Η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στις 22 του Νοέμβρη 1934, στη Σητεία της Κρήτης. Καταγόταν από προσφυγική φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν από τη Σμύρνη και η μητέρα της από την Κάλυμνο. Μια δεκαετία μετά βρίσκεται με την οικογένειά της στα Ταμπούρια του Κερατσινίου, στον Πειραιά, ένα μέρος όμορο με τη Δραπετσώνα, γειτονιές που παρήγαν μαζικά λαϊκούς τραγουδιστές και ρεμπέτες. Ο κομμουνιστής πατέρας της, τσαγκάρης στο επάγγελμα, κατά τον Εμφύλιο που ακολούθησε την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα μπαίνει στο στόχαστρο της αστυνομίας και χάνει τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα. Πολλά χρόνια μετά η Ρίτα θα εκφράσει την πικρία της γι’ αυτούς που είχαν ωφεληθεί από τον αλτρουιστή πατέρα της εκείνη τη μαύρη περίοδο και δεν έδωσαν ένα πιάτο φαΐ στα τρία ορφανά που άφησε πίσω του. Βρίσκει διέξοδο στον γάμο, σε ηλικία μόλις 14 ετών, και φέρνει στον κόσμο τα δυο της παιδιά, μεγαλώνοντας μαζί τους κι εκείνη. Χωρίζει νωρίς-νωρίς απ’ αυτό τον κατ’ ανάγκη πρώτο γάμο. Τα παιδιά μένουν κοντά στον πατέρα τους κι αυτή, για να τα φέρει βόλτα, εργάζεται σκληρά: στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας και στη χωματερή του Σχιστού. Η Ρίτα, ούσα παιδί και μητέρα ταυτόχρονα, φανερώνει την κλίση της στο τραγούδι
Κάτω απο όλα τα φανταχτερά φώτα της πίστας και το γκλαμουρ, υπήρχε μια αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια, που ξεπήδησε μέσα απ’ την καθημερινή βιοπάλη στο εργοστάσιο και τραγούδησε τραγούδια που καταγγέλλουν τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία, και αναζητούν μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στα δεκαεφτά της χρόνια στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην «Τριάνα» του Χειλά με το τραγούδι «Ιστορία μου, αμαρτία μου».
Την δεκαετία του 1960 θα ηχογραφήσει τραγούδια των Γιάννη Παπαϊωάννου, Στέλιου Χρυσίνη, Βαγγέλη Σούκα, Νίκου Δαλέζιου, θα συνεργαστεί με τραγουδιστές όπως ο Στράτος Κύπριος, και θα εμφανιστεί σε κινηματογραφικές ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο κ.ά. Θα γίνει πολύ γνωστή στο τέλος της ίδιας δεκαετίας με το τραγούδι «Κάθε ηλιοβασίλεμα» (1969) των Γιώργου Μανισαλή – Κώστα Ψυχογιού, ενώ το μεγάλο μπαμ στην καριέρα της θα γίνει τρία χρόνια αργότερα με την κυκλοφορία του δίσκου LP «Ιστορία μου» (1972) πάλι σε μουσική Γιώργου Μανισαλή και στίχους Κώστα Ψυχογιού. Την δεκαετία του 1970 η Ρίτα Σακελλαρίου θα μεσουρανήσει στα λαϊκά πάλκα και στη δισκογραφία, ενώ η καριέρα της θα συνεχιστεί σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής της. Εμφανίστηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες δίπλα στον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Βασίλη Τσιτσάνη και πολλές φορές πλάι στον Γιώργο Μανισαλή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τραγουδάει δύο τραγούδια του Κώστα Καπνίση, «Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο» και «Φέρτε μου μπουζούκια» σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη και Γιάννη Ιωαννίδη αντίστοιχα. Το πρώτο ακούστηκε στην ομώνυμη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη και το δεύτερο στην ταινία του Κώστα Στράντζαλη, «Αγνή και Ατιμασμένη».
Και οι δυο ταινίες προβλήθηκαν το 1962. Το 1964 στην ταινία του Φίλιππα Φυλακτού «Η Μοδιστρούλα» θα ερμηνεύσει πλάι στον Γιάννη Παπαϊωάννου το «Άνοιξε-άνοιξε» σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Το 1964 ντουμπλάρισε τη Μάρθα Βούρτση στην ταινία του Χρήστου Κυριακόπουλου «Είναι μεγάλος ο καημός» στα τραγούδια «Μέρα μου γιατί νύχτωσες» και «Ένα βράδυ πέρασε».
Το πρώτο ήταν σε μουσική του Ιωάννη Σαρίδη και στίχους του Γιάννη Φερμάνογλου και το δεύτερο σε μουσική του Στέλιου Χρυσίνη και στίχους του Σπύρου Κεφαλόπουλου. Στην ταινία «Ο σπαραγμός», 1965, θα τραγουδήσει το «Αυγή συννεφιασμένη» των Νάκη Πετρίδη και Ηρακλή Παπασιδέρη. Αξίζει να αναφερθεί ακόμα ότι η Ρίτα Σακελλαρίου δάνεισε τη φωνή της στη Μάρθα Καραγιάννη στο τραγούδι «Άπονε», για τις ανάγκες της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη, «Το Ανθρωπάκι», 1969. Μεγάλη επιτυχία έγινε το «Κάθε ηλιοβασίλεμα» που ακούστηκε στην ταινία του Απόστολου Τεγόπουλου «Εσένα μόνο αγαπώ», 1970. Στην ταινία, του ίδιου σκηνοθέτη, «Οι άνδρες ξέρουν να αγαπούν», 1971, θα τραγουδήσει πλάι στον Γιώργο Μανισαλή το τραγούδι «Η ζημιά». Το «Ιστορία μου αμαρτία μου» συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της θρυλικής ταινίας τρόμου «Ο Εξορκιστής», 1973 του Γουίλιαμ Φρίντκιν (μαζί με ένα ακόμα ελληνικό τραγούδι, το «Παραμυθάκι μου» των Μάνου Λοΐζου-Λευτέρη Παπαδόπουλου με τη φωνή του Γιάννη Καλατζή).
Γιώργος Μανισαλής-Κώστας Ψυχογιός
Η συνεργασία με τον συνθέτη και οργανοπαίκτη (μπουζούκι) Γιώργο Μανισαλή ή Κοριό ξεκινάει το 1966 όταν η Ρίτα Σακελλαρίου αλλάζει εταιρεία και συνεργάζεται επισήμως με τον Γιώργο Μανισαλή στην Polydor. Το αποκορύφωμα της συνεργασίας αυτής έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν ο Γιώργος Μανισαλής μαζί με το στιχουργό Κώστα Ψυχογιό γράφουν τα θρυλικά «Ιστορία μου, αμαρτία μου» και «Αν κάνω άτακτη ζωή». Η Ρίτα Σακελλαρίου έκανε 5 προσωπικούς δίσκους με τον Γιώργο Μανισαλή («Κάθε ηλιοβασίλεμα», «Η Ρίτα Σακελλαρίου τραγουδάει Γιώργο Μανισαλή», «Ιστορία μου», «Σε τραγούδια Γ. Μανισαλή», «Μποέμικα…και άλλα»). Στα περισσότερα τραγούδια σ’ αυτούς τους δίσκους τους στίχους έγραψε ο Κώστας Ψυχογιός. Σε κάποια άλλα – λιγότερα – τραγούδια τους στίχους έχουν γράψει οι: Αθανάσιος Παπουτσής, Φώτης Ζησούλης και Αντιόπη Μπατσαλιά. Πολλά από αυτά τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν και στις 45 στροφές. Η Ρίτα Σακελλαρίου εμφανίστηκε σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες πλάι στον συνθέτη Γιώργο Μανισαλή:
«Η σφραγίδα του Θεού», Απόστολος Τεγόπουλος, 1969 («Μικρό χελιδονάκι»)
«Γύρω μας γκρεμίστηκαν όλα», Παναγιώτης Κωνσταντίνου, 1970 («Παράνομή μου αγάπη»)
«Ζητούνται γαμπροί με προίκα», Απόστολος Τεγόπουλος, 1970 («Ας εύρισκα έναν άνθρωπο»)
«Το παιδί της μαμάς», Ορέστης Λάσκος, 1970 («Της γειτόνισσας η κότα»)
«Οι άντρες ξέρουν ν’ αγαπούν», Απόστολος Τεγόπουλος, 1971 («Η ζημιά», «Κάνε ό,τι σου αρέσει»)
«Εσένα μόνο αγαπώ», Απόστολος Τεγόπουλος, 1971 («Κάθε ηλιοβασίλεμα»)
Άλλα επιτυχημένα τραγούδια τους ήταν «Όλα τα καταλαβαίνω», «Ο τύπος της βραδιάς», «Μια γυναίκα πέρασε», «Ξύπνια ντερμπεντέρισσα», «Δεν μπορείς, δεν μπορείς», «Ο φιγουρατζής», «Τελευταία ώρα». Μάλιστα, τα επόμενα χρόνια πολλές από αυτές τις επιτυχίες τους συμπεριλαμβάνονται επανειλημμένα σε συλλογές τραγουδιών (compilations) της Σακελλαρίου.
Τάκης Μουσαφίρης και άλλοι συνεργάτες
Από το 1977 ξεκινά η συνεργασία της με τον Τάκη Μουσαφίρη που κλιμακώνεται μέχρι και τις αρχές του ’80 με τραγούδια όπως: «Ο καλύτερος άνθρωπος», «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα», «Μια ζωή πληρώνω» και άλλα πολλά. Ο Τάκης Μουσαφίρης έδωσε τραγούδια στη Ρίτα Σακελλαρίου σε δύο δίσκους μαζί με άλλους συνθέτες («Είναι αλήθεια», «Ρίτα Σακελλαρίου, 1979») σε έναν δίσκο κατά το μεγαλύτερο μέρος («Ρίτα Σακελλαρίου, 1980») ενώ σε άλλους δύο είχαν αποκλειστική συνεργασία («Έχω κι εγώ τα δικά μου», «Στης νύχτας τα μονοπάτια»). Παράλληλα κάνει δισκογραφία με τους συνθέτες Τάκη Σούκα, Σπύρο Παπαβασιλείου, Αντώνη Ρεπάνη, Λυκούργο Μαρκέα, Αλέκο Χρυσοβέργη, Αντώνη Στεφανίδη, Σταμάτη Καλλιανό, Γρηγόρη Μακρίδη κ.ά. Θα γράψουν στίχους για τα τραγούδια της οι: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Μάρω Μπιζάνη, Λευτέρης Χαψιάδης, Βασίλης Παπαδόπουλος κ.ά.
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο «Κουίν Αν» στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Άντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: «Παράνομή μου αγάπη», «Κάθε ηλιοβασίλεμα», «Αν κάνω άτακτη ζωή». Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το «Αυτός ο άνθρωπος, αυτός». Η χρυσή εποχή του «Κουίν Αν» κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.
Ο δεύτερος σύζυγος της πέθανε λίγα χρόνια μετά το χωρισμό.
Η Ρίτα Σακελλαρίου πριν βασιλεύσει στο λαϊκό πεντάγραμμο τραγούδησε τραγούδια που μιλούσαν για τον πόνο της μάνας, τη φτώχεια, την ξενιτιά, κατήγγειλαν τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία, αλλά και αναζητούσαν μιας κοινωνία δίκαιη, χωρίς εκμετάλλευση.Ο μόχθος και η αυτοθυσία της μάνας για να το αναθρέψει και ο πόνος του αποχωρισμού από το παιδί της αποτυπώνονται στο τραγούδι «Σαν της μανούλας την καρδιά» (Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης – Στίχοι: Χρήστος Πύρπασος), που ερμήνευσε η Ρίτα Σακελλαρίου, αναγνωρίζοντας προφανώς στους στίχους στοιχεία βιωματικά. Ο βαθύς πόνος της μάνας για την τύχη των παιδιών της στην κοινωνία βγαίνει μέσα από τους στίχους και την ερμηνεία της Ρίτας Σακελλαρίου, στο ζεϊμπέκικο «Μάνα να μη γινόμουνα» (Μουσική – στίχοι: Στέλιος Χρυσίνης). Η μετανάστευση και οι πληγές που χαράζει σε όσους ξενιτεύονται αλλά και σε όσους μένουν πίσω και περιμένουν τους ξενιτεμένους, περιγράφονται στο τραγούδι «Όσοι λεβέντες φεύγουνε» (Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης – Στίχοι: Κωνσταντίνος Ζήτης) Τα καλύτερα κορίτσια δουλεύουν στα εργοστάσια, μας λέει στο τραγούδι «Στα εργοστάσια στο Περιστέρι» (Μουσική: Βαγγέλης Σούκας – Στίχοι: Σαράντος Τσιλιβερδής). Άλλωστε και η ίδια σ’ αυτά τα εργοστάσια πάλεψε από νωρίς για να ορθοποδήσει και να ζήσει την οικογένειά της. Η απογοήτευση και η απελπισία του φτωχού ανθρώπου αναβλύζουν από τους στίχους του τραγουδιού «Αυγή συννεφιασμένη» (Μουσική: Νάκης Πετρίδης – Στίχοι: Ηρακλής Παπασιδέρης). Αν και χρεώνει στην κακή «μοίρα» τη θέση του στην κοινωνία, ο ίδιος δεν χάνει την ελπίδα για καλύτερες μέρες.Στο τραγούδι «Καινούρια κοινωνία» (Μουσική: Νίκος Δαλέζιος – Στίχοι: Αντώνης Κατινάρης) η καταγγελία της κοινωνικής αδικίας προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Αν και ο τρόπος που θα έρθει η αλλαγή δεν προσδιορίζεται, η αναζήτηση μια άλλης κοινωνίας, χωρίς αδικία και εκμετάλλευση αποτελεί διακαή πόθο του καταπιεσμένου.
Όταν πήγε στη «Νεράιδα», μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η «Γάτα» («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο «Αρέσω». Ακολούθησαν «Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρες», «Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι», αλλά και το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο».
Το 1998 εμφανίζεται στη σειρά του MEGA, «Δύο ξένοι». Στις 28 Αυγούστου την ίδια χρονιά, όταν επέστρεψε από ολιγοήμερες διακοπές στην Επίδαυρο, εισήχθη σε νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και μετέβη στην Αμερική για χημειοθεραπείες. Το καλοκαίρι του 1999 εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό, σε μια σειρά συναυλιών στην Αυστραλία μαζί με τον Γιάννη Ντουνιά και τον Θανάση Κομνηνό. Η κατάσταση της όμως επιδεινώθηκε και όταν επανήρθε στην Ελλάδα, εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία».Το βράδυ πριν πεθάνει ζήτησε από το Λάκη Κορρέ, να της βάψει τα νύχια, στο δεξί της χέρι,. Σαν να μην την αφορούσε ο θάνατος, σαν να μην τον φοβόταν. Τελευταία φράση της ήταν “Αχ Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!”. Έφυγε από την ζωή στις 6 Αυγούστου του 1999, ύστερα από πολύμηνη μάχη, με την επάρατη νόσο.
Πηγή google