Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Μαρτίου του 1971, όταν στον 15ο και τελευταίο γύρο της “αναμέτρησης του αιώνα”, ο Τζο Φρέιζερ εξαπέλυσε το τρομερό αριστερό του hook πάνω στο σαγόνι του Μοχάμεντ Αλί, αναγκάζοντάς τον να σωριαστεί – για μόλις τρίτη φορά στην καριέρα του – στο καναβάτσο. Ο Αλί σηκώθηκε σχετικά γρήγορα, αλλά η τελική σφραγίδα της πρώτης επαγγελματικής ήττας στην καριέρα του είχε μόλις μπει. Σήμερα, το Magazine, 51 χρόνια μετά, θυμάται τον μεγαλύτερο πυγμαχικό αγώνα όλων των εποχών.
Χαρακτηρίστηκε ως “The Fight” (Ο Αγώνας) και θεωρείται όχι μόνο η κορυφαία πυγμαχική αναμέτρηση, αλλά και το πλέον πολυαναμενόμενο και διαφημισμένο αθλητικό γεγονός στην ιστορία. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά που δυο αήττητοι μποξέρ – ένας νυν και ένας πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία των βαρέων βαρών – θα ανέβαιναν στο ρινγκ για να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο με έπαθλο τον τίτλο. Η απήχηση ήταν τεράστια, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια των φίλων της πυγμαχίας και προκαλώντας το ενδιαφέρον ακόμα και όσων δεν είχαν καμία επαφή με τον αθλητισμό.
Και αυτό, επειδή πέρα από την πυγμαχία, η πολιτική, η θρησκεία, το αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και οι χαρακτήρες των δυο μποξέρ, έδωσαν μια άλλη, ξεχωριστή διάσταση σε όσα συνέβησαν στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαία η ονομασία που συνοδεύει τον αγώνα αυτό μέχρι σήμερα: “Fight of the century”. Πριν προχωρήσουμε όμως στη “μάχη του αιώνα”, ας δούμε πρώτα μερικά στοιχεία για τους δυο πρωταγωνιστές, ξεκινώντας από τον νικητή, Τζο Φρέιζερ.
ΤΖΟ ΦΡΕΪΖΕΡ – “SMOKIN’ JOE”
Ο Τζόζεφ Γουίλιαμ Φρέιζερ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1944 στο Μποφόρ της Νότιας Καρολίνας και ξεκίνησε το μποξ στην ηλικία των δεκαπέντε ετών. Τον ανακάλυψε ένας προπονητής πυγμαχίας στη Φιλαδέλφεια, όταν τον είδε να χτυπάει με τις γροθιές του τα κρεμασμένα από τα τσιγκέλια σφαχτά στην κρεαταγορά όπου εργαζόταν (από εκεί εμπνεύστηκε την ανάλογη σκηνή του πρώτου “Ρόκυ” ο Σιλβέστερ Σταλόνε).Το αποκορύφωμα της ερασιτεχνικής του καριέρας ήταν η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου το 1964 στους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο στην κατηγορία των βαρέων βαρών (νίκησε στον τελικό τον Γερμανό αντίπαλό του Χανς Χούμπερ αν και είχε σπασμένο τον αριστερό του αντίχειρα).
Ο Τζο, που του άρεσε να μασάει ένα κομμάτι ταμπάκο γιατί του θύμιζε τον πάτερα του, (από εκεί προέρχεται και το “Smokin’ Joe”) ήταν μια πραγματικά ασταμάτητη δύναμη της φύσης. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη τεχνική, όμως οι γροθιές του μπορούσαν να διαλύσουν οποιονδήποτε αντίπαλο. Τα περιβόητα “hooks” του (κλειστά γωνιακά χτυπήματα, κροσέ δηλαδή αλλά από πολύ κοντινή απόσταση) ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο όπλο του. Γιατί το πρώτο του χαρακτηριστικό, αυτό που τον έκανε να ισοσκελίζει την έλλειψη τεχνικής του, ήταν η απίστευτη αντοχή του στα χτυπήματα των αντιπάλων του.
Ένας από τους μεγαλύτερους “αγκισέρ” (γαλλικός πυγμαχικός όρος για τους μποξέρ που αντέχουν τα χτυπήματα και απαντούν άμεσα με δικά τους) όλων των εποχών, ο σκληροτράχηλος Φρέιζερ ήταν το απόλυτο άκρο αντίθετο του Αλί, όχι μόνο σαν στιλ αλλά και σαν χαρακτήρας και προσωπικότητα. Πυγμαχούσε πάντοτε σκυφτός, κινώντας συνεχώς τα χέρια του και μόλις έβρισκε το κενό για να εξαπολύσει το “hook” του, δε σταματούσε να χτυπάει παρά μόνο όταν σώριαζε κάτω τον αντίπαλό του.
Ήταν ακριβώς το στιλ που εξόργιζε έναν “όρθιο” μποξέρ όπως ο Αλί. Έξω από τα ρινγκ, ο Τζο ήταν ένας απλός, σεμνός, χαμηλών τόνων οικογενειάρχης, που πήγαινε ανελλιπώς στην εκκλησία της περιοχής του και ήταν πάντοτε προσιτός στον απλό κόσμο. Οι αντί-Αλί φίλαθλοι βρήκαν στον Φρέιζερ τον ιδανικό εκπρόσωπό τους, αν και ο ίδιος ο Τζο κατ’ επανάληψη δήλωνε πως δεν του άρεσε να τον χρησιμοποιούν ως “αντί” οποιουδήποτε. Στη διάρκεια της καριέρας του, ηττήθηκε μόνο από δυο πυγμάχους, τον Τζορτζ Φόρμαν και τον Μοχάμεντ Αλί (αμφότεροι – όπως και ο ίδιος – χρυσοί Ολυμπιονίκες και παγκόσμιοι πρωταθλητές).
ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ – “THE GREATEST”
Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1942 στο Λούισβιλ του Κεντάκι και ξεκίνησε την πυγμαχία σε ηλικία δώδεκα ετών, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960, σε ηλικία 18 ετών, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης (ο νεώτερος πυγμάχος στην ιστορία που το πέτυχε) στην κατηγορία των ελαφρών βαρέων βαρών (-81 κιλά). Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρατσούκλι “ο Μέγιστος”.
Ιστορική έχει μείνει η φράση του με την οποία αυτοχαρακτηριζόταν: “πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα”. Όπως ήταν φυσικό, η συμπεριφορά του – μέσα και έξω από το ρινγκ – προκάλεσε τόσο το θαυμασμό μέρους του φίλαθλου κοινού και των ειδικών του αθλήματος, όσο και την οργή άλλων. Ο Κάσιους Κλέι ήταν ένας χαρισματικός πυγμάχος, σίγουρα από τους κορυφαίους του αθλήματος και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του παγκόσμιου αθλητισμού όλων των εποχών. Ένας υπέροχος χορευτής και τεχνίτης.
Το κλειδί για την επιτυχία του Κλέι ήταν η ταχύτητά του. Διέθετε γρήγορα σαν την αστραπή χέρια και το αριστερό του “jab” (χτύπημα με μικρό άλμα) μπορούσε να κρίνει έναν αγώνα. Επίσης είχε την ικανότητα να αποφεύγει τις γροθιές του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας πολύ τα πόδια. Στη διάρκεια των αγώνων διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας.
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, διεκδίκησε για πρώτη φορά από τον Σόνι Λίστον τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, νικώντας σχετικά εύκολα στον 6ο γύρο (ο νεώτερος πυγμάχος – 22 ετών – που το πέτυχε απέναντι σε έναν εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή, ρεκόρ που κατέρριψε αργότερα ο Μάικ Τάισον στα 20 του χρόνια). Κάπου εκεί όμως άρχισαν τα προβλήματα. Λίγες μέρες μετά τη νίκη του, ο Κλέι ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στο “Έθνος του Ισλάμ” (Nation of Islam), μια ακραία οργάνωση που αποκαλούσε “δαίμονα” τη λευκή φυλή και λίγο αργότερα ο πνευματικός του καθοδηγητής, Ελάιζα Μοχάμεντ, του έδωσε το όνομα Μοχάμεντ Αλί.
Ο ΚΑΣΙΟΥΣ ΚΛΕΪ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
“Πλέον δε χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ”, ήταν τα πρώτα του λόγια προς τους δημοσιογράφους με την καινούργια του ταυτότητα. Τα επόμενα χρόνια ο Αλί κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί με επιτυχία τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα.
Ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων όπως οι Φλόυντ Πάτερσον (τον οποίο κυριολεκτικά διέλυσε για να τον εκδικηθεί, επειδή επέμενε να τον αποκαλεί με το πρώτο του όνομα, Κάσιους Κλέι), Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον. Για να καταλάβετε για τι “μηχανή” μιλάμε, στις 14 Νοεμβρίου του 1966, στην αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, σε μόλις τρεις γύρους, πρόλαβε να χτυπήσει τον αντίπαλό του περισσότερες από εκατό φορές, τον σώριασε τέσσερις φορές, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα.
Τον Απρίλιο του 1967, στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για θρησκευτικούς λόγους, λέγοντας την ιστορική φράση “I ain’t got no quarrel with them Viet Cong – no Viet Cong ever called me nigger” (δεν έχω καμία διένεξη με τους Βιετκόνγκ, κανένας από αυτούς δε με αποκάλεσε ποτέ αράπη). Για τη στάση του αυτή, αντιμετώπισε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, ενώ μετά από δίκη, του αφαιρέθηκαν ο τίτλος του πρωταθλητή και η πυγμαχική άδεια.
Αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τριάμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Αλί ξεχώρισε γενικά για τη στάση του απέναντι σε θέματα σχετικά με την ελευθερία και τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση κυρίως ανάμεσα στη νεολαία και ειδικότερα την προοδευτική – και εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ – πανεπιστημιακή κοινότητα.
ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ Ο ΦΡΕΪΖΕΡ
Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, οι διοργανωτές αγώνων επαγγελματικού μποξ προσπαθούσαν να βρουν τον διάδοχο του Αλί. Και δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν στο πρόσωπο – ή μάλλον στις γροθιές – του Τζο Φρέιζερ. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1970 ο Φρέιζερ κέρδισε τον Τζίμι Έλις στη Νέα Υόρκη και πήρε επίσημα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Ο Αλί δεν είδε με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή και σε κάθε ευκαιρία τόνιζε στα μίντια πως ο μοναδικός και πραγματικός πρωταθλητής ήταν ο ίδιος.
Αυτό φυσικά που προσπαθούσε να πετύχει, ήταν να αρθεί η απαγόρευση που του είχε επιβληθεί και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον Φρέιζερ σε ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στο ρινγκ. Τον Αύγουστο του 1970 – και ενώ εκκρεμούσε ακόμα η έφεση του Αλί – η πολιτεία της Τζόρτζια εξέδωσε μια πυγμαχική άδεια στο όνομά του, ενώ ένα μήνα αργότερα, στην εκδίκαση της έφεσης, ο Αλί δικαιώθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε πως η αφαίρεση της πυγμαχικής του άδειας ήταν παράνομη και καταχρηστική.
Ο ΑΛΙ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Ο δικαστής διέταξε άμεση επανόρθωση και η Πυγμαχική Επιτροπή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης υποχρεώθηκε να θέσει και πάλι σε ισχύ την άδεια του πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή. Στις 26 Οκτωβρίου, στην επανεμφάνισή του μετά από 3,5 χρόνια, ο Αλί αντιμετώπισε τον Τζέρι Κουάρι και “καθάρισε” μετά από τρεις γύρους. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, πέτυχε την 31η σερί νίκη του απέναντι σε έναν από τους ισχυρότερους μποξέρ της εποχής, τον Αργεντίνο Όσκαρ Μποναβένα, μετά από έναν δραματικό αγώνα που κρίθηκε με τεχνικό νοκ άουτ στον 15ο γύρο.
Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο από τον Φρέιζερ και η μεγάλη συνάντηση ορίστηκε για τις 8 Μαρτίου του 1971. Ο Αλί είχε μπροστά του τρεις μήνες για να προετοιμάσει το come-back του. Το γεγονός ότι και οι δυο αντίπαλοι “ξεκινούσαν” από τη θέση του παγκόσμιου πρωταθλητή (ο μεν Φρέιζερ ως κάτοχος, ο δε Αλί ως πρώην αλλά χωρίς να έχει χάσει τον τίτλο σε αγώνα), πρόσθεσε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, στην έτσι κι αλλιώς πολυαναμενόμενη αναμέτρηση.
ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Η μεγάλη συνάντηση κανονίστηκε να πραγματοποιηθεί στο “Madison Square Garden” της Νέας Υόρκης. Ο κάθε ένας από τους δυο μποξέρ είχε συμφωνηθεί να εισπράξει 2,5 εκατομμύρια δολάρια ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί μέχρι τότε στην ιστορία του αθλητισμού για έναν μόνο αγώνα. Οτιδήποτε είχε σχέση με την επικείμενη “σύγκρουση” Φρέιζερ-Αλί, βρισκόταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο γραπτός Τύπος ασχολούνταν καθημερινά με το γεγονός πολλές εβδομάδες πριν.
Η ένταση και η προσμονή μεγάλωναν μέρα με τη μέρα. Τα 20.455 εισιτήρια που διατέθηκαν, έγιναν ανάρπαστα. Τα πιο ακριβά, οι “ringside seats”, δηλαδή οι θέσεις γύρω από το ρινγκ, κόστιζαν 150 δολάρια (περίπου 875 σημερινά ευρώ), ενώ οι συνολικές εισπράξεις (μόνο από τα εισιτήρια) ανήλθαν στο 1,5 εκατομμύριο δολάρια (περίπου 8.750.000 σημερινά ευρώ). Τον αγώνα παρακολούθησαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους περίπου 300 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο ρεκόρ τηλεθέασης για την εποχή.
50 χώρες είχαν αγοράσει τα δικαιώματα, ενώ η μετάδοση και ο σχολιασμός έγιναν σε 12 διαφορετικές γλώσσες. Ο αγώνας μεταδόθηκε επίσης και μέσω κλειστού τηλεοπτικού και κινηματογραφικού κυκλώματος, με χρήση του pay per view (μόνο στις ΗΠΑ, υπολογίστηκε ότι 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν την αναμέτρηση με αυτόν τον τρόπο, αριθμός ρεκόρ για την εποχή). Στο Λονδίνο, 90.000 άνθρωποι είδαν τον αγώνα μέσα στη νύχτα σε κινηματογράφους, ενώ συνολικά στη Μεγάλη Βρετανία, οι τηλεθεατές μέσω του BBC1, ανήλθαν στα 27,5 εκατομμύρια, αριθμός που τότε αντιστοιχούσε στον μισό πληθυσμό της χώρας!
Τα κέρδη μόνο από το pay per view, σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, άγγιξαν τα 46 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 275 εκατομμύρια σημερινά ευρώ). Άλλα χαρακτηριστικά νούμερα ήταν τα 5,5 εκατομμύρια τηλεθεατές στην Ιταλία και τα 2 εκ. τηλεθεατές στη Νότια Κορέα. Σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ ξέσπασαν ταραχές στους κινηματογράφους που έδειχναν τον αγώνα, όταν λόγω τεχνικών προβλημάτων, διακόπηκε η μετάδοση στη διάρκεια του τρίτου γύρου. Σε ό,τι αφορά το στοίχημα, ο Φρέιζερ παιζόταν 6 προς 5 σε σχέση με τον Αλί.