Γράφει ο Παύλος Μόκκας
Αφού άνοιξε τόσο εύκολα άλλη μια θεματική που διχάζει και στρατοπεδεύει τους Έλληνες του 2024, που αγοράζουν τα βασικά τους με επιδόματα και κουπόνια, ήρθε και η δική μου ώρα να πάρω θέση για το φαινόμενο «Poor Things», ή καλύτερα τη «Λανθιμιάδα», που ήρθε σαν λαίλαπα και μας έβγαλε από την παθητική αταραξία μας. Άλλωστε, γιατί όλοι κι όχι εγώ; Αυτό δεν αναρωτιόμαστε για τα πάντα; Εξάλλου, είμαστε λαός δεινός αφομοιωτής και μεταπράττης, αλλά κάκιστος μαθητής και εφαρμοστής.
Φυσικά και παίζει ρόλο η διαφήμιση, που διασπείρεται με ταχύτητες φωτός σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικά εφόσον αφορά μια μορφή οικουμενικής τέχνης. Και έτσι οφείλει να είναι η τέχνη. Να ξεπερνά όρια και σύνορα και να σκεπάζει τους πάντες. Με ποιον γνώμονα όμως;
Ο σύγχρονος Άγγλος φιλόσοφος Roger Scruton είχε πει πως σήμερα ζούμε σαν η ομορφιά να μην είχε ποτέ σημασία. Μια απλή και πρόχειρη παρατήρηση αρκεί. Από τα κτήρια και τους δρόμους, μέχρι την ένδυση, τους τρόπους, τη μόδα γενικότερα, η οποία βρίσκει τρόπους να αναπαράγεται σε νέα πρόσωπα, αλλά πάντα με την ίδια αδιάφορη ή άσχημη μορφή. Διάβασα σε ένα τυχαίο σχόλιο πως ζούμε στην εποχή της διαφορετικότητας. Θα έλεγα πως ζούμε στην εποχή της σχετικοποίησης των πάντων. Τίποτα πλέον δεν έχει ξεκάθαρο ρόλο. Τίποτα δεν έχει μοναδική αξία. Όλα πλέον έγιναν πολτός μέσα στο μπλέντερ της αδυναμίας να ξεχωρίσουμε το ίσος από το ίδιος, το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος, το όμορφο από το άσχημο.
Έτσι και η ομορφιά. Το κάλλος. Κάποτε οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που αρεσκόμαστε να τους επικαλούμαστε κατά το δοκούν, είτε από εθνική οστεοπόρωση, είτε από εθνικό μηδενισμό, το είχαν ορίσει ξεκάθαρα. Τι είναι η ομορφιά; Και γιατί είναι συνώνυμο της τέχνης;
Δια της ατόπου απαγωγής, ας προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε τι δεν είναι τέχνη, που επί του παρόντος μας αφορά. Δεν είναι ελιτισμός. Έχει μια ορμητική και βαθιά κοινωνική διείσδυση. Δεν είναι διασκέδαση, αλλά ψυχαγωγία. Έχει άρρηκτη σχέση με το υπερβατικό, με την ανύψωση του πνεύματος, με την αναζήτηση νοήματος, με την ανησυχία, το αντώνυμο της επανάπαυσης, με την καλλιέργεια.
Δεν προπαγανδίζει, δεν εξυπηρετεί ατζέντες, δεν λειτουργεί προς επίρρωση των καιρών, αλλά προς αμφισβήτησή τους, γκρεμίζει, αλλά φροντίζει να ξαναχτίσει. Δεν είναι ηθικισμός, αλλά μια πύλη που οδηγεί σε νέους ορίζοντες πραγμάτων που μας ξεπερνούν, τη φύση μας την ίδια, πολλώ δε μάλλον τις απόψεις και θεωρήσεις μας. Όλα αυτά, με κεντρικό παρονομαστή τον άνθρωπο, που ως πλάσμα με νου, καρδιά και ψυχή, δεν μπορεί να ξεφύγει από την μνήμη της καταγωγής του και τη συνειδητοποίηση του προορισμού του. Με τον άνθρωπο που δεν χάνει τη σύνδεσή του με το υπερφυσικό, γιατί αυτό είναι το βασικό στοιχείο που τον διαχωρίζει από τα ζώα.
Ευτυχώς, είμαι από αυτούς που πριν μιλήσουν, είδαν την ταινία. Με βαριά καρδιά, γιατί όποιος έχει δει Λάνθιμο στο παρελθόν, είναι υποψιασμένος, αλλά με καθόλου, μα καθόλου ενοχικό σύνδρομο. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό βγαίνοντας από την αίθουσα, ήταν τα βίντεο που προτείνουν οι ψυχίατροι στους θεραπευόμενους, προκειμένου να βοηθήσουν στη διάγνωση της ασθένειάς τους. Η σκέψη μου συμβάδιζε με τη συναισθηματική μου κατάσταση: Ένιωθα μια ενοχλητική ταραχή, μια άβολη σύγχυση. Όταν ηρέμησα, είδα τα πράγματα πιο ψύχραιμα.
Η ταινία ήταν μια ψευτοφεμινιστική κόπια της νοσηρής ιστορίας του Φρανκενστάιν, με κατευθυνόμενους συμβολισμούς και αλλόκοτες ερμηνείες. Κι όλα αυτά, κάτω από την ομπρέλα της περιβόητης (ή διαβόητης) woke ατζέντας και της πολιτικής ορθότητας, του σημερινού μας πολιτικού καθεστώτος. Μια τρόμπα που φούσκωσε τον ψυχισμό της μάζας, που διψά για αναίτια επανάσταση και αόριστη εναλλακτικότητα, γιατί της λείπει η απόλαυση της εξουσίας.
Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι αδιαμφισβήτητα ένας επιτυχημένος σκηνοθέτης. Πολύ δύσκολα θα γίνει ένας αποδεκτός καλλιτέχνης, γιατί ο μοναδικός του τρόπος δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξει όλα τα κοινωνικά στρώματα, και εν τέλει, δεν πρόκειται να φέρει εις πέρας την αποστολή της τέχνης. Η κουλτούρα του είναι «υψηλή» και δεν τη φτάνουν όλοι. Η αισθητηριακή του εντροπία, η ηδονή της φρίκης, ο εθισμός στη βία και στα τραύματα, είναι σίγουρα μια αντιπρόταση. Ένας φθηνός και άσχημος θάνατος της έβδομης τέχνης, που τη λένε Bella και πέφτει από τη γέφυρα της αυτοκαταστροφής της.