Με το γνωστό Subaru διατρέξαμε ένα δύσβατο ορεινό δρόμο και χρειάστηκε σε δυο-τρεις περιπτώσεις να αφιππεύσουμε, για να περάσουμε
με ασφάλεια, φυσικές, ιρλανδικές διαβάσεις, δημιούργημα ζωηρών νεροσυρμών, γεμάτες με πέτρες.
Σ’ ένα διάσελο, έξι χιλιόμετρα περίπου από το χωριό, σε μια στροφή του δρόμου, όπου και μια καλύβα από λαμαρίνες παρκάραμε.
Βρισκόμασταν στα καταπράσινα αλπικά λιβάδια, πέρα και πάνω από τη ζώνη του δάσους.
Ήταν ώρα για ορειβασία.
Στα δυτικά μάς περίμενε η κορυφή του Γράμμου. Την αφήσαμε προς στιγμή να … καρτερεί.
Ο σχεδιασμός, ήθελε πρώτα να βρούμε τη λίμνη.
Στα δεξιά, βόρεια-βορειοδυτικά, ένα μονοπάτι ανηφορίζει στο αλπικό λιβάδι της πλαγιάς, που έρχεται από την κορυφή Σακούλι, 2.414 μ. υψ.
Το ακολουθήσαμε. Σύντομα χάνεται, όμως τρεις-τέσσερις κούκοι, μικροί σωροί από πέτρες, επίτηδες φτιαγμένοι από ορειβάτες, σαν βουναλάκια από ασπάλακες, δείχνουν την κατεύθυνση.
Ο καιρός ήταν καταπληκτικός για ορειβασία. Πιο ιδανικός δε γινόταν.
Το ανάγλυφο έλαμπε στο φως, φυλλαράκι δε σειόταν και ο ορίζοντας ξεχυνόταν κρυστάλλινος.
Ανηφορίζοντας συνεχώς προσπεράσαμε τον πρώτο κούκο, φτάσαμε λαχανιασμένοι στο δεύτερο, πήραμε λίγες ανάσες ξεκούρασης και συνεχίσαμε για τον επόμενο. Χρήσιμα, πρακτικά σημάδια, δε χάνεις τη σωστή πορεία. Προσπεράσαμε άλλον ένα και ιδού, στα αριστερά και χαμηλότερα, στο λίκνο της, η αλπική λίμνη Γκιστόβα (αιδοίο, στη Βλάχικη, Γραμμουστιανή διάλεκτο), η ψηλότερη της Ελλάδας, στα 2.350 μ. υψ.
Ακύμαντη, γαλήνια, μια μυκηναϊκή κυανόχρωμη κύλικα, σ’ ένα καταπράσινο και λουλουδιασμένο πλαίσιο, υπάρχει εκεί ψηλά, κρυμμένη από τους αδιάκριτους, για να αναπαράγεται ο αλπικός τρίτωνας και να την ανακαλύπτουν έκθαμβοι οι ορειβάτες!
Την φάγαμε με τα μάτια μας από ψηλά, την φωτογραφίσαμε, κατεβήκαμε στις όχθες της, παρατηρήσαμε με ενδιαφέρον τους όμορφους κολυμβητές της!
Ενθουσιασμένοι και ξεκούραστοι συνεχίσαμε δυτικά-νοτιοδυτικά για τον δεύτερο στόχο μας, την ψηλότερη κορυφή, το Γράμμο.
Το μονοπάτι ακολουθεί τη μεθοριακή γραμμή με την Αλβανία.
Τραβερσάραμε στην πλαγιά μιας ενδιάμεσης κορυφής για να βγούμε συντομότερα στον αυχένα πριν τον τελικό ανήφορο για το στόχο μας.
Η πλαγιά είναι απότομη, χωρίς ζωνάρια, ένα υγρολίβαδο με αγριολούλουδα, που αποστράγγιζε νερά από λιωμένα χιόνια.
Λίγο πριν φτάσουμε στον αυχένα μια σάρα ήθελε πολλή προσοχή.
Εκεί, ενώ ξεκουραζόμασταν, έχοντας ανεμπόδιστη θέα στην κοιλάδα καταλάβαμε τι είναι ο Γράμμος στη γειτονιά της Γράμμουστας: Ένα απέραντο, καταπράσινο αλπικό λιβάδι, ένας καμβάς κεντημένος σταυροβελονιά με ομορφολούλουδα, άσπρα, κίτρινα, κόκκινα, μπλε, φούξια, με ορχιδέες (σαλέπι), γεντιανές, φλόμους, καμπανούλες, θυμάρι, ρίγανη, τσάι, μια αυτοκρατορία πετάλων και χρωμάτων!
Ένας καθαρόαιμος βοσκότοπος στις «καλντερικές» πλαγιές, μέχρι τις κορυφές, με κοπάδια πρόβατα και αγελάδες να βόσκουν, να μηρυκάζουν νωχελικά και να ξεδιψούν στις φυσικές ποτίστρες των αυλακιών με τα δροσερά, καθάρια νερά, με τους τετράποδους ποιμενικούς φίλους τους να παραφυλάνε και τον τσομπάνο χωρίς την παραδοσιακή φλογέρα αλλά μ’ ένα ραδιοφωνάκι και κινητό να εποπτεύει αφ’ υψηλού.
Και νερά, ναι, νερά, που ξεχειλίζουν από την ξεδιψασμένη γη στις πλαγιές, οι οποίες για μήνες ήταν χιονοσκέπαστες.
Που δημιουργούν ρυάκια και καθώς κατρακυλούν κελαρύζοντας γίνονται ανήσυχες και φλύαρες νεροσυρμές. Που χαμηλότερα σμίγουν μ’ άλλα νερά και όλα μαζί συγκλίνουν, λες και συμφωνούν, και διαμορφώνουν τον Αλιάκμονα. Τον βλέπουμε να καλπάζει στην κατηφορική κοιλάδα και στην έξοδό της, στο Καταφύκι, όπου με την επιμονή του, στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασσαν, έφαγε το βουνό, σμίλεψε το βράχο κι έπλασε άγριο και όμορφο και δυσκολοδιάβατο το φαράγγι του, να το διαβαίνει και να ξεχύνεται για το μακρινό ταξίδι του ως το Θερμαϊκό.
Από τον αυχένα το μονοπάτι για την κορυφή φαινόταν λιγότερο μακρύ αλλά πιο ανηφορικό.
Ανηφορίσαμε, πλησιάζαμε, το νιώθαμε. Ήμασταν ψηλότερα από όλα τριγύρω. Φάνηκε το κολονάκι, το τριγωνομετρικό της κορυφής. Φτάσαμε, πιο ψηλά δεν είχε!
Γράμμος 2.520μ. η τέταρτη ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας!
«Μεγάλος Είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου.»
Ένα έξοχο σκηνικό αναδυόταν ολόγυρα.
Οι κοιλάδες της Γράμμουστας στα βορειοανατολικά και του Πληκατίου στα νότια, με τον Αλιάκμονα η πρώτη και το Γοργοπόταμο η δεύτερη απλώνονταν καταπράσινες ανάμεσα στις κορυφές, που έγραψαν τη δική τους ιστορία στον Εμφύλιο.
Επιβλητικός ο Σμόλικας, εντυπωσιακή η Γκαμήλα, χαμηλοβλεπούσα η Βασιλίτσα και η Τραπεζίτσα, άγρια η Νεμέρτσικα.
Βουνά, όλο βουνά και ένας ουρανός αψεγάδιαστος να μας έχει υπό τη σκέπη του.
Μια σκυλίτσα κοκόνι, με ανασηκωμένη την όμορφη ουρά της, παιχνίδιζε στα πόδια μας.
Είχε κάνει κι αυτή … ορειβασία με τρεις ορειβάτες, που είχαν έρθει από την Αετομηλίτσα.
Όπως μας είπαν ήταν αδέσποτη και τους είχε ακολουθήσει από το χωριό.
Καθίσαμε στην κορυφή ικανό χρόνο και μεταξύ σνακ, νερού και ανακεφαλαίωσης της μέχρι τότε περιήγησης, σχεδιάσαμε την επιστροφή.
Είδαμε την πορεία μας ως μια επίκεντρη γωνία με κορυφή το διάσελο, όπου είχαμε αφήσει το Subaru.
Είχαμε διανύσει τη μια πλευρά της ως την Γκιστόβα και το τόξο της ως την κορυφή. Συμφωνήσαμε ότι ήταν προτιμότερο στην επιστροφή να ακολουθήσουμε την πορεία, που έδειχνε η νοητή γραμμή της δεύτερης πλευράς της γωνίας ως το διάσελο.
Αυτό ακριβώς κάναμε.
Ροβολήσαμε στην πλαγιά της ανατολικής όψης της κορυφής.
Για να σπάσουμε την κλίση της κάναμε καγκέλια και κινούμενοι σ’ ένα λουλουδολίβαδο φτάσαμε στη βάση του κώνου της κορυφής.
Σε μια νεροσυρμή, στην οποία, από ψηλότερα, είδαμε να ξεδιψάνε καστανοκόκκινες αγελάδες, δροσίσαμε τα πόδια μας. Έδρασε ιαματικά.
Συναντήσαμε τον ορεινό χωματόδρομο και σύντομα βρεθήκαμε στο Subaru, που μας ανέμενε υπομονετικά.
Μια «βοσκοπούλα» ανεβασμένη στην καρότσα ενός 4×4 αγροτικού, σκάναρε τις πλαγιές, όπου έβοσκαν οι αγελάδες της.
Μας είπαν, αργότερα στο χωριό, ότι έχει πεντακόσια κεφάλια.
Βόσκουν εκεί ψηλά μέρα-νύχτα, ελεύθερες και ωραίες μέχρι το φθινόπωρο.
Επιστρέψαμε ευδιάθετοι στη Γράμμουστα.
Στο φιλόξενο ξενώνα Grammos Lodge, σ’ ένα φυσικό περιβάλλον απαρομοίαστης ομορφιάς, γευτήκαμε ντόπια κρέατα στη σχάρα, γραμμουστιανή φέτα και κόκκινο κρασί.
Στο διπλανό τραπέζι, ένας απόμαχος, όπως ήταν ολοφάνερο, της νομαδικής κτηνοτροφίας με την γκλίτσα να στηρίζει το πηγούνι του μου είπε: «Στα νιάτα μου η Γράμμουστα είχε χίλιες ψυχές, εκατό χιλιάδες αιγοπρόβατα, εκατοντάδες άλογα και μουλάρια.» Τον έκοψα ενενήντα χρονών…
Ήμασταν εκεί ο Γιάννης Λιάσης, ο Θωμάς Τζήγας, ο Γιάννης Τραϊανός και εγώ.
ΠΗΓΗ : lexovitis