Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2024, η Ελλάδα εισήγαγε από τη Ρωσία προϊόντα αξίας 145,8 εκατομμυρίων ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 22,4% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2023, όπου οι εισαγωγές ανήλθαν σε 119,1 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 3,3%, με την αξία τους να φτάνει τα 7,3 εκατ. ευρώ, από 7,6 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό ισοζύγιο για τον Ιούνιο ήταν αρνητικό, με έλλειμμα 138,5 εκατ. ευρώ.
Για το πρώτο εξάμηνο του 2024, το διμερές εμπόριο Ελλάδας-Ρωσίας παρουσίασε συνολικά πτώση. Οι εισαγωγές από τη Ρωσία κατέγραψαν δραματική μείωση της τάξης του 55,1%, φτάνοντας τα 668 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με τα 1,488 δισ. ευρώ του πρώτου εξαμήνου του 2023. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 12,9%, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 43,7 εκατ. ευρώ έναντι 50,2 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά. Το εμπορικό ισοζύγιο για το πρώτο εξάμηνο παρέμεινε αρνητικό, με έλλειμμα 624,3 εκατ. ευρώ.
Στον αντίποδα, το εμπόριο Ελλάδας-Ουκρανίας παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση. Τον Ιούνιο του 2024, οι ελληνικές εισαγωγές από την Ουκρανία ανήλθαν σε 23,5 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 4,9% σε σύγκριση με τα 22,4 εκατ. ευρώ του Ιουνίου του 2023. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς την Ουκρανία, οι οποίες ανήλθαν σε 115,4 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 62,5% σε σχέση με τα 71 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2023. Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν θετικό για την Ελλάδα, με πλεόνασμα 91,9 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με τα κυριότερα προϊόντα, οι εισαγωγές από τη Ρωσία περιλάμβαναν κυρίως αέρια πετρελαίου και άλλους αέριους υδρογονάνθρακες, με την αξία τους τον Ιούνιο του 2024 να φτάνει τα 132,2 εκατ. ευρώ. Επίσης, σημαντική ήταν η εισαγωγή αργιλίου σε ακατέργαστη μορφή, με αξία 7 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Ρωσία περιλάμβαναν κυρίως λάδια από πετρέλαιο ή από ασφαλτούχα ορυκτά, αξίας 98,7 εκατ. ευρώ, καθώς και εσπεριδοειδή.
Στις συναλλαγές με την Ουκρανία, οι εισαγωγές περιλάμβαναν κυρίως σιτάρι και καλαμπόκι, ενώ οι εξαγωγές εστίασαν στα λάδια από πετρέλαιο και στα λιπάσματα, με τα τελευταία να φτάνουν τα 5,3 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024.