Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου με τη Βάλια Κάλντα και το Αρκουδόρεμα, πετράδια του στέμματος, στον πυρήνα του, ολόγυρα
το Μαυροβούνι με τη Φλέγκα και τις λίμνες της και ο Λύγκος με το Αβγό, σμαράγδια την Άνοιξη, τοπάζια το Φθινόπωρο, είναι η επιτομή της ορεινής ομορφιάς.
Στις παρυφές του, έξω από τα όρια του, ώριμες κυράδες, γοητευτικές, κάποτε αφέντρες, τα χωριά Βοβούσα, Περιβόλι, Μικρολίβαδο, Κρανιά και Μηλιά είναι πάντα σε καλή διάθεση να φιλοξενήσουν τους οδοιπόρους της αναζήτησης.
Ένα δίκτυο μονοπατιών, λαγόνιες αρτηρίες, διακτινίζονται στο Δρυμό και μας οδηγούν σ’ εκπληκτικά τοπία.
Πρώτα-πρώτα σε μια φανταχτερή κοιλάδα, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται Βάλια Κάλντα, Ζεστή Κοιλάδα, ενώ στ’ αλήθεια, είναι από τις πιο κρύες περιοχές.
Σ’ ένα εντυπωσιακό ρέμα, το Αρκουδόρεμα, που εύστοχα υπονοεί το ενδιαίτημα του πιο σημαντικού άγριου της πανίδας μας. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η αρκούδα έχει την αποκλειστικότητα του χώρου. Αγριόγιδα και ζαρκάδια κι αγριογούρουνα ζευγαρώνουν σ’ απλησίαστες και ανέγγιχτες μεριές.
Σε αποκαλυπτικά διάσελα, σε γραφικά οροπέδια, σε ψηλές κορυφές, σε ονειρικές αλπικές λίμνες, σε μια αλληλουχία τοπίων καθηλωτική!
Προσεγγίσαμε τη Βάλια Κάλντα αξιοποιώντας τη διαδρομή Πολιτσές-Καταφύγιο Μαυροβουνίου-κορυφή Φλέγκα-Λίμνες Φλέγκα. Η διαδρομή είναι σηματοδοτημένη με ενδείξεις του ορεινού αγώνα δρόμου Ultra Ursa Trail.
Από τις Πολιτσές, στον περιμετρικό δρόμο στα βόρεια της τεχνητής λίμνης των Πηγών του Αώου, στα 1.350 μ. υψ., ανηφορίσαμε ως το Καταφύγιο Μαυροβουνίου και από εκεί λίγο ψηλότερα στη τοποθεσία Πάδε λε Λάκλου.
Είχαμε φάει πια τον περισσότερο ανήφορο. Ορειβατούσαμε σ’ ένα οροπέδιο, βοσκότοπο με καταπράσινες ανηφοριές και ισιώματα, που κάθε άλλο παρά μας κούραζαν. Η κορυφή Φλέγκα, η δημοφιλέστερη του Δρυμού, φαινόταν στα δυτικά να μας πλησιάζει.
Το υψίπεδο «έμοιαζε ζωγραφιά». Γεροδεμένα, ευρύστερνα, ρόμπολα σκορπισμένα εδώ κι εκεί, άγγιζαν το γαλάζιο.
Άλλα τσακισμένα από αστροπελέκι κρατούσανε ακόμη όρθια, αρνούμενα την πτώση. Κι άλλα καταγής στη γεννήτρα τους, υποταγμένα στο χρόνο και τις θύελλες.
Ανεβήκαμε εύκολα στην κορυφή, 2.157 μ. υψ.
«Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη».
Στα νότια, χαμηλά, η τεχνητή λίμνη των Πηγών του Αώου στο χρώμα του ανέφελου και πρωινού ουρανού με δαντελωτές τις ακτές της, καταπράσινα νησάκια και υπέροχα φιορδ.
Ένα λαμπρό αποτέλεσμα της σύμπραξης Φύσης και Μηχανικής!
Στα βόρεια, λίγο χαμηλότερα, ένα από τα συναρπαστικότερα τοπία.
Δύο αλπικές λίμνες, δρακόλιμνες, ασάλευτες σε δυο διαδοχικά πλατώματα η μια στα 1.960 μ. υψ. και η άλλη είκοσι μέτρα χαμηλότερα και πιο κάτω σ’ απόσταση «ένα τσιγάρο δρόμος» η Βάλια Κάλντα με τη δροσερή θωριά της και τα κρυμμένα μυστικά.
Κατεβήκαμε σαν αγριόγιδα, εκτός μονοπατιού, τα 200 μ. υψομετρικής διαφοράς, στην καταπράσινη και λουλουδιασμένη ακρολιμνιά τους.
Στις πλαγιές, που θαρρείς πως τις αγκαλιάζουν, πανέμορφα πεύκα σαν δραγάτες καθρεφτίζονται στα ακύμαντα νερά τους.
Ένα απ’ αυτά, από κάποιο σκουντούφλημα της φύσης κείτεται στα αβαθή της μεγαλύτερης.
«Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.» (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Δ. Σολωμός).
Την είδαν και οι τρίτωνες της λίμνης, κι έπαιξαν κι εκείνοι!
Μοιάζουν μάνα και κόρη, δεμένες εσαεί με ρυάκι-καταρράκτη, ως ομφάλιος λώρος, η μεγαλύτερη και πιο ψηλά να τροφοδοτεί με ζωογόνο νερό τη μικρότερη και πιο χαμηλά. Κι από αυτή να ξεφεύγει όσο νερό της περισσεύει, να κελαρύζει στον κατήφορο προς την κοιλάδα για να σμίξει με το Αρκουδόρεμα.
Με αποταμιευμένη την τόση ομορφιά ούτε που νιώσαμε τη δυσκολία του ανήφορου της επιστροφής στην κορυφή.
Επιστρέψαμε στο Καταφύγιο, από το ίδιο μονοπάτι, και συνέχεια, στις Πολιτσές.
Εκεί στρίψαμε τιμόνι κι αντί να πάμε Μέτσοβο και μέσω Εγνατίας να γυρίσουμε στο Αμύνταιο, όπως είχαμε έρθει με το γνωστό Subaru, είπαμε να κάνουμε βόλτα και να ρίξουμε μια ματιά στη Βοβούσα κι από το Περιβόλι και τον κόμβο της Εγνατίας, στους Μαυραναίους Γρεβενών, πίσω στο Αμύνταιο.
Εξαιρετική επιλογή! Θα … ημιπεριπλέαμε τη Βάλια Κάλντα με αυτοκίνητο επί δημοσίας οδού!
Διατρέξαμε τη βόρεια ακτογραμμή της τεχνητής λίμνης του Αώου, τη στέψη του φράγματος και δια μέσου ενός αξιοζήλευτου δάσους κωνοφόρων και φυλλοβόλων φθάσαμε στη Βοβούσα, στο χωριό του φίλου μας Γιάννη Δήμου.
Πανέμορφο, παραστατικό, καταπράσινο στη δική του κοιλάδα, τον Αώο να το μοιράζει άνισα στα δυο κι ένα πέτρινο μονότοξο γεφύρι με δρύινο κιγκλίδωμα, να διευκολύνει ανθρώπους και ζωντανά. Το γεφύρι εκείνο, που στα άγουρά του ακόμη χρόνια ο Γιάννης, όπως μου έχει διηγηθεί, πίνοντας espresso, δίπλα στο σιντριβάνι στη σκιά της μοσχοϊτιάς (τζιτζιφιά-μισίρκα) στο Cafe Forum του Μάκη Καπετανόπουλου στο Αμύνταιο, το καθάριζε από τις βουνιές των αγελάδων για να χαρτζιλικωθεί από τον μπάρμπα του τον Κοινοτάρχη! Σήμερα ο Αώος, ξεθυμασμένος εξαιτίας του φράγματος, μέσα στο χωριό δεν έχει τη βοή εκείνη, που έδωσε το όνομά της στη Βοβούσα!
Στην όμορφη πλατεία και στην ξεχωριστή ταβέρνα της, στα χείλη της κοίτης του ποταμού, γεμάτη με πεζοπόρους, που τρωγοπίνοντας ξεκουράζονταν από την κοπιώδη περιήγηση στη Βάλια Κάλντα και τη διάσχιση του Αρκουδορέματος, απολαύσαμε και εμείς τον αγλέουρα.
Ήμασταν εκεί ο Γιάννης Λιάσης, Ο Σάκης Γκερσάνης, ο Γιάννης Τραϊανός κι εγώ.
ΠΗΓΗ : lexovitis.blogspot.com