Η έκταση που καταλαμβάνει είναι περίπου 32.965 στρέμματα, από τα οποία 23.618 στρέμματα είναι δασοσκεπής ή μερικώς δασοσκεπής έκταση (ελάτη, πεύκη κλπ), τα δε υπόλοιπα είναι η κοινοτική έκταση του Περτουλίου και οι διάφοροι αγροί ή λιβάδια. Ο λόγος για το Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου Τρικάλων που αποτελεί σήμερα αναλογικά, ίσως το πλέον παραγωγικό δάσος ελάτης. Η διαχείρισή του με ένα ιδιότυπο καθεστώς, αφού είναι δημόσιο δάσος, που ανήκει κατά κυριότητα στο ελληνικό κράτος, η νομή του (η χρήση) έχει όμως παραχωρηθεί από το έτος 1934 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με σκοπό την άσκηση πρότυπης δασοπονίας, την επιστημονική έρευνα και την πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΠΘ και του Διαχειριστικού Σχεδίου ΠΔ Περτουλίου περιόδου 2019 – 2028 το υπερθαλάσσιο ύψος του δάσους κυμαίνεται από 1.100-1.700 μ. περίπου. Η έκτασή του ανέρχεται σε 3.296,59 Ηa, από τα οποία 2.361,83 Ηa είναι δασοσκεπής ή μερικώς δασοσκεπής έκταση (ελάτη, πεύκη κλπ), 168,22 Ha γυμνές ή άγονες εκτάσεις εντός του δάσους, 583,71 Ηa ορεινοί βοσκότοποι, 114,00 Ηa πεδινοί λιβαδότοποι και 68,83 Ηa λοιπές εκτάσεις (κοινοτικές, αγροί, οικισμοί κ.λ.π.).
Κυρίαρχο αυτοφυές είδος είναι η υβριδογενής ελάτη ενώ σποραδικά βρίσκονται σε μικρές συστάδες η οξιά, η δρυς, το σφενδάμι, η οστρυά, ο άρκευθος, ο κέρδος η φλαμουριά ή ίτια κ.α. Τεχνητά έχουν εγκατασταθεί η μαύρη η δασική και λευκόδερθμος πεύκη καθώς και η ερυθρελάτη και η τούγια. Η πανίδα της περιοχής επίσης είναι πλούσια. Μπορούμε να συναντήσουμε το ζαρκάδι, το λαγό, το λύκο, την αλεπού αλλά και την καφέ αρκούδα. Από πλευράς φτερωτών βλέπουμε την ορεινή πέρδικα, την μπεκάτσα, αετούς, ιερακοειδή, νυκτόβια αρπακτικά κλπ.
Πιο αναλυτικά ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία για το Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου από τη φυτοκοινωνική άποψη.
Στο Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου η ελάτη σχηματίζει μία συνεχή ζώνη που φθάνει ως τα 1500 ή και 1700 μέτρα. Σε αυτό επικρατεί η υβριδογενής ελάτη (Abies borisii- regis), ενώ σπάνια απαντιόνται και άτομα της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica).
Η υβριδογενής ελάτη σχηματίζει εκτεταμένα αμιγή δάση. Αυτό, γενικά ξεκινά από υπερθαλάσσιο ύψος 700m και φθάνει ως τα ανώτερα ανθρωπογενή δασοόρια στα 1700 – 1800m (Αθανασιάδης 1986).
Εδώ είναι σημαντικό να αναφερθεί πως μετά από λεπτομερή, έρευνα ανάλυσης γύρης (Athanasiadis 1975) στο Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου αποκαλύπτει ισχυρές ανθρωπογενείς επιδράσεις σε αυτό, ήδη από το τέλος της πρώιμης εποχής του χαλκού, με παράλληλη ταύτιση μεταξύ των δεδομένων εποίκισης και καλλιέργειας και της ιστορικής εξέλιξης της βλάστησης. Τα αμιγή δάση υβριδογενούς ελάτης, ύστερα από μία επέκτασή τους μετά την τελευταία περίοδο του χαλκού, σχεδόν εξαφανίζονται και παίρνουν τη σημερινή τους μορφή στην περίοδο των τελευταίων χρόνων, ως αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου ανθρωπογενών επιδράσεων από την τελευταία περίοδο του χαλκού και μέχρι τους νέους χρόνους. Σα γεγονός αυτό πιστοποιεί ότι η ηλικία των δασών ελάτης του Περτουλίου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη των δύο γενεών.
Σήμερα, στον υπόροφο των ελατοδασών εμφανίζονται ψυχρόβια πλατύφυλλα είδη (οξιάς, σφενδάμου, δρυός κ.α.). Αυτό σε σχέση με την αναφορά του Οικονομόπουλου (1964) ότι σε έλος στη θέση Αλαταριές της περιοχής Βαθύ, βρέθηκαν υπολείμματα ξύλων ελάτης, πεύκης και καρποί οξυάς, φουντουκιάς, δρυός κλπ., σε συνδυασμό με την ανάλυση γύρης στο έλος αυτό (Athanasiadis 1975), όπου βρέθηκαν μεγάλα κατάλοιπα των Abies, Corylus, Ostrya, Carpinus betulus και άλλων ειδών, βεβαιώνει ότι η σύνθεση των δασών δεν ήταν η σημερινή, αλλά υπήρχαν μικτά δάση ελάτης και άλλων ψυχρόβιων πλατύφυλλων και ότι η σημερινή επικράτηση αμιγών συστάδων ελάτης, σε σχέση με τα άλλα είδη, οφείλεται στην ανταγωνιστικότητα και ανθεκτικότητά της σε συνθήκες σκίασης, βόσκησης, κλίματος και εδάφους.
Στα πλαίσια της αναβάθμισης, στο δάσος Περτουλίου πραγματοποιήθηκαν αναδασώσεις από το 1930. Φυτεύτηκαν φυτάδιαφόρων ειδών και προελεύσεων, ιθαγενή και ξενικά. Σύμφωνα με τους Μπασιώτη &Μουλαλή (1973) και Πανέτσο κ.α. (1980) εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά το 1960, σε πειραματική φυτεία, στη θέση Μηλιές (1250m), τα ξενικά είδη: Pseudotsuga menziesii, P inus ponterosa, Thuja plicata και τα ιθαγενή: Ρinus sylvestris, Ρ. nigra, Abies borissi-regis.
Από τις μέχρι σήμερα παρατηρήσεις μας, διαπιστώνεται ότι στις τεχνητές αναδασώσεις, μαύρης και δασικής πεύκης ηλικίας σήμερα άνω των 45 ετών, εμφανίζονται διάσπαρτα ή κατά μικρές ομάδες νεόφυτα-πυκνόφυτα ελάτης, τα οποία κάτω από το σχετικά φωτεινότερο περιβάλλον της πεύκης εξελίσσονται κανονικά. Κατά την καλλιέργεια (αραιώσεις, κλαδεύσεις) της κυριαρχούσης συστάδας (πεύκη) λαμβάνεται πλέον σοβαρά υπόψη ο απώτερος σκοπός που συνίσταται στη δημιουργία μιας, κατά το δυνατό, μικτής συστάδας ελάτης- πεύκης κατά μικρές ομάδες ή και κατά άτομο.
Με τα προηγούμενα επιδιώκεται η παραγωγή πολυτίμου ξύλου, η πυρασφάλεια και η ενεργοποίηση της βιολογικής δραστηριότητας του εδάφους για την φυσική αναγέννηση των συστάδων
Για την ορθή διαχείρισή του, το δάσος έχει διαιρεθεί σε 9 ορεογραφικές μονάδες. Τα δασικά προϊόντα ελάτης που παράγονται είναι η άφλοια και έμφλοια στρογγύλη ξυλεία >2μ μήκους και η καύσιμη ξυλεία (καυσόξυλα). Για την προστασία του δάσους λαμβάνονται δασοκομικά και διαχειριστικά μέτρα ενώ πρωταρχικό σκοπό αποτελεί η διατήρηση της αειφορίας των καρπώσεων και των προσόδων του δάσους.
Για την εκπαίδευση των φοιτητών της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, την έρευνα και τη διαχείριση του δάσους υπάρχει κτιριακή υποδομή συνολικού εμβαδου 6.000 τμ.. Το δασικό οδικό δίκτυο είναι περίπου 25μ/Ηa και γίνονται συντηρήσεις κάθε έτος.
Στο Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου λειτουργεί χιονοδρομικό κέντρο με πίστα 1.100 μέτρων με κλίσεις μέτριας δυσκολίας.
Το 1951 ιδρύθηκε το Ταμείο Διοίκησης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών (σήμερα το ταμείο έχει απορροφηθεί από το ΑΠΘ το οποίο πλέον συνεχίζει την λειτουργία των πανεπιστημιακών δασών Περτουλίου Τρικάλων και Ταξιάρχη Χαλκιδικής) με σκοπό να θέσει τις βάσεις της διαχείρισης στα δύο πανεπιστημιακά δάση που θεωρούνταν τότε ως υποβαθμισμένα και μη παραγωγικά. Με την πλήρη συμπαράσταση και συμμετοχή στη διαχείριση των καθηγητών αλλά και ερευνητών του τμήματος Δασολογίας και ΦΠ, οργανώθηκαν σε σύγχρονα επιστημονικά πρότυπα της τότε εποχής. Πραγματοποιήθηκε σε αυτά πλήθος ερευνητικών μελετών και έργων από μέλη ΔΕΠ και μεταπτυχιακούς φοιτητές της σχολής Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. Αυτό είχε ως σκοπό την καθιέρωση πρότυπων διαχειριστικών σχεδίων και την υιοθέτησή τους από τον επιστημονικό κόσμο στης χώρας και από το σύνολο των δασικών υπηρεσιών.
Με την πάροδο των ετών και την εμφάνιση των πρώτων αποτελεσμάτων των ερευνητικών προσπαθειών, τονίζει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο δασάρχης Περτουλίου Βασίλης Αλεξίου η ποιότητα του συνόλου των παραγόντων (δάσος, έδαφος κλπ) αλλά και της παραγόμενης ξυλείας αναβαθμίστηκε θεαματικά.
Η αειφορική διαχείριση, σύμφωνα με τον ίδιο, έδωσε δουλειά στους τοπικούς πληθυσμούς μέσω των δασικών συνεταιρισμών, κράτησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στον τόπο του, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση της υπαίθρου και στην οικονομική στήριξη των παραδασόβιων πληθυσμών.
Παράλληλα με τα παραπάνω, τα πανεπιστημιακά δάση συνέβαλλαν και συμβάλλουν στο μέγιστο στην εκπαίδευση των μελλοντικών δασολόγων της χώρας. Για να καταλήξει τονίζοντας ο ίδιος:
«Το Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου, αποτελεί ένα παράδειγμα που μας δείχνει πώς ένας φυσικός πόρος που είναι ένα δάσος ελάτης, μπορεί μέσα από την αειφορική διαχείριση, την επιστημονική υποστήριξη και την άριστη συνεργασία των τοπικών κοινωνιών, σε μερικές δεκαετίες, να μετατραπεί σε ένα υποδειγματικό δάσος από άποψη δομής, αναγέννησης και αειφορικής κάρπωσης, δίνοντας τεράστια προστιθέμενη αξία και ταυτότητα σε μια περιοχή, και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ήπιων ορεινών τουριστικών δραστηριοτήτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αύξηση της επισκεψιμότητας στο σύνολο της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων».