Της Ειρήνης Καρυδη
«Κοιτάξτε, μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι χώρες προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες μπορεί να ζητούν κάποια βεβαίωση εμβολιασμού ή έστω βεβαίωση ότι κάποιος δεν ασθενεί εκείνη τη στιγμή».
Η δήλωση του Μητσοτάκη, στη συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 την περασμένη Τρίτη, πέρασε στο ντούκου ενώ δεν θα έπρεπε και αυτό γιατί μερικές μέρες μετά ήρθε ο ίδιος να επιβεβαιώσει πλήρως, τα σενάρια για την δυνατότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων να χρησιμοποιήσουν το πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Το οποίο μάλιστα ο ίδιος θεωρεί απαραίτητο, γι’ αυτό και έστειλε σχετική επιστολή στη Φον ντερ Λάιεν, ζητώντας να συζητηθεί το θέμα σε επίπεδο Ε.Ε. και να λειτουργήσει ως ένα, «θετικό κίνητρο ενθάρρυνσης των πολιτών να εμβολιαστούν»!
Έχουμε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε μία προσπάθεια εργαλειοποίησης της πανδημίας του SARS-CoV-2, όπου οι επιχειρήσεις αποκτούν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν μια «ταξική ευγονική» στις επιχειρήσεις τους. Ενώ, υπάρχουν άνθρωποι που δε θα εμβολιαστούν, επειδή πάσχουν από κάποιο σοβαρό αυτοάνοσο νόσημα ή από κάποια σοβαρή αλλεργία.
Το πιστοποιητικό εμβολιασμού που δε θα διαθέτουν θα αντικατασταθεί από κάποιο πιστοποιητικό απαλλαγής τους, αλλά ακόμα και σ’ αυτό δε θα αναγράφεται ο ακριβής λόγος της απαλλαγής τους, θα αναγράφεται σίγουρα ότι απαλλάσσονται για λόγους υγείας (προκειμένου να διακρίνονται από τους αρνητές του εμβολίου), αυτή όμως η απαλλαγή θα είναι επαρκής για να θεσπιστεί σε βάρος τους ένα καθεστώς διάκρισης.
Με αποτέλεσμα, μία επιχείρηση θα σκεφτεί να προσλάβει έναν εργαζόμενο που πάσχει από κάποιο αυτοάνοσο ή από σοβαρή αλλεργία, όταν υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι για την ίδια θέση και με «καθαρό» πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Και μην ξεχνάμε ότι ήδη, οι γυναίκες βιώνουν διακρίσεις λόγω πιθανής εγκυμοσύνης, πόσο μάλλον όταν η θέσπιση του πιστοποιητικού εμβολιασμού θα θεμελιώσει μια γενική διάκριση ανάμεσα σε «υγιείς» και «αρρώστους». Ή ότι θα καταστεί εργαλείο άσκησης κάθε είδους εργασιακών εκβιασμών πάνω σε ήδη εργαζόμενους.
Η κοινωνία, όπως βλέπουμε γύρω μας, ξεπερνά φοβίες και επιφυλάξεις και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα δεν είναι η αντιεμβολιαστική στάση ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, αλλά το πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο δεν έχει καμιά συνεισφορά πέραν από στοιχείο κάθε είδους διακρίσεων και ταξικών εκβιασμών.
Άλλωστε, και μόνο η συμπεριφορά των αστικών κυβερνήσεων στη διαχείριση της πανδημίας θα έπρεπε να μας «ψυλλιάσει» για τις πραγματικές προθέσεις τους.
Γιατί, με το που κόπασε λίγο το περσινό πρώτο κύμα της πανδημίας, αντί να φροντίσουν να συμμαζέψουν την κατάσταση σε κάθε χώρα, οι κυβερνήσεις και η Κομισιόν έκαναν σημαία τους το «alltogether». Για τα κέρδη των τουριστικών πρακτόρων, των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών εταιριών και των ξενοδόχων, άνοιξαν διάπλατα τα σύνορα σε όλη την Ευρώπη και άπλωσαν την πανδημία με ομοιόμορφο σχεδόν τρόπο σε όλη την ήπειρο.
Τα μάτια των μεγαλοθηρίων γυάλιζαν από τη δίψα για κέρδη και τα μάτια των μελών των κυβερνήσεων έμοιαζαν με τα μάτια των νεκρών, από την αδιαφορία τους για τους κινδύνους από την πρόωρη αναζωπύρωση της πανδημίας. Άλλωστε, αυτή η δίψα για κέρδος και η εγκληματική αδιαφορία για τη δημόσια υγεία ξέρουμε πολύ καλά πόσο κόστισε στη χώρα μας.
Ξαφνικά, λοιπόν, θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι μοναδικό τους μέλημα είναι η προώθηση του εμβολιασμού και από το άγχος τους γι’ αυτό, προτείνουν και το πιστοποιητικό εμβολιασμού. Αναζητώντας συγχρόνως, ένα επιπλέον εργαλείο για την προώθηση της «ταξικής ευγονικής», ένα υγειονομικό διαβατήριο που θα λειτουργεί όπως ο βούρδουλας σε συνθήκες γαλέρας.
Προτάθηκε, λοιπόν, ένα προωθητικό εργαλείο που ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι οι μεγάλες εταιρίες θα έχουν απώλειες κερδών έχουν φροντίσει οι υπάκουες και συνεργαζόμενες κυβερνήσεις να τους αποζημιώσουν.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αποζημιώσεις της Aegean και των εταιρειών στα διόδια κατά την διάρκεια της πανδημίας, κινήσεις που δείχνουν προσυμφωνημένα «συμβόλαια» εύνοιας των μεγάλων εταιρειών και πολυεθνικών και όχι των μικρών επιχειρήσεων ή των ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι φιμώθηκαν με ένα επίδομα 500 ευρώ.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι θέλουν να δημιουργήσουν ένα εργαλείο που στην παρούσα φάση θα χρησιμοποιηθεί με την εύνοια του παγκόσμιου υγειονομικού κίνδυνου, στην συνέχεια όμως θα πάρει διαστάσεις ταξικών διακρίσεων σε «εμβολιασμένους» και «μην εμβολιασμένους» χωρίς να υπάρχει προστασία των προσωπικών δεδομένων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.