Η ελληνική οικονομία κατέγραψε μια εντυπωσιακή επίδοση το 2024, με το πρωτογενές πλεόνασμα να ανέρχεται σε 11,4 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 4,8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Τα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) επιβεβαιώνουν την υπεραπόδοση του πλεονάσματος, ξεπερνώντας κατά πολύ τις αρχικές εκτιμήσεις και ανοίγοντας τον δρόμο για ενδεχόμενα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση.
Η επίδοση αυτή όχι μόνο επιβεβαίωσε τις πληροφορίες για υπεραπόδοση που είχαν κυκλοφορήσει, κάνοντας λόγο για υπέρβαση των 500 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά ξεπέρασε ευχάριστα ακόμη και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός προέβλεπε αρχικά πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, με μια μεταγενέστερη, πιο φιλόδοξη πρόβλεψη για 2,5%, η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Το πρωτογενές πλεόνασμα εκτοξεύθηκε στο εντυπωσιακό 4,8% του ΑΕΠ, σχεδόν διπλάσια επίδοση από την αρχική πρόβλεψη, μεταφραζόμενη σε πάνω από 11 δισεκατομμύρια ευρώ στα δημόσια ταμεία.
Η θετική έκπληξη δεν περιορίστηκε μόνο στο πρωτογενές αποτέλεσμα. Αντί για ένα οριακό έλλειμμα (-0,1% του ΑΕΠ) που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του Νοεμβρίου, διαπιστώθηκε ένα στιβαρό συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, ύψους 1,3% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα κατάφερε το 2024 όχι απλώς να μηδενίσει πλήρως τα κρατικά ελλείμματα, αλλά να επιτύχει και ένα συνολικό πλεόνασμα, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Η σημαντική αυτή δημοσιονομική βελτίωση, η οποία αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύει τη θέση της Ελλάδας και δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Η επίτευξη ενός τόσο υψηλού πρωτογενούς και συνολικού πλεονάσματος δίνει στην κυβέρνηση μεγαλύτερη ευελιξία για τη λήψη μέτρων στήριξης της οικονομίας και της κοινωνίας στο μέλλον.