Σε διαφορετικές ταχύτητες «τρέχει» η ελληνική αγορά ακινήτων, με τις κατοικίες να βρίσκονται στην πρώτη θέση προτίμησης τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων επενδυτών. Ιδιαίτερη επίσης δυναμική καταγράφουν σήμερα τα «πράσινα» γραφεία, ενώ στα ύψη είναι η ζήτηση για σύγχρονα logistics σε περιοχές πρώτης προβολής. Στα οικιστικά ακίνητα, η αγορά σημείωσε αυξήσεις στις ονομαστικές τιμές, σε σχέση με το 2023, από 14,3% έως 8,8%, ανάλογα με την περιοχή.
Τα παλαιότερα ακίνητα ανατιμήθηκαν κατά 12,4%, ενώ τα νεότερα κατά 11%, ενώ οι νεόδμητες κατοικίες που βρίσκονται τώρα σε φάση κατασκευής και διαθέτουν πράσινα χαρακτηριστικά μπορεί να είναι και 30% ακριβότερες. Οι τιμές μάλιστα των ακινήτων αυξήθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη λόγω μιας σειρά παραγόντων.
Η βασικότερη αιτία με διαφορά είναι η έλλειψη ανοικοδόμησης κατά τη δεκαετή κρίση. Η αστυφιλία επίσης αποτελεί ένας ακόμη λόγος που εκτοξεύτηκαν οι τιμές, καθώς η Ελλάδα έχει ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, όπου το 50% του πληθυσμού της βρίσκεται στην Αττική.
Ακόμη, η αύξηση οφείλεται και στο μεγάλο αριθμό κλειστών διαμερισμάτων που βρίσκονται στα funds, στους servicers, στις τράπεζες και στο δημόσιο. Στην αδυναμία επίσης πολλών ιδιοκτητών να ανακαινίσουν πολλά παλιά ακίνητα, στην έλλειψη δυναμικής κρατικής συνδρομής μέσω προγραμμάτων τύπου ΟΕΚ και τέλος στη βραχυχρόνια μίσθωση.
Στο τομέα των γραφείων η ζήτηση σημειώνεται κυρίως στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη και δη στα Grade A γραφεία. Σπάνια επιλογή αποτελεί και η κατεδάφιση κτιρίων ιδίως στο κέντρο της Αθήνας, διότι τα παλιά κτίρια έχουν δομηθεί με μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης από τον επιτρεπόμενο σήμερα.
Παράλληλα, αυξανόμενη καταγράφεται η πορεία των μισθωμάτων, κυρίως για τα παλαιά γραφεία, το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Την ώρα που σε βάθος δεκαετίας τα ζητούμενα ενοίκια φαίνεται ότι έχουν αυξηθεί κατά 40%. Τα καταστήματα σημείωσαν και αυτά αυξήσεις παρεμφερείς με εκείνες των γραφείων αλλά αυτό εντοπίζεται κυρίως στα κεντρικά εμπορικά σημεία των πόλεων.
Τα διαθέσιμα καταστήματα στις κεντρικές εμπορικές οδούς, επειδή έχουν μεγάλη ζήτηση, είναι προς εξαφάνιση, ενώ τα ενοίκια έχουν φτάσει σε ψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, η Ερμού έφτασε στη 15η θέση σε διεθνές επίπεδο από πλευράς ύψους ενοικίων. Αντίθετα, σε δευτερεύοντες άξονες συναντώνται πολλά κενά καταστήματα, λόγω του ότι προ της κρίσης η χώρα μας είχε πολύ περισσότερα καταστήματα από όσα θα μπορούσε να αντέξει.
Στο τομέα των logistics, στα ύψη είναι η ζήτηση για σύγχρονες κατασκευές (Grade A), με τα ενοίκια να σημειώνουν σημαντικές αυξήσεις, ενώ οι αποδόσεις κινούνται κατά μέσο όρο άνω του 7%. Τα περισσότερα από τα νεόδμητα logistics βρίσκονται στη Δυτική Αττική. Τα logistics μάλιστα που είναι πιστοποιημένα με ESG έχουν επιτύχει υψηλότερα ενοίκια, της τάξης των 5,50 ευρώ τετραγωνικό μέτρο/μήνα, σημειώνοντας ρεκόρ.
Τέλος, ο τομέας των ξενοδοχείων, λόγω της ισχυρής τουριστικής κίνησης, κινήθηκε δυναμικά με πολλές αναπτύξεις και μεταβιβάσεις. Τα ξενοδοχεία, τόσο προ της πανδημίας όσο και μετά από αυτήν, ιδίως εκείνα των 5 και 4 αστέρων έχουν πολλαπλασιαστεί στη χώρα μας στηρίζοντας τη βαριά βιομηχανία μας που είναι ο τουρισμός. Ο συνδυασμός μάλιστα ξενοδοχειακού συγκροτήματος με κατοικίες είναι ένα προϊόν που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών ξένων.