Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ανήκει σε μια άλλη κατηγορία αγίων ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν με τον οσιακό τους βίο ή την ομολογία τους ή και τα δύο μαζί, ενώπιον των διωκτών τους, μια δεύτερη μορφή συνεχούς μαρτυρίου με τα ίδια σωτήρια αποτελέσματα, καθώς και αυτή η μορφή ήταν το ίδιο απόλυτη σε αγάπη και σε ευθύνη με εκείνη των μαρτύρων.
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Ουκρανία από γονείς Ορθοδόξους. Άλλοι ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στην Πολτάβα και άλλοι σε ένα μικρό χωριό της περιοχής της Μαριούπολης, κοντά στο Αζόφ, μιας περιοχής που από τον 15ο αιώνα και μέχρι τον πρώτο μεγάλο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, στις αρχές του 1700, είχε μετατραπεί σε θέατρο συγκρούσεων.
Ο Ιωάννης, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, γεννήθηκε το 1690 και όταν ενηλικιώθηκε κατατάχθηκε στον στρατό του τσάρου. Έλαβε μέρος στο μεγάλο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1710-1711), ο οποίος κατέστη άδοξος για τη Ρωσία και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τους Τατάρους και στη συνέχεια πουλήθηκε στον Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο.
Σε αντίθεση με τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του, οι οποίοι ασπάστηκαν το Ισλάμ, εκείνος παρέμενε αφοσιωμένος στην πίστη του στον Ιησού Χριστό και ομολογούσε με θάρρος την πίστη του. Δήλωνε χαρακτηριστικά «Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω αποθάνη…». Αυτή η παρρησία και η ομολογία του χάρισαν τον ευαγγελικό τίτλο του νέου ομολογητού. Η ακλόνητη πίστη του και η στέρεη αγάπη του προς το Θεό εκφράστηκε με την ταπείνωση, την εργατικότητα και την υπομονή του.
Ζούσε στο στάβλο με τα ζώα και με Ιώβεια υπομονή δοξολογούσε και προσευχόταν στο Θεό.
Ακόμα και όταν του προσέφεραν ένα μικρό διαμέρισμα, εκείνος επέλεξε τη διαμονή του στο στάβλο, καταπονώντας το σώμα του.Αυτή η άσκηση όμως θα του εξασφάλιζε την ευωδιά του Αγίου Πνεύματος. Στο στάβλο αυτό επικοινωνούσε καθημερινά με τον Κύριο και στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου τελούσε αγρυπνίες.
Ο βίος του Οσίου Ιωάννη συμβάδιζε με τη συσταύρωση, τη μίμηση της μέχρι θανάτου υπακοής του Χριστού. Υπηρετούσε τον κόσμο, όπως ο σαρκωμένος Υιός του Θεού υπηρετούσε τον άνθρωπο.
Αντιμετώπιζε τα πάντα με αυτή την εκκλησιαστική προοπτική και αναδείχθηκε ως αποδέκτης της Θεοφανίας, ως καρπωτής του Αγίου Πνεύματος.
Η παρουσία του Ιωάννη στον τόπο του αποτέλεσε αληθινή ευλογία και προσέδωσε πολλά αγαθά.
Η προσευχή του ήταν τόσο δυνατή που έκανε θαύματα: Κάποτε ο αφέντης του αποφάσισε να μεταβεί για προσκύνημα στη Μέκκα. Η σύζυγός του, μετά την παρέλευση αρκετών ημερών, παρέθεσε τράπεζα σε συγγενείς και αξιωματούχους φίλους του, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει ο άνδρας της υγιής στον τόπο του από την αποδημία.
Ο Ιωάννης, ως συνήθως, υπηρετούσε στο τραπέζι. Μεταξύ των εδεσμάτων που παρατέθηκαν σε αυτό ήταν και το πιλάφι, που τόσο πολύ άρεσε στον Aγά.Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε το σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από αυτό το φαγητό!» ο Ιωάννης με προθυμία και απλότητα ζήτησε αμέσως ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα.
Στο άκουσμα των λόγων αυτών, οι παρευρισκόμενοι γέλασαν νομίζοντας ότι ο Ιωάννης ήθελε να φάει το φαγητό ή να το δώσει σε κάποια φτωχή οικογένεια. Εκείνος το πήρε, πήγε στο στάβλο και γονυπετής έκανε προσευχή κι ανέθεσε στο Θεό την ικανοποίηση του αιτήματός του. Και όντως το πιάτο χάθηκε από τα μάτια του, ο δε Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Δέχθηκε, όμως, και πάλι τα σκωπτικά σχόλια και τα γέλια των συνδαιτυμόνων. Η έκπληξη τους βέβαια ήταν μεγάλη, όταν, μετά από λίγες ημέρες, επέστρεψε ο Αγάς από το ταξίδι του και έφερε στις αποσκευές του το πιάτο με το χαρακτηριστικό οικόσημό του.
Διηγήθηκε μάλιστα πώς βρήκε το φαγητό, και μάλιστα ζεστό, στο δωμάτιό του στη Μέκκα, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο της μεταφοράς. Ακούγοντας τη διήγηση οι οικείοι του έμειναν άφωνοι, ενώ η σύζυγός του εξιστορούσε όσα διαδραματίστηκαν. Μετά από αυτό, διαδόθηκε η δικαιοσύνη και η αγάπη του Οσίου Ιωάννη προς το Θεό και κέρδισε το σεβασμό όλων.
Μετά από λίγα χρόνια, την 27 Μαΐου 1730, ο όσιος Ιωάννης αρρώστησε και προαισθανόμενος το τέλος του βίου του, ζήτησε να κοινωνήσει για τελευταία φορά τον ουράνιο άρτο. Για το σκοπό αυτό ζήτησε από τον ιερέα να μεταβεί στο στάβλο του.Όμως ο φόβος του ιερέως για το φανατισμό των Τούρκων, τον έκανε να φοβηθεί να μεταφέρει άγια στο στάβλο και κατά θεία φώτιση έβαλε μέσα σε ένα μήλο τη θεία Κοινωνία και έτσι κατάφερε να κοινωνήσει τον Όσιο Ιωάννη.
Μετά από λίγο παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Ο βίος του ήταν άξιος της ομολογίας και κέρδισε την τιμή του Θεού και των ανθρώπων, ακόμα και του αλλόπιστου αφέντη του. Υπήρξε μάρτυρας Εκείνου και για αυτό έλαβε το «στέφανο της ζωής».
Μετά την παρέλευση τριετίας από την εκδημία του προς τον Κύριο και την ταφή του, αποκαλύφθηκε με τρόπο ουράνιο το άφθαρτο και ευωδιάζον σώμα του.
Από το 1733 αυτό το ιερό λείψανο εισήλθε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ως προάγγελος της Ανάστασης. Η Εκκλησία θέτει σε υψηλή θέση τα χαριτόβρυτα ιερά λείψανα.
Ο Θεός δόξασε και τίμησε τον Όσιο Ιωάννη με εξαιρετικό τρόπο, διατηρώντας άσηπτο και αλώβητο το σκήνωμά του από αρκετούς εξωγενείς παράγοντες: τη φυσική κατάληξη του τάφου, το φανατισμό των Τούρκων, οι οποίοι αποπειράθηκαν να το κάψουν το 1832.Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη εορτάζεται η μνήμη του Οσίου την 27 Μαΐου, τόσο στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας, όσο και στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας.
Πραγματοποιείται Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, λιτάνευση του ιερού σκηνώματος στους δρόμους της κωμόπολης, ενώ αρκετοί προσκυνητές συρρέουν πεζή στο προσκύνημα και διανυκτερεύουν εντός του Ιερού Ναού. Μια δεύτερη πανήγυρη τελείται με τη συμμετοχή χιλιάδων πιστών την τελευταία Κυριακή κάθε Σεπτέμβρη, στην επέτειο των εγκαινίων του Ιερού Ναού του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου.