Δρ. Νικόλαος Λάος
Οι εξοπλισμοί και η διεξαγωγή πολέμου απαιτούν οικονομικούς πόρους και ιδιαιτέρως χρήματα.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν διατείνεται ότι είναι έτοιμος για όλα. Επικαλείται ακόμη και το μεγάλο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 2021, το Reuters δημοσίευσε ότι η Ρωσία, διά του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών της, Σεργκέι Ριαμπκόφ, δήλωσε ότι μπορεί να αναπτύξει πυρηνικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς εναντίον ευρωπαϊκών στόχων, εφόσον προκληθεί με ανάλογο τρόπο από το ΝΑΤΟ. Η ρωσική κυβέρνηση έχει αναμφισβήτητα μεγάλη στρατιωτική και μάλιστα πυρηνική ισχύ. Όμως, κάποιοι παρατηρητές και αναλυτές αναρωτιούνται αν η ρωσική οικονομία μπορεί να χρηματοδοτήσει μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ρωσίας είναι 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το συνολικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν του NATO είναι 18,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Από την άλλη πλευρά, το ΝΑΤΟ δεν διαθέτει την πολιτική συνοχή ενός κράτους, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν διαφορετικές επιμέρους οικονομικές ανάγκες, και οι Η.Π.Α., η ηγέτιδα δύναμη του ΝΑΤΟ, πάσχει από οξύ πρόβλημα εθνικού χρέους (την 1η Φεβρουαρίου 2022, η ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας The New York Times έγραψε ότι ακαθάριστο εθνικό χρέος των Η.Π.Α. ανήλθε στο θηριώδες ποσό των 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία).
Αντιθέτως, στη δεκαετία του 2010, η ρωσική κυβέρνηση εφάρμοσε μια συντηρητική δημοσιονομική πολιτική.
Το 2021, το εθνικό χρέος της Ρωσίας διαμορφώθηκε περίπου στα 296 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, τον Φεβρουάριο του 2022, ο λόγος του εθνικού χρέους των Η.Π.Α. προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των Η.Π.Α. είναι 133%, ενώ ο λόγος του εθνικού χρέους της Ρωσίας προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ρωσίας είναι περίπου 18%.
Βεβαίως, η Ρωσία δεν έχει αναρρώσει επαρκώς από το σοκ που προκάλεσε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, και πολλοί Ρώσοι ολιγάρχες και μεγαλοκαπιταλιστές αποτελούν πελάτες του δυτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, και είναι σε σημαντικό βαθμό ευάλωτοι και, άρα, χειραγωγήσιμοι από τη ζωή της δυτικής μπουρζουαζίας. Στη Ρωσία σήμερα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας κυμαίνεται στο 2%, ο πληθωρισμός κυμαίνεται στο 8%, και ο εμπορικός τομέας βασίζεται κυρίως στον κλάδο του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθώς αυτός ο κλάδος αντιπροσωπεύει περίπου το 50% του εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας.
Υπό τα προαναφερθέντα δεδομένα, η εσωτερική οικονομική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της ρωσικής κοινωνίας θα φαίνονταν ως οι δέουσες στρατηγικές προτεραιότητες για μια ηγεσία με κοινή λογική. Όμως, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν ακολουθεί το εγχειρίδιο της κοινής λογικής, χωρίς αυτή η πολιτική του να είναι πάντοτε λάθος. Για παράδειγμα, το 2014, ο Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλλουν στην Κριμαία. Ακόμη και τότε η ρωσική οικονομία κλυδωνιζόταν και βρισκόταν στο χείλος της ύφεσης. Παρά το γεγονός αυτό, ο Πούτιν εισέβαλε και έπεισε τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κριμαίας να επιλέξουν, με δημοψήφισμα, την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία. Άρα, η ανάλυση εθνικών λογιστικών καταστάσεων δεν αποτελεί τον μοναδικό προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς της ρωσικής κυβέρνησης.
Πάντως, ο Πούτιν έχει θωρακίσει την οικονομία του έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει έναν πόλεμο. Εξού και, λ.χ., η Ρωσία διαθέτει πλέον ισχυρή αγροτική οικονομία και έχει ενισχύσει πολύ τον κλάδο των τροφίμων. Επιπλέον, ο Πούτιν δεν περιμένει το ΝΑΤΟ να εμπλακεί με άμεσο στρατιωτικό τρόπο σε μια ρωσο-ουκρανική σύγκρουση (το αντίθετο θα σήμαινε άμεσο θερμό πόλεμο μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ρωσικής Ομοσπονδίας).
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας ανέρχονται σε 640 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό το ποσό ισούται με τα έσοδα από εξαγωγές δεκαεπτά μηνών (δηλαδή, καλύπτει την εμπορική θέση της Ρωσίας για δεκαεπτά μήνες υπό την ακραία υπόθεση ότι, επί δεκαεπτά μήνες, δεν θα είχε καθόλου έσοδα από εξαγωγές). Επίσης, οι τιμές των υδρογονανθράκων ακολουθούν αυξητική πορεία, γεγονός το οποίο χρηματοοικονομικώς ευνοεί τη Ρωσία.
Επιπροσθέτως, ο Πούτιν έχει απομακρύνει τη ρωσική οικονομία από το αμερικανικό δολάριο.
Το 2013, περίπου το 95% του ρωσικού εμπορίου διεξαγόταν με αμερικανικά δολάρια, ενώ σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό έχει πέσει περίπου στο 10%, σηματοδοτώντας μια αποφασιστική αποδολαριοποίηση του ρωσικού εμπορίου. Ο Πούτιν έχει αντικαταστήσει το δολάριο με τον χρυσό ως βάση της ρωσικής εμπορικής πολιτικής. Το 1995, τα αποθέματα της Ρωσίας σε χρυσό ήταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ σήμερα είναι 130 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ως σημαντικοί πολλαπλασιαστές πολιτικο-οικονομικής ισχύος της Ρωσίας λειτουργούν και οι εξής τρεις παράγοντες:
το γεγονός ότι η Ρωσία είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει ένα από τα ισχυρότερα συστήματα μυστικών υπηρεσιών παγκοσμίως, καθώς και το γεγονός ότι η Ρωσία έχει αναπτύξει όλο και περισσότερο ενισχυόμενους δεσμούς οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την Κίνα και την Ινδία.
Συμπέρασμα: η Ρωσία έχει σοβαρά διαρθρωτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να διορθώσει, αλλά, αν ο Πούτιν αποφασίσει να εισβάλλει στην Ουκρανία, η ρωσική οικονομία δεν θα καταρρεύσει. Η οικονομία της Ρωσίας μπορεί άνετα να αντέξει έναν βραχύ πόλεμο, και, αν το ΝΑΤΟ μείνει έξω από έναν πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αυτός ο πόλεμος θα είναι βραχύς.
Ποιοι είναι, από την άλλη πλευρά, οι παράγοντες τους οποίους εκτιμά ο Πούτιν ως ανασχετικούς παράγοντες για την πραγματοποίηση μιας ολοκληρωτικής στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας; Πρώτον, η λαϊκή απόκριση σε ένα τέτοιο γεγονός.
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Κριμαία και η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη λαϊκή συναίνεση και ενεργητική αποδοχή, τόσο εκ μέρους των Ρώσων πολιτών όσο και εκ μέρους του λαού της Κριμαίας.
Αυτή η πολιτική του Πούτιν ήταν δημοφιλής.
Αντιθέτως, η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί κάτι το εντελώς διαφορετικό.
Ο ρωσικός λαός μόλις εξέρχεται από μια ειδική κατάσταση πανδημίας και μπορεί να μην εκδηλώσει ούτε αρκετή αποδοχή ούτε αρκετή αντοχή στις συνέπειες ενός ολοκληρωτικού πολέμου με την Ουκρανία.
Επίσης, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κριμαίας αποδέχθηκε με χαρά την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία, ένα μεγάλο μέρος του ουκρανικού λαού θα αντιδράσει έντονα εναντίον μιας ρωσικής εισβολής, καθιστώντας το ανθρώπινο και το οικονομικό κόστος μιας τέτοιας εισβολής ιδιαιτέρως επαχθές για τη ρωσική κοινή γνώμη.
Δεύτερον, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει η ρωσική κυβέρνηση, το κύριο πρόβλημα της ρωσικής πλευράς δεν είναι η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, αλλά η οικοδόμηση μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας από τη Ρωσία, το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α. και, άρα, ο συνολικός επαναπροσδιορισμός της θέσης της Ρωσίας μέσα στο ιδρυμένο διεθνές πολιτικο-οικονομικό σύστημα. Με άλλα λόγια συγκρούονται ο ιμπεριαλισμός του Λευκού Οίκου με τον επεκτατισμό του Κρεμλίνου για τη διάρθρωση του διεθνούς συστήματος.
Τρίτον, η Δύση μπορεί να ασκήσει μια στοχευμένη πολιτική οικονομικών εκβιασμών και οικονομικού προσεταιρισμού ευάλωτων Ρώσων ολιγαρχών και μεγαλοκαπιταλιστών, ώστε να τους μετατρέψει σε μια δυτική «πέμπτη φάλαγγα» στη Ρωσία, επιφέροντας μια κρίση μέσα στην κυβερνώσα ρωσική ελίτ.
Τέταρτον, και σε συνάρτηση με τον τρίτο παράγοντα που προανέφερα, πρέπει να εκτιμηθεί το εξής ζήτημα: ο Πούτιν αναδείχθηκε στην πρωθυπουργία και λίγο μετά στην προεδρία της Ρωσίας το 1999, μετά από την παραίτηση του Γιέλτσιν. Η αποστολή του καθεστώτος Γιέλτσιν, μέσα από τους κόλπους του οποίου αναδείχθηκε ο Πούτιν και επελέγη για πρωθυπουργός και μετά από λίγο για πρόεδρος, ήταν να λειτουργεί ως ο θυρωρός και εφαρμοστής μιας καθοδηγούμενης από δυτικές ελίτ καπιταλιστικής πολιτικής στη Ρωσία, αφού προηγουμένως είχε διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση.
Επειδή η πολιτική του Γιέλτσιν είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος και οδηγούσε σε ραγδαία πολιτική ενδυνάμωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας και επειδή η υγεία και γενικώς η σωματική και ψυχολογική κατάσταση του Γιέλτσιν ήταν ιδιαίτερα άσχημες, το 1999, ο Γιέλτσιν, σε συνεννόηση με το αμερικανικό κατεστημένο, το ολιγαρχικό οικονομικό κατεστημένο της Ρωσίας και το ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα (μέλη του οποίου είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στο ξεπούλημα του σοσιαλισμού και στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς είχαν κατορθώσει να επιβληθούν έναντι της KGB και της σοβιετικής τεχνοκρατικής ελίτ), αποφάσισε να αναθέσει τη συνέχεια του πρότζεκτ που εκτελούσε, δηλαδή του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της Ρωσίας, σε έναν δυναμικό, αξιόπιστο και γνώστη των «μαύρων τεχνών» των μυστικών υπηρεσιών, τον πρώην αντισυνταγματάρχη της KGB, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο Πούτιν πέτυχε να αποτρέψει μια νίκη του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2000 και έτσι τότε εξυπηρέτησε την ομαλή συνέχεια της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης», την οποία εξήγγειλε το 1991 ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Χέρμπερτ Γουόκερ Μπους, και η οποία δεν ήταν ουσιαστικώς «νέα», αλλά ήταν μια συνέχεια και επέκταση του ιδρυμένου καπιταλιστικού συστήματος με πιο ολοκληρωτικό τρόπο.
Ο Πούτιν αποδείχθηκε ικανός στην τακτική αξιοποίηση της εκπαίδευσης που είχε λάβει στην KGB, αλλά απέτυχε να εκτιμήσει και να ενστερνιστεί το γεγονός ότι ο διακηρυγμένος ιδρυτικός σκοπός της KGB ήταν να αποτελεί «το ξίφος και την ασπίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος», δηλαδή, να υπηρετεί μια ανώτερη τελεολογία, τον σοσιαλισμό, και όχι να περιορίζεται σε μια συμβατική πολιτική εθνικής ασφάλειας, ούτε φυσικά να είναι ένας φορέας εξυπηρέτησης των ιδιοτελών συμφερόντων κρατικών ελίτ και συνεργαζόμενων ολιγαρχών.
Εξού και, επί μακρόν, η κυβέρνηση Πούτιν θεωρούσε ότι ήταν αρκετό να επιφέρει ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις στο καθεστωτικό πρότζεκτ που τέθηκε σε εφαρμογή στη Ρωσία από τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν, να ακολουθεί μια πολιτική πραγματισμού και καπιταλισμού κατ’ εικόνα της Δύσης και να περιμένει μια έντιμη συνεννόηση ή και συνεργασία με το ΝΑΤΟ.
Ο Πούτιν έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αλλά λείπουν η σοβιετική τελεολογία και τεχνοκρατία καθώς και το ανάλογο ξίφος και η ανάλογη ασπίδα. Η κάλυψη ή η μη κάλυψη αυτού του ελλείμματος θα είναι καθοριστικός ιστορικός παράγοντας.
Ο γαλλο-γερμανικός άξονας και ο αγωγός Nord Stream 2
Ο Πούτιν, γεωπολιτικώς, έχει στηρίξει το μετα-σοβιετικό, καπιταλιστικό του μοντέλο στην οικοδόμηση ενός άξονα Παρισίου-Βερολίνου-Μόσχας.
Η Γερμανία αποτελεί τον σημαντικότερο ευρωπαϊκό οικονομικό εταίρο της Ρωσίας, καθώς το ρωσικό φυσικό αέριο διαδραματίζει ζωτικό ρόλο για τη λειτουργία της γερμανικής βιομηχανίας, η οποία αποτελεί την πηγή και το θεμέλιο της ισχυρής γερμανικής εμπορικής πολιτικής.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έως και σήμερα, η Γερμανία αποτελεί ένα εξαγωγικό «τέρας» και έναν υπερκαταναλωτή ενέργειας. Για να εξυπηρετήσει την τερατώδη εξαγωγική πολιτική της, η Γερμανία υιοθέτησε το ευρώ και το διοικεί με βάση τη γερμανική μονεταριστική πολιτική, που αντανακλά τον τρόπο σκέψης και τα συμφέροντα του γερμανικού βιομηχανικού κατεστημένου. Για να επιτύχει τη βέλτιστη τροφοδότηση της βιομηχανίας της με ενέργεια, η Γερμανία συγκρότησε έναν οικονομικό-ενεργειακό άξονα με τη Ρωσία, και, μάλιστα, η πρώην Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ ήταν αυτή που επιμόνως ζήτησε από τον Πούτιν να συνάψουν τη συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού ενέργειας Nord Stream 2.
Ο Nord Stream 2 θα μπορούσε να προμηθεύει τη Γερμανία με 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως. Αυτό αποτελεί περισσότερο από το 50% της γερμανικής ετήσιας κατανάλωσης και θα μπορούσε να αποφέρει στην κρατικώς ελεγχόμενη ρωσική εταιρεία Gazprom έσοδα ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων βάσει της μέσης τιμής εξαγωγής του 2021.
Η Γαλλία αποτελεί στρατηγικό εταίρο της Γερμανίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαιτέρως της ευρωζώνης, παρότι, κατά καιρούς, για διπλωματικούς λόγους και για ίδιον όφελος, η Γαλλία έχει υποστηρίξει μια πιο ευέλικτη πολιτική στη διοίκηση της ευρωζώνης. Η Γαλλία, ως πυρηνική δύναμη, ως σημαντική στρατιωτική και πρώην αποικιοκρατική δύναμη και ως ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., προσφέρει και εξασφαλίζει στον γαλλο-γερμανικό άξονα πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική ισχύ και αντίστοιχο κύρος.
Ο αγγλοσαξονικός συνασπισμός (στον οποίο ηγούνται οι Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο), από την άλλη πλευρά, θέλει να οριοθετήσει τη γεωστρατηγική και οικονομική αυτονόμηση του γαλλο-γερμανικού άξονα και να αποτρέψει μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ του γαλλο-γερμανικού άξονα και του Κρεμλίνου. Πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε ενδοκαπιταλιστικές αντιφάσεις.
Ο αγγλοσαξονικός συνασπισμός υποδαυλίζει μια κρίση στο γεωπολιτικό «κενό ισχύος» μεταξύ του γαλλο-γερμανικού άξονα και της Ρωσίας, δηλαδή, στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, με επίκεντρο την Ουκρανία, προκειμένου ο αγγλοσαξονικός συνασπισμός να επιτύχει την αποτροπή μιας στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ του γαλλο-γερμανικού άξονα και του Κρεμλίνου, να οριοθετήσει την εθνική ανεξαρτησία της Γαλλίας και της Γερμανίας και να υπονομεύσει την ισχύ της γερμανικής βιομηχανίας.
Εξού και ο πρόεδρος των Η.Π.Α., Τζο Μπάιντεν θέτει ευθέως ζήτημα ακύρωσης της λειτουργίας του Nord Stream 2, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, γνωρίζοντας τη στρατηγική οικονομική σημασία αυτού του αγωγού για τη γερμανική βιομηχανία, είναι πολύ επιφυλακτικός ως προς το να εναρμονιστεί πλήρως με την πολιτική και τη ρητορεία του Τζο Μπάιντεν.
Παρομοίως, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι πολύ επιφυλακτικός ως προς το να εναρμονιστεί πλήρως με την πολιτική και τη ρητορεία του Τζο Μπάιντεν, διότι επιδιώκει να ενισχύσει την πολιτική και διπλωματική ισχύ της Γαλλίας και του ιδίου προσωπικώς, μέσω ενός αυτόνομου διαμεσολαβητικού ρόλου, αλλά και διότι επίσης η γαλλική οικονομία (όπως και η γερμανική) θα υποστεί πολύ μεγάλο κόστος αν εφαρμοστούν τα μέτρα οικονομικού πολέμου με τα οποία ο Μπάιντεν απειλεί τη Ρωσία.
Η Ουκρανία είναι πλέον μια πλατφόρμα (ένα γεωπολιτικό γήπεδο) όπου παίζονται τα προαναφερθέντα παίγνια.
Βιογραφικό Σημείωμα:
Ο Νικόλαος Λάος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι ένας κοινωνικός διανοούμενος με σπουδές στα μαθηματικά, στη φιλοσοφία, στην πολιτική οικονομία και στη νοοπολιτική (Noopolitik). Εξέθεσε μια συνθετική θεώρηση των μαθηματικών και της φιλοσοφίας στη διατριβή που συνέταξε (υπό την εποπτεία του καθηγητή και ακαδημαϊκού Th. M. Rassias) στο Τμήμα Μαθηματικών του University of La Verne (Καλιφόρνια) και εκδόθηκε με τον τίτλο Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry από τον εκδοτικό οίκο World Scientific το 1998 καθώς και σε άλλα βιβλία του. Η πολυδιάστατη καταστασιακή και, γενικώς, ιστορική επίγνωση που τον χαρακτηρίζει έχει ενισχυθεί από το επαγγελματικό του υπόβαθρο ως εταίρου της ιδιωτικής εταιρείας πολιτικών και οικονομικών πληροφοριών και αναλύσεων R-Techno International Ltd (Μόσχα), ως διδάκτορα φιλοσοφίας της Academia Teológica de San Andrés της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Βερακρούζ, Μεξικό) και ως συμβούλου νοοπολιτικής και μαθηματικού μοντελισμού (οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων). Στην Ελλάδα, είναι συγγραφέας του εκδοτικού οίκου ΚΨΜ (https://kapsimi.gr), από τον οποίο κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τον τίτλο Πιάνοντας τον Ταύρο από τα Κέρατα: Αιτίες, Συνέπειες και Προοπτικές στην Πολιτειολογία και στην Πολιτική Οικονομία (2022).