτισμό, με χαρακτήρες να κάνουν στο φτερό διαλεκτικές αναλύσεις δίχως να πείθουν ούτε για μια στιγμή πως έχουν συναίσθηση των όσων λένε. Όμως την ίδια στιγμή, η ταινία διαθέτει μια εννοιολογική πυκνότητα που άλλες αντίστοιχες ούτε που φαντάζονταν. Ο μύθος του Κάντιμαν παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με ιδέες εκμετάλλευσης και συλλογικής οργής, με το κείμενο και την εικόνα να κοιτάζουν πόλεις (τον ξεχασμένο τους εαυτό και το νέο, βυθισμένο πρόσωπό τους) και -Μαύρα- πρόσωπα.
Η ΝταΚόστα στήνει μια συλλογιστική πάνω στο πώς Μαύρες ιστορίες επανακαπετάρονται για λευκούς θεατές σε μια λευκή, gentrified κοινωνία αλλά και το πώς η οργή, ο πόνος, τα ουρλιαχτά, ελλοχεύουν πάντοτε κοντά στην επιφάνεια. Συνδέοντας ταυτόχρονα το «πες το όνομά του» Κάντιμαν με τη φράση που έγινε κινηματικό έμβλημα στις ΗΠΑ μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ και της Μπριάνα Τέιλορ. Το αποτέλεσμα είναι συχνά συγχυσμένο, με την ταινία να πέφτει κι η ίδια θύμα του entertainment κύκλου που παρουσιάζει και κριτικάρει. Παράλληλα, η δράση στην τρίτη πράξη φρενάρει και σχεδόν σύσσωμο το καστ χαραμίζεται στους ρόλους τους (με πρώτο και αμηχανότερο τον Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ). Όμως το εύρος μόνο και η τόλμη των ιδεών που παρουσιάζει το φιλμ το κάνουν συναρπαστικό ως θέαμα, όπως και ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο συνδέεται με το παλαιότερο φιλμ, μακριά από ανόητα, επιφανειακά easter eggs.
Bacurau
*****
(Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο, Ζουλιάνο Ντορνέλες, 2ω11λ)
Βραζιλιάνικο φουτουριστικό slasher γουέστερν σε ένα μέλλον που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το παρόν, σε ένα μικρό χωριό στη Βραζιλιάνικη ήπειρο το οποίο θρηνεί το χαμό της Μητέρας Καρμελίτα, ετών 94. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, οι κάτοικοι του χωριού αρχίζουν να παρατηρούν πως η κοινότητά τους εξαφανίζεται από τους χάρτες. Τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, τη χρονιά του “Parasite”.
Οι σκηνοθέτες Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο (του δυνατού “Aquarius”) και Ζουλιάνο Ντορνέλες στήνουν μια οριακά απερίγραπτη μίξη σπαγγέτι γουέστερν εικονογραφίας, slasher επιρροών από Τζον Κάρπεντερ, μετα-αποκαλυπτικού sci-fi, old school βραζιλιάνικου σινεμά παρανόμων, και κοινωνικού σινεμά, αφηγούμενοι μια ιστορία βίαιης αφομοίωσης, ενός μικρού παραδοσιακού χωριού που καταπίνεται από τις ορέξεις μιας αδηφάγας καπιταλιστικής λαίλαπας που συνδυάζει οπισθοδρομικές οπτικές και σύγχρονα όπλα. Είναι καουμπόηδες και Ινδιάνοι, δίχως ούτε στιγμή να αμφιβάλει κανείς ποιοι είναι οι (γκρίζοι, έστω) ήρωες- η οργή του φιλμ, δικαίως, ξεχειλίζει.
Το ζήτημα της οπτικής είναι ενδιαφέρον: Εδώ δεν υπάρχει κανένας παραδοσιακά κεντρικός ήρωας που να κουβαλά την αφήγηση, υπάρχει η ψυχή μιας συλλογικότητας. Σκληρόπετσοι χωρικοί, γιατροί με παραισθησιογόνες ουσίες, ενσαρκωμένοι λαϊκοί μύθοι ανάμεσα στον απλό λαό, στήνουν ανάχωμα ως «το τελευταίο χωριό που αντιστέκεται» απέναντι σε δυνάμεις οπλισμένες ως τα δόντια, UFO, και ξεπουλημένους χαρτογιακάδες πολιτικούς. Η ταινία είναι γυρισμένη σε βορειοανατολική περιοχή της βραζιλιάνικης υπαίθρου με μεγάλη παρουσία στην καλλιτεχνική παράδοση της χώρας, από τη λογοτεχνία ως το σινεμά (βλέπε “Κεντρικός Σταθμός” του Βάλτερ Σάλες) αλλά δοσμένη και χρωματισμένη ως κάτι πολύ πιο κοντά στη φύση, στις ρίζες, την ίδια στιγμή που μοιάζει και πολύ πιο σημερινή, γεμάτη γκάτζετ και viral βίντεο να παίζουν 24/7. Με τον ίδιο ίσως τρόπο που οι θεματικές περί βίας, ταυτότητας και αντίστασης που εξερευνά, να μοιάζουν διαχρονικές και παγκόσμιες, αλλά να αποκτούν νέα οξύτητα τη στιγμή της εκλογής ενός πολιτικού σαν τον Μπολσονάρο. (Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάιο του ‘19.)
Οι σκηνοθέτες κινηματογραφούν με καθαρή Panavision αισθητική κάδρου, δίνοντας χώρο στις συνθέσεις τους να αγγίξουν το επικό, και ειδικά όταν επιστρέφουν στο χωριό και τους χωρικούς, πετυχαίνουν κάτι που φλερτάρει με το εμβληματικό. Είναι πολλές οι φορές που είτε η αισθητική είτε το στήσιμο των σκηνών τους προδίδει, καθώς συχνά το αποτέλεσμα μοιάζει άτσαλα στημένο ή άψυχο, όμως όταν ένα πλάσμα τόσο φιλόδοξο όσο αυτό το κατασκεύασμα, λειτουργεί, τότε το επιτυγχάνει σε ένα τρομερό επίπεδο διασκέδασης και μοναδικότητας- όπως στην φοβερή τρίτη πράξη του αναπόφευκτου μακελειού. Μια ταινία φιλόδοξη, που ανάγει μια αυθεντικά τοπική ιστορία με χαρακτήρα, προσωπική γνώση και έγνοια, σε κάτι το μυθικά καλτ.
ΠΗΓΗ : news247