Νέα αναταραχή στον δημόσιο διάλογο προκαλεί πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η οποία, παρά την ήδη διαπιστωμένη δυσαρέσκεια των Ελλήνων πολιτών για το ύψος των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης), προτείνει περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων από τις κατηγορίες αυτές. Η πρόταση, δημοσιευμένη την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024, κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από τα αιτήματα επιχειρήσεων και καταναλωτών για μείωση των έμμεσων φόρων, αναδεικνύοντας και πάλι το ζήτημα της δίκαιης φορολόγησης και των κοινωνικών επιπτώσεων.
Στόχος η σταδιακή κατάργηση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ακόμη «περιθώρια» αύξησης των δημοσίων εσόδων μέσω της κατάργησης μειωμένων συντελεστών και διαφόρων απαλλαγών από τον ΦΠΑ. Παρά την πρόοδο που έχει γίνει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι ευνοϊκοί συντελεστές του ΦΠΑ ωφελούν περισσότερο τα πιο εύπορα νοικοκυριά. Ως εκ τούτου, προτείνει την αντικατάσταση των γενικών απαλλαγών από στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές στήριξης για τα ασθενέστερα στρώματα, ενώ προτείνει και την επαναφορά ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ, εφόσον δεν τεκμηριώνεται η συμβολή τους στη μείωση των ανισοτήτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μειωμένοι συντελεστές στον τουρισμό.
Αύξηση ΕΦΚ σε καπνικά, ανθυγιεινά τρόφιμα και ορυκτά καύσιμα
Πέρα από τον ΦΠΑ, ο ΟΟΣΑ στρέφει το βλέμμα του και στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, προτείνοντας περαιτέρω αυξήσεις. Συγκεκριμένα, εισηγείται:
- Αύξηση του ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα.
- Επιβολή ΕΦΚ σε τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, με το σκεπτικό ότι η επιβάρυνση θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην κατανάλωσή τους.
- Αύξηση των φόρων στα ορυκτά καύσιμα, με στόχο την ενθάρρυνση της στροφής σε πράσινη ενέργεια και ηλεκτροκίνητα οχήματα.
Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών ως προς τον ΕΦΚ στα καύσιμα, κατέχοντας την τέταρτη υψηλότερη θέση. Οι πολίτες πληρώνουν περίπου 0,70 ευρώ φόρο ανά λίτρο βενζίνης ή ντίζελ, με μέση τιμή στα πρατήρια περί τα 1,80 ευρώ ανά λίτρο. Ενδεχόμενη υιοθέτηση των προτάσεων του ΟΟΣΑ θα μπορούσε να αυξήσει το συγκεκριμένο χαράτσι πάνω από τα 0,80 ευρώ το λίτρο, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τους οδηγούς.
Υψηλοί φόροι σε μια ήδη επιβαρυμένη αγορά
Οι προτάσεις έρχονται σε μια περίοδο που οι πολίτες ζητούν ελαφρύνσεις, δεδομένου ότι η Ελλάδα παραμένει στη λίστα των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ (24%) στον ΟΟΣΑ και στην ΕΕ. Επιπλέον, η χώρα αντλεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φορολογικών εσόδων από έμμεσους φόρους – 15,4% του ΑΕΠ – έναντι μόλις 8,1% από άμεσους φόρους, γεγονός που επιβαρύνει δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2023 εισπράχθηκαν 23,4 δισ. ευρώ από ΦΠΑ και ΕΦΚ, ενώ το 2024 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ. Ο προϋπολογισμός του 2025 προβλέπει περαιτέρω αύξηση των εσόδων από αγαθά και υπηρεσίες (37,798 δισ. ευρώ), με τα έσοδα από ΦΠΑ να αγγίζουν τα 26,508 δισ. ευρώ και τους ΕΦΚ τα 7,239 δισ. ευρώ.
Η άποψη της κυβέρνησης και η «μάχη» των καταναλωτών
Η κυβέρνηση αποφεύγει τις μειώσεις στον ΦΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί διαχρονικό στυλοβάτη των δημοσίων εσόδων. Ακόμα και μετά τη μείωση του ΦΠΑ σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες κατά την περίοδο της πανδημίας, η συμβολή του ΦΠΑ στα κρατικά έσοδα παρέμεινε ισχυρή.
Αντίθετα, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν καθημερινά την ακρίβεια. Σύμφωνα με έρευνες, ένα μέσο καλάθι σούπερ μάρκετ (45 προϊόντων) κοστίζει περίπου 160,33 ευρώ την εβδομάδα, εκ των οποίων τα 21,67 ευρώ αφορούν τον ΦΠΑ. Σε ετήσια βάση, αυτό μεταφράζεται σε περίπου 1.126,84 ευρώ, σχεδόν όσο ένας μέσος μισθός στην Ελλάδα.
Παράλληλα, επιχειρηματίες από κλάδους όπως η εστίαση ζητούν την κατάργηση ή τη μείωση συγκεκριμένων ΕΦΚ, όπως του φόρου στον καφέ, καθώς η συνεχής αύξηση των τιμών σε βασικά προϊόντα αποτρέπει τους καταναλωτές, οδηγώντας σε μειωμένη ζήτηση και βλάβη για την αγορά.
Εν κατακλείδι
Οι προτάσεις του ΟΟΣΑ ανοίγουν για μία ακόμη φορά τη συζήτηση γύρω από την κατανομή των φορολογικών βαρών και την αποτελεσματικότητα της φορολογικής πολιτικής. Ενώ ο οργανισμός βλέπει περιθώρια για επιπλέον έσοδα από έμμεσους φόρους, στην πράξη αναδύεται το ερώτημα: πόσο αντέχουν να πληρώνουν περισσότερο οι καταναλωτές και πότε η αύξηση των έμμεσων φόρων θα ξεπεράσει το όριο της κοινωνικής ανοχής, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τον ήδη πιεσμένο οικογενειακό προϋπολογισμό; Οι απαντήσεις μένουν να δοθούν από την ελληνική κυβέρνηση, την κοινωνία και την εξέλιξη των οικονομικών δεδομένων.