Σε μια εποχή όπου τα σύνορα έχουν ξεθωριάσει χάρη στην παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, η επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ να υψώσει δασμολογικά τείχη μοιάζει με κίνηση κόντρα στη φορά της Ιστορίας. Ο προστατευτισμός είναι ένα επικίνδυνο στοίχημα με απρόβλεπτο αντίκτυπο, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και διεθνώς.
Του Νεκτάριου Ντ. Χορμοβίτη
Οι πρώτες επιπτώσεις είναι ήδη ορατές. Καθημερινά αγαθά και βασικά προϊόντα γίνονται ακριβότερα, δημιουργώντας ασφυκτικές πιέσεις στο πορτοφόλι του μέσου Αμερικανού. Από ανταλλακτικά αυτοκινήτων μέχρι αθλητική ένδυση, το κόστος ανεβαίνει. Δεν είναι τυχαίο πως μόνο το 2024 κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ περίπου 40 εκατομμύρια μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, τα περισσότερα προερχόμενα από Ευρώπη και Ασία. Τώρα, αυτά γίνονται δυσπρόσιτα.
Η αύξηση των τιμών, όμως, δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από εισαγόμενες πρώτες ύλες βλέπουν τη ζήτηση να υποχωρεί. Ο πληθωρισμός καλπάζει. Και οι απολύσεις, όπως εκείνες στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες ή στα κρατικά προγράμματα ανάπτυξης, φέρνουν έντονη ανασφάλεια στην αγορά εργασίας. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν σταματά εύκολα.
Ταυτόχρονα, το διεθνές κλίμα γίνεται ολοένα και πιο τεταμένο. Πίσω από την οικονομική πολιτική κρύβεται και ένα γεωπολιτικό ρίσκο, όπως το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου, εναλλακτικού εμπορικού πόλου, με πρωταγωνιστές τις χώρες που επηρεάζονται περισσότερο από τις αποφάσεις των ΗΠΑ. Η Ιαπωνία, η Κίνα, η Νότια Κορέα ήδη συνομιλούν. Ο Καναδάς προσεγγίζει την Ε.Ε. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, για πρώτη φορά με τόση ταχύτητα, ανακοινώνει σχέδιο αμυντικής ενίσχυσης ύψους 800 δισ. ευρώ.
Όλα δείχνουν πως οι παγκόσμιοι παίκτες ετοιμάζονται για έναν νέο γύρο αναδιατάξεων. Η τεχνολογία, το καμάρι της αμερικανικής οικονομίας, κινδυνεύει να γίνει το πρώτο θύμα. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου βλέπουν τις μετοχές τους να βουλιάζουν και, αν η Ε.Ε. αποφασίσει να στοχεύσει εκεί, οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρές απ’ όσο φαίνονται σήμερα.
Την ίδια ώρα, οι πολίτες εκτός ΗΠΑ φαίνεται να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με έναν πιο… ήσυχο αλλά ουσιαστικό τρόπο: αποφεύγουν να ταξιδεύουν στην Αμερική. Ήδη στον Καναδά παρατηρείται αισθητή πτώση στις κρατήσεις για προορισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αν το τουριστικό ρεύμα από Ευρώπη και Ασία περιοριστεί ακόμα περισσότερο, θα προστεθεί άλλη μία πληγή στην ήδη ευάλωτη εικόνα της υπερδύναμης.
Πέρα όμως από τα δεδομένα και τους αριθμούς, αυτό που προκαλεί βαθύτερο προβληματισμό είναι το εξής: πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς γίνεται ένα μέτρο που υποτίθεται ότι θα ενισχύσει τη βιομηχανία και την απασχόληση να απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την οικονομική ισορροπία;
Η απάντηση ίσως κρύβεται στο παρελθόν. Η εμπειρία του Brexit και η σημερινή αμερικανική πολιτική έχουν κάτι κοινό: την απογοήτευση από την παγκοσμιοποίηση. Για ένα μεγάλο μέρος των κοινωνιών στη Δύση, τα υποσχόμενα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου δεν ήρθαν ποτέ. Η βιομηχανική παραγωγή αποδυναμώθηκε, οι δουλειές μεταφέρθηκαν αλλού, και η μεσαία τάξη ένιωσε να χάνει έδαφος. Το «φτηνό προϊόν» ήρθε με κόστος — όχι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικό.
Όμως, η επιστροφή στον απομονωτισμό δεν είναι λύση. Ούτε υπάρχει μαγικός διακόπτης που επαναφέρει τη βιομηχανία με ένα νομοθέτημα. Οι παγκόσμιες σχέσεις χρειάζονται στρατηγική, συνεργασία και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Όχι σπασμωδικές κινήσεις.
Κι αν κάτι γίνεται ολοένα και πιο φανερό, είναι πως οι δασμοί δεν αποτελούν εργαλείο ανάκαμψης. Αντιθέτως, λειτουργούν σαν μοχλός αποσταθεροποίησης. Και όσο το διεθνές περιβάλλον σκληραίνει, τόσο περισσότερο θα πληρώνει το τίμημα ο απλός πολίτης — είτε ζει στην Καλιφόρνια είτε στη Βαυαρία.
Η πραγματική πρόκληση για τον Τραμπ και για κάθε ηγέτη που υπόσχεται «πρώτα η χώρα του» είναι να βρει τρόπους να ενισχύσει την εσωτερική παραγωγή χωρίς να αποκόψει τις απαραίτητες διεθνείς σχέσεις. Γιατί σε έναν συνδεδεμένο κόσμο, η δύναμη δεν μετριέται με τους δασμούς. Μετριέται με το ποιος καταφέρνει να κρατήσει ανοιχτούς διαύλους, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Στοιχεία – Πληροφορίες: bloomberg, Α. Μήλιος