Διαμαρτυρίες από τον επιχειρηματικό κόσμο σχετικά με τις προοπτικές αύξησης των δημοτικών τελών και των τελών διαμονής παρεπιδημούντων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Τα επιμελητήρια δέχονται αυξανόμενες διαμαρτυρίες από τον επιχειρηματικό κόσμο σχετικά με τις προοπτικές αύξησης των δημοτικών τελών και των τελών διαμονής παρεπιδημούντων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω του δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος.
Επιχειρήσεις όλων των κλάδων επικοινωνούν στους εκπροσώπους τους την ανάγκη να αποτραπούν αυξήσεις σε δημοτικά τέλη και τέλος διαμονής παρεπιδημούντων προειδοποιώντας για τις επιπτώσεις.
Οι φορείς φέρνουν πλήθος παραδειγμάτων στην κυβέρνηση για τις επιπτώσεις.
Το παράδειγμα
Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ένας ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης εστίασης στην Αθήνα, που διαθέτει ένα μικρό καφέ-μπαρ με ετήσιο τζίρο 150.000 ευρώ. Αυτή τη στιγμή πληρώνει δημοτικά τέλη ύψους 0,5% επί των ακαθάριστων εσόδων του, δηλαδή περίπου 750 ευρώ ετησίως. Εάν το ποσοστό αυξηθεί στο 1%, η επιβάρυνση του θα διπλασιαστεί στα 1.500 ευρώ. Για έναν μικρό επιχειρηματία, το ποσό αυτό θα ήταν σημαντικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστούν οι αυξανόμενες δαπάνες σε ενέργεια και πρώτες ύλες, που έχουν ήδη αυξηθεί κατά 20% τον τελευταίο χρόνο. Το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, που ανερχόταν σε 5.000 ευρώ ετησίως, θα μπορούσε να αυξηθεί σε 6.000 ευρώ, επιβαρύνοντας περαιτέρω την επιχείρηση.
Αντίστοιχα, σε περίπτωση που ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου στη Θεσσαλονίκη δει τα δημοτικά τέλη να αυξάνονται από 1.500 ευρώ σε 2.250 ευρώ ετησίως λόγω της αναπροσαρμογής των τελών διαμονής παρεπιδημούντων, θα αναγκαστεί πιθανόν να αυξήσει τις τιμές των γευμάτων του κατά 5% για να καλύψει το επιπλέον κόστος. Ωστόσο, αυτή η αύξηση τιμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της πελατείας του, ειδικά από τουρίστες, οι οποίοι ενδέχεται να προτιμήσουν φθηνότερες εναλλακτικές, όπως το να αγοράζουν έτοιμο φαγητό από σούπερ μάρκετ ή να επισκέπτονται εστιατόρια με χαμηλότερες τιμές.
Οι ακραίες καταστάσεις
Σε πιο ακραίες καταστάσεις, αν μια μεσαία ξενοδοχειακή μονάδα στην Κρήτη με ετήσιο τζίρο 1 εκατομμύριο ευρώ δει αύξηση στο τέλος διαμονής παρεπιδημούντων από 2% σε 2,5%, θα επιβαρυνθεί με επιπλέον 5.000 ευρώ ετησίως. Το ξενοδοχείο αυτό, το οποίο απασχολεί 20 υπαλλήλους, μπορεί να βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω της ταυτόχρονης αύξησης του κόστους ενέργειας και μεταφορών. Σε αυτή την περίπτωση, η επιχείρηση ενδεχομένως θα πρέπει να εξετάσει είτε τη μείωση προσωπικού είτε την αύξηση των τιμών των δωματίων, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με άλλες χώρες της Μεσογείου.
Μια μικρή επιχείρηση ενοικίασης ποδηλάτων στη Ρόδο, η οποία διαθέτει 50 ποδήλατα για τουριστική χρήση, θα μπορούσε να δει τα δημοτικά τέλη να αυξάνονται από 0,5% σε 1%, διπλασιάζοντας την επιβάρυνσή της από 300 σε 600 ευρώ ετησίως. Παρά το μικρό φαινομενικά ποσό, σε συνδυασμό με άλλες αυξήσεις, όπως η ενδεχόμενη αύξηση του ΦΠΑ από 13% σε 24%, η επιχείρηση θα μπορούσε να βρεθεί σε δυσχερή θέση, καθώς το συνολικό κόστος λειτουργίας θα αυξηθεί σημαντικά.
Ανάλογες προκλήσεις θα αντιμετώπιζαν και οι επιχειρήσεις λιανικής, όπως τα καταστήματα που πωλούν τουριστικά είδη. Ένας ιδιοκτήτης καταστήματος με σουβενίρ στη Σαντορίνη, με ετήσιο τζίρο 200.000 ευρώ, θα μπορούσε να δει την ετήσια επιβάρυνσή του σε τέλη διαμονής παρεπιδημούντων να αυξάνεται από 1.000 ευρώ σε 2.000 ευρώ, εάν το τέλος αυξηθεί από 0,5% σε 1%. Αυτό πιθανόν θα τον ανάγκαζε να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων, ιδιαίτερα κατά τους μήνες με λιγότερη τουριστική κίνηση.
Πηγή: Θανάσης Κουκάκης/dnews.gr