Βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικές τις ιστορίες του πώς κάποιοι παλιοί ηθοποιοί, σε μια εποχή που το επάγγελμα αυτό ήταν πολύ παρεξηγημένο και θεωρούταν ακόμη και ανήθικο, ξεκίνησαν την καριέρα τους μέσα από διαφορετικά επαγγελματικά μετερίζια (είτε επειδή οι ίδιοι το είχαν αποφασίσει είτε επειδή τους τα είχαν επιβάλει οι οικογένειές τους) προτού καταλήξουν να βγουν στο θεατρικό σανίδι. Εδώ έχω κάνει μια ενδεικτική επιλογή με ενδιαφέρουσες ιστορίες για τους Βασίλη Αυλωνίτη, Σοφία Βέμπο, Χρήστο Ευθυμίου, Αλέξανδρο Μινωτή, Χριστόφορο Νέζερ, Πέτρο Κυριακό, Κυριάκο Μαυρέα και Μιχαήλ Κωνσταντίνου.
Βασίλης Αυλωνίτης
Πριν γίνει ηθοποιός, ο Βασίλης Αυλωνίτης εργαζόταν πρώτα ως τσιράκι και στη συνέχεια ως κάλφας στο υποδηματοποιείο Τσαχ, που βρισκόταν στην οδό Ερμού. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ το θέατρο, έκανε συχνά παρέα με ηθοποιούς σε διάφορες ταβέρνες του Θησείου και προκειμένου να εξασφαλίζει ελεύθερη είσοδο στο θέατρο Έντεν της περιοχής, έβρεχε με λάστιχο την πλατεία του θεάτρου, για να την καθαρίσει. Κάποια στιγμή προσλήφθηκε ως τραγουδιστής, όμως τραγουδούσε μαζί με άλλους από τις κουίντες και δεν εμφανιζόταν επί της σκηνής, ώσπου ένα βράδυ ο θεατρώνης θέλοντας να κάνει το κέφι του έσπρωξε τον Αυλωνίτη στη σκηνή, όπου παίζονταν οι “Ερωτικές γκάφες”. Εκείνος δεν τά χασε, ανταπεξήλθε άνετα στον αναπάντεχο ρόλο, κέρδισε την πλατεία και κάπως έτσι ξεκίνησε η θεατρική του καριέρα.
Σοφία Βέμπο
Η Σοφία Βέμπο εργάστηκε αρχικά ως ταμίας στο κατάστημα του Γ. Φλωριά, που πουλούσε ανταλλακτικά είδη αυτοκινήτων και ποδηλάτων στο Βόλο. Η πρώτη της εμφάνιση σε κοινό έγινε με αφορμή ένα ταξίδι της στη Θεσσαλονίκη με ατμόπλοιο. Ο καπετάνιος του καραβιού την άκουσε να τραγουδάει με κιθάρα και βοήθησε στην οργάνωση ενός ρεσιτάλ προς τιμή της στη “νύφη του Θερμαϊκού”.
Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών, ο Χρήστος Ευθυμίου εργαζόταν στο Υποθηκοφυλακείο, που τότε βρισκόταν στην οδό Σταδίου και αργότερα στη γωνία των οδών Αιόλου και Ερμού. Ο μισθός όμως ήταν χαμηλός και κάποιοι υπάλληλοι έστηναν το ονομαζόμενο “παραγάδι” σε πλούσιους ή αφελείς, πολίτες πρόθυμους να πληρώσουν ένα εξτρά φιλοδώρημα για να διευθετηθεί ταχύτερα η υπόθεσή τους. Μια μέρα αποφάσισε να αλλάξει τελείως σελίδα στην ζωή του, άφησε πίσω τόσο τα Νομικά όσο και τη δουλειά στο Υποθηκοφυλακείο και πολύ σοφρά πράττοντας ο Χρήστος Ευθυμίου βγήκε στο θέατρο.
Ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου τον 20ο αιώνα, ο Αλέξανδρος Μινωτής, καταγόταν από μια καλή οικογένεια της Κρήτης και ο πατέρας του τον προόριζε για διευθυντή Τράπεζας. Πράγματι, ο Μινωτής εργάστηκε για ένα διάστημα ως τραπεζικός υπάλληλος, όμως αντιμετώπιζε τη δουλειά αυτή μάλλον ως αγγαρεία αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα και στις φιλολογικές του παρέες προκαλώντας την αντίδραση του πατέρα του. Όταν μια μέρα εμφανίστηκε σε μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, το σκάνδαλο για την οικογένεια ήταν τεράστιο. Ο Μινωτής έφυγε από την Κρήτη και κατευθύνθηκε στην Αθήνα, όπου τελικά του ανοίχτηκε μια τεράστια θεατρική καριέρα.
Χριστόφορος Νέζερ
Ο εγγονός και συνονόματος του πρώτου διοικητή της Αθήνας (εκ των Βαυαρών που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα το 1835), ο Χριστόφορος Νέζερ ξεκίνησε να σπουδάζει χημικός στη σχολή Ρουσσοπούλου. Δεν ήταν όμως η κλίση του στη χημεία, την οποία μάλιστα πήρε από φόβο, όταν, όπως γράφτηκε, μια μέρα τυφλώθηκε προσωρινά από αναθυμιάσεις των οξέων στο εργαστήριο.
Καθοριστικό πάντως για την απόφασή του να εγκαταλείψει τη σχολή φαίνεται πως ήταν ένα άλλο ατύχημα, όταν κάποιος συμφοιτητής του αναποδογύρισε ένα φιαλίδιο με μυρμηκικό οξύ προκαλώντας εγκαύματα στα χέρια του. Αποφάσισε τότε να καλλιεργήσει το καλλιτεχνικό του ταλέντο και παρά τις αντιδράσεις των γονιών του, ο Χριστόφορος Νέζερ έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ένα πρόβλημα με το μάτι του, ωστόσο, ανέκοψε την προοπτική της όποιας επαγγελματικής ενασχόλησης με την ζωγραφική, ενώ ως αντικαταστάτη του στη Σχολή όρισε τον αδελφό του, Θεμιστοκλή. Μια μέρα, εκεί που ο Χριστόφορος κατέβαινε την οδό Σταδίου συνάντησε τον Νικηφόρο Λύτρα, ο οποίος και του πρότεινε το ρόλο του πρίγκιπα Κάλιξ στο θίασο της ηθοποιού Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου εκείνης της εποχής. Το ίδιο κιόλας βράδυ ο Χριστόφορος Νέζερ συμμετείχε στην πρώτη του παράσταση στην Κηφισιά και πραγματικά άλλαξε όλη η πορεία της ζωής του.
Πέτρος Κυριακός
Από μικρός μπήκε στη βιοπάλη ο πολυτεχνίτης Πέτρος Κυριακός. Σε ηλικία δέκα ετών κατασκεύαζε μόνος του χαρταετούς, τους οποίους πωλούσε σε τιμή ευκαιρίας στα παιδιά των συνοικιών προκαλώντας την οργή των εμπόρων, που τον κυνηγούσαν και τον ανάγκασαν ν’ αλλάξει δουλειά. Έτσι, ο Κυριακός έγινε σφεντονάς. Όχι απλά κατασκεύαζε και πωλούσε σφεντόνες, αλλά ίδρυσε και “Σχολή Σφεντόνας” διδάσκοντας τα μυστικά του πετροπόλεμου στους ενδιαφερόμενους (έναντι “διδάκτρων” εννοείται). Όταν όμως η αστυνομία τς πρωτεύουσας αποφάσισε στα σοβαρά να κυνηγήσει τους ταραξίες με τις πέτρες και τις σφεντόνες, η σχολή έκλεισε και ο Κυριακός έβγαζε χρήματα μαζεύοντας μ’ ένα ζεμπίλι το κωκ που έπεφτε στο δρόμο από τα κάρα έξω από το εργοστάσιο γκαζιού στο… Γκάζι. Δεν τελείωσαν όμως εδώ οι επαγγελματικές του περιπέτειες.
Αργότερα έγινε χτίστης, κατόπιν έπιασε δουλειά σ’ ένα παπουτσάδικο, όπου – γνωστός και ως Πετράν – ειδικεύτηκε στην κατασκευή παπουτσιών για μωρά, πουλούσε σταφύλια, δούλεψε ως ψαλιδιστής σ’ ένα καπνοκοπτήριο (δηλαδή ψαλίδιζε τις άκρες των τσιγάρων που έφτιαχναν οι άλλοι εργάτες) και τελικά προσελήφθη από τον καραγκιοζοπαίχτη Μόλλα ως “αμανετζής”, έλεγε δηλαδή τους αμανέδες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Χατζηαβάτη σε μια από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη. Κάποια στιγμή τον εντόπισε ο ηθοποιός Σβορώνος, ο οποίος του πρότεινε να βγει στο θέατρο, αρκεί να ξύριζε το μουστάκι του. Παρά τους αρχικούς του δισταγμούς, ο Κυριακός το πήρε απόφαση: “Αφού είναι για την τέχνη, το κόβω”!. Κι έτσι προσελήφθη στο θίασο Παπαγιάννη, ενώ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους “Ερωτευμένους” του Χατζηαποστόλου.
Κυριάκος Μαυρέας
Ο Κυριάκος Μαυρέας, που με τον Κυριακό δημιούργησαν ένα μοναδικό ντουέτο ως Καρούμπας και Καρκαλέτσος στην οπερέτα “Οι Απάχηδες των Αθηνών”, εξασκούσε αρχικά τις καλλιτεχνικές του ικανότητες σ’ ένα κουρείο του Μεταξουργείου και συνέχισε την επαγγελματική του πορεία ως υπάλληλος στο σιδερωτήριο του Αλεξίου επί της οδού Κοραή, απ’ όπου απολύθηκε με τον πλέον επεισοδιακό τρόπο. Όταν κάποια μέρα ήθελα να πάει για μπάνιο με τους φίλους του, αλλά δεν είχε αρκετά χρήματα για το σκοπό αυτό, ο Μαυρέας προσπάθησε να κερδίσει λίγα χρήματα πουλώντας κόλλα από το μαγαζί.
Έκρυψε, λοιπόν, ένα κουτί κόλλα, το οποίο θα πουλούσε, όμως δεν πρόλαβε να βγει από το μαγαζί του και ο εργοδότης του πρόσεξε ένα παράξενο φούσκωμα κάτω από το σακάκι του υπαλλήλου του. “Τι είναι αυτό που φουσκώνει κάτω από το σακάκι σου;” τον ρώτησε. “Το στήθος μου!” ήταν η αμήχανη απάντηση, μόνο που εκείνη τη στιγμή το κουτί ξέφυγε και έπεσε στο πάτωμα αποκαλύπτοντας την απόπειρα κλοπής! Αργότερα ο Μαυρέας εργάστηκε στο “Λαό της Ελλάδος” του Μιμηκόπουλου, στο τυπογραφείο του “Ελεύθερου Τύπου”, ώσπου κάποια μέρα εμφανίστηκε απρόσκλητος στα παρασκήνια του θεάτρου Πανόραμα, όπου παιζόταν η επιθεώρηση “Πειρασμός”. Παρά τις διαμαρτυρίες των ηθοποιών, βγήκε στη σκηνή και έπαιξε… εθελοντικά! Τελικά, το 1919 εντάχθηκε στο κόρο του θιάσου Παπαγιάννη το 1919 και η πρώτη του – επίσημη πλέον – εμφάνιση έγινε στο νούμερο του τοιχοκολλητή σε μια επιθεώρηση του θεάτρου “Απόλλων”.
Μιχάλης Κωνσταντίνου
Ο Μιχάλης Κωνσταντίνου, πατέρας του αγαπημένου ηθοποιού Γιώργου Κωνσταντίνου, είχε μια επίσης πολυτάραχη επαγγελματική πορεία πριν γίνει τενόρος και ηθοποιός. Ξεκίνησε ως βιβλιοδέτης, αισθανόμενος μεγάλη ευχαρίστηση κάθε φορά που χρησιμοποιούσε το κοφτερό μαχαίρι, καθώς κατά κάποιον τρόπο έπαιρνε την.. “εκδίκησή” του από τα βιβλία, που τον είχαν ταλαιπωρήσει στη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων.
Παράλληλα, εκδήλωσε μια ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, ενώ δεν έχανε παραστάσεις του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως ήταν άλλα τα ήθη της εποχής και ο οδοντίατρος αδελφός του του ξέκοψε κάθε σχετική σκέψη με λίγο… ξύλο! Ωστόσο, ο Μιχάλης Κωνσταντίνου παράτησε το βιβλιοδετείο και εργάστηκε διαδοχικά ως ηλεκτρολόγος, κομμωτής, εμποροϋπάλληλος και εργάτης σ’ ένα εργοστάσιο κουτιών. Έχοντας γνωριμίες με κομπάρσους που συμμετείχαν στην παράσταση “Άγνωστος” του θιάσου Κυβέλης, έβαλε τα μέσα και προσελήφθη στο ρόλο του ενόρκου, όπου φυσικά δεν έβγαζε μιλιά.
Αυτή ήταν η πρώτη του άμεση επαφή με το θέατρο ως ηθοποιός – έστω ως κομπάρσος – όμως ακολούθησε ο (πρώτος παγκόσμιος) πόλεμος, ο Κωνσταντίνου πήγε στρατιώτης, αιχμαλωτίστηκε από του Γερμανούς και κρατήθηκε στο στρατόπεδο του Γκαίρλιτς, ενώ μετά το τέλος του πολέμου, όταν γύρισε στην Αθήνα, ξεκίνησε και επίσημα τη θεατρική του καριέρα στο πλευρό του Αιμίλιου Βεάκη στο θέατρο της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων.
ola-ta-kala.blogspot.com