Παρά τη σχετικά ευχάριστη έκπληξη με την αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,6% το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου, είναι σαφές ότι οι τρείς χώρες “ατμομηχανές” της ανάπτυξης, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία δεν βρίσκονται ακόμη στο δρόμο για την ουσιαστική ανάκαμψη των οικονομιών τους.
Του Τάσου Δασόπουλου
Χωρίς ισχυρή ανάπτυξη όμως, θα είναι πολύ δύσκολη η αναχρηματοδότηση του χρέους που έχει φτάσει στο 90% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, με τα επιτόκια του ευρώ σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το ίδιο δύσκολος θα είναι ο στόχος της μείωσης του ελλείμματος κάτω από 3% του ΑΕΠ, όπως προβλέπουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες. Μέσα σε αυτή την κακή συγκυρία, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να διαλέξει τις ημερομηνίες στις οποίες θα κάνει τις αναμενόμενες δύο μειώσεις επιτοκίων μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Σε αυτή την συγκυρία, ο πληθωρισμός δείχνει αστάθεια σε ότι αφορά την πτωτική του πορεία. Λόγω των υπηρεσιών (αυξήθηκαν 4% τον Ιούλιο) και της επανάκαμψης των αυξήσεων τιμών στην ενέργεια, ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης έκανε μια “στάση”. Αυξήθηκε οριακά στο 2,6% τον Ιούλιο από 2,5% το Ιούνιο. Ακόμη και αν έχουν δίκαιο αυτοί που λένε ότι ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες αργεί να αντιδράσει σε περιβάλλον πτώσης των τιμών, είναι πολύ πιθανό οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ να αναβληθούν για αργότερα μέσα στο έτος ή για το 2025, κάτι που θα περιπλέξει τα πράγματα .
Την ίδια ώρα η ΕΕ και κατ’ επέκταση και η Ευρωζώνη απομακρύνονται από το τραίνο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αφήνοντας μεγαλύτερο προβάδισμα στην Κίνα και στις ΗΠΑ στις οποίες κατευθύνεται πλέον ο κύριος όγκος των ξένων επενδύσεων.
Η θέση της Ελλάδας
Την ίδια ώρα η Αθήνα ανησυχεί για τις εξελίξεις αλλά γνωρίζει ότι δεν επηρεάζεται παρά μόνο έμμεσα, σε όρους ανάπτυξης, από την κατάσταση στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Με εξαίρεση τον πληθωρισμό της ενέργειας, ο οποίος έχει σημαντική επίδραση και στην ελληνική οικονομία λόγω του μεγάλου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι υπόλοιπες εισαγωγές αγαθών είναι “ουδέτερες”. Τούτο, διότι ακόμη και σε πιο ήρεμες περιόδους το έλλειμμα εισαγωγών είναι υψηλό λόγω του ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα κλείνει σταδιακά το επενδυτικό κενό των 100 δις ευρώ, το οποίο είχε δημιουργηθεί τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Όσο αυξάνονται οι επενδύσεις όμως αυξάνονται και οι εισαγωγές. Τούτο ενώ το ειδικό κεφάλαιο του τουρισμού, παρά τις επιμέρους γκρίνιες συνεχίζει ανοδικά και για το 2024 με τους επαγγελματίες του χώρου να αναμένουν νέο ρεκόρ εισπράξεων πάνω από τα 20 δις.
Κατά τα λοιπά η Ελλάδα έχει δικές της προκλήσεις να αντιμετωπίσει σε αυτή την χρονική συγκυρία. Το χρέος της είναι μεν “προστατευμένο” από τις ρυθμίσεις 2012 και 2018 με τους εταίρους μας, αλλά επείγει η επιτάχυνση της μείωσης του ύψους του, καθώς το χρέος του “επίσημου τομέα” δηλαδή τα χρήματα από την ΕΕ θα μετατρέπεται σταδιακά σε κλασικό χρέος προς τις αγορές, με ολοένα αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης
Η βασική πρόκληση όμως τόσο φέτος, όσο και για το 2025 είναι η απορρόφηση για κάθε μια χρονιά περίπου 10 δις κοινοτικών πόρων (κάτι που δεν έχει επιτευχθεί ποτέ) από το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ. Τούτο με δεδομένο ότι η ανάπτυξη του 2,5% για φέτος και του 2,6% για το 2025, οφείλονται κατά τα 2/3 στους κοινοτικούς πόρους. Αν αυτό το σκέλος δεν πετύχει η ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει από 0,5% έως και 1%.