ο 2015 το όνοµα του Θεόδωρου Δουζόγλου απέκτησε µια θέση στον επιχειρηµατικό χάρτη της Ελλάδας µε µια κίνηση που προκάλεσε αίσθηση, σε µια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για τη χώρα µας. Η ανακοίνωση ότι το ιστορικό ξενοδοχείο “Πεντελικόν” είχε αλλάξει ιδιοκτησία και ότι πλέον βρισκόταν στα χέρια ενός Έλληνα οµογενούς από τη Βενεζουέλα πυροδότησε το ενδιαφέρον και την περιέργεια γύρω από την άγνωστη ζωή του… “Έλληνα της Βενεζουέλας”, όπως πάντα αποκαλούσαν τον Θεόδωρο Δουζόγλου όλοι οι συνεργάτες του.
Η επιχειρηµατική πορεία της οικογένειας Δουζόγλου στην Ελλάδα ξεκινά βέβαια πολλά χρόνια πριν, όταν οι διακοπές στη χώρα συνοδεύονταν πάντα µε αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών. Από την αγορά οικοπέδων και την ανάπτυξη ακινήτων στο Ελληνικό, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, το Ψυχικό, το κέντρο της Αθήνας και αλλού, έως τις γνωστές στρατηγικές επενδύσεις στον τοµέα της φιλοξενίας, ο Θεόδωρος Δουζόγλου έχει πλέον εγκατασταθεί στην Ελλάδα κι έχει δηµιουργήσει έναν όµιλο επιχειρήσεων. Παρόλο που για ένα χρονικό διάστηµα κάποιες από τις επενδύσεις αυτές έχουν παραµείνει ανεκµετάλλευτες λόγω επιχειρηµατικού προγραµµατισµού, ο οµογενής επιχειρηµατίας πιστεύει ότι τώρα η στιγµή είναι η κατάλληλη για να δώσει ζωή σε αυτά τα εµβληµατικά ακίνητα, στηριζόµενος σε µια ικανή οµάδα επαγγελµατιών.
Παραχωρώντας για πρώτη του φορά συνέντευξη, ο Θεόδωρος Δουζόγλου µίλησε στο “Forbes” για την καταγωγή του, τη ζωή στη Βενεζουέλα, τις επιχειρηµατικές δραστηριότητες της οικογένειάς του, τη δύσκολη απόφαση να έρθει στην Ελλάδα και τις επενδύσεις του στη χώρα µας.
Απο τη Ρουµανία στη Βενεζουέλα
Η οικογένεια του πατέρα του Θεόδωρου Δουζόγλου, του Σπυρίδωνος Δουζόγλου, έχει ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, ενώ της µητέρας του, Κυριακής, από τη Χίο. Και οι δύο γονείς του, ωστόσο, γεννήθηκαν και µεγάλωσαν στη Ρουµανία. Ο πατέρας του προερχόταν από µια πολύ φτωχή οικογένεια, που ζούσε από το εµπόριο τροφίµων.
Στη δεκαετία του ’40 µε αρχές της δεκαετίας του ‘50 ο πατέρας του κ. Δουζόγλου, πριν ακόµη γνωριστεί µε τη µητέρα του, αποφάσισε να µεταναστεύσει στην Αµερική. “Έφυγε από τον Πειραιά για τη Βενεζουέλα. Έχουµε µια φωτογραφία στην οποία είναι ο µπαµπάς δίπλα από το βαπόρι, να κρατάει στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο µια βαλίτσα δερµάτινη. Πάντα µας έλεγε “εγώ έτσι έφτασα στη Βενεζουέλα, µε αυτή τη βαλίτσα και µε 100 δολάρια στην τσέπη””.
Αντίθετα, η µητέρα του Θεόδωρου Δουζόγλου προερχόταν από µία από τις πιο πλούσιες οικογένειες στη Ρουµανία, µιλούσε πέντε γλώσσες, ενώ τόσο εκείνη όσο και οι δύο αδερφές της είχαν η καθεµία ξεχωριστή παιδαγωγό.
Ενώ ο πατέρας του είχε φύγει από τη Ρουµανία πριν από την έλευση του κοµµουνιστικού καθεστώτος, η οικογένεια της µητέρας του παρέµεινε στη χώρα. Ωστόσο ήρθε η στιγµή που αναγκάστηκε να φύγει, χάνοντάς τα απολύτως όλα. Μάλιστα, φεύγοντας από τη Ρουµανία για την Ελλάδα, µπορούσε ο καθένας τους να κρατάει πάνω του µόνο 30 κιλά, µε τη µητέρα του και τις δύο αδερφές της να εξαναγκάζονται να βγάλουν τα… ρούχα τους για να αποδείξουν ότι δεν κουβαλούσαν πάνω τους κοσµήµατα.
Οι γονείς του Βενεζουελάνου επιχειρηµατία παντρεύτηκαν µε “προξενιό”. “Όταν ο πατέρας µου αποφάσισε να παντρευτεί, ήρθε στην Ελλάδα για να βρει µια Ελληνίδα. Οι γονείς της µητέρας µου ήξεραν τον πατέρα µου και το πόσο εργατικός ήταν. Έτσι, συµφώνησαν για τον γάµο, µε τον πατέρα µου να τους υπόσχεται ότι, όταν θα κέρδιζε τις πρώτες του 1.000 λίρες, θα επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα. Αυτό έγινε το ’58-’59”.
Οι επιχειρήσεις και ο… Ωνάσης
Σιγά-σιγά πήγαν στη Βενεζουέλα και τα τρία αδέρφια του πατέρα του, Διογένης, Ιωάννης και Αριστείδης. Εκείνη την εποχή ξεκινούσε η πετρελαϊκή άνοδος της Βενεζουέλας. “Η Βενεζουέλα δεν είχε ανθρώπους µε γνώσεις, αλλά είχε µεγάλη δυναµική. Αυτό έκανε τους γονείς µου να ξεκινήσουν να ασχολούνται µε το εµπόριο τροφίµων, στην αρχή µε µια τσάντα στο χέρι και αργότερα µε ένα µαγαζί. Στη συνέχεια κατάφεραν να κερδίσουν κάποιες σηµαντικές αντιπροσωπίες, όπως των Heinz, Sun Maid, Diamond, Kellogg’s, Campell και αρκετών άλλων”.
Επίσης, η οικογένειά του συνεργαζόταν µε τον Αριστοτέλη Ωνάση και είχε παράλληλα την αντιπροσωπία της Ολυµπιακής Αεροπορίας για όλη τη Νότια Αµερική. “Έχω φωτογραφία µικρός, να είµαι στο αεροπλάνο και να κάθοµαι στα πόδια του Ωνάση”, θυµάται ο “Έλληνας της Βενεζουέλας”.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Βενεζουέλα νοµοθέτησε την υποχρέωση εγκατάστασης παραγωγικών γραµµών στη χώρα προκειµένου οι εισαγωγείς να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους. Τότε άρχισαν να έρχονται στη Βενεζουέλα αµερικανικές εταιρείες µε δικές τους εγκαταστάσεις. Έτσι, οι γονείς του οµογενούς επιχειρηµατία στράφηκαν µε τον όµιλό τους, Grupo Familia Imarla, και σε άλλες αντιπροσωπίες, όπως η Blue Diamond, η Sunsweet, η Lactalis, η Friesland, η Ferrero, η Bertolli, η Auricchio, η el Pozo, αλλά και τα ελληνικά brands Άλτις, Kronos και µέλι Αττική.
Στη συνέχεια, λόγω της καινούργιας νοµοθεσίας, η οικογένεια Δουζόγλου προχώρησε στην κατασκευή εργοστασίων µε µπαχαρικά, κονσέρβες και άσπρο τυρί και παρµεζάνα, αλλά και χαρτί υγείας και χαρτοπετσέτες. Το τελευταίο ήταν το πιο µεγάλο εργοστάσιο που υπήρχε στη Νότια Αµερική, έως το 2008, που η οικογένεια αποφάσισε να πουλήσει ένα µεγάλο ποσοστό στον κολοσσό Kimberly-Clark. “Κάναµε απευθείας διανοµή σε σούπερ-µάρκετ, µίνι µάρκετ, εστιατόρια, catering και αεροδρόµια κ.ά. Είχαµε περισσότερους από 380.000 πελάτες και µια µεγάλη δύναµη πωλήσεων, µε πάνω από 260 πωλητές και φορτηγά”.
Το χτίσιµο της ελληνικής κοινότητας
Στη Βενεζουέλα η οικογένειά του βοήθησε να χτιστεί µια σηµαντική ελληνική κοινότητα και η εκκλησία. Ο θείος του Διογένης Δουζόγλου έγινε ο πρώτος πρόξενος “At Honoren” στη Βενεζουέλα για την Ελλάδα και κράτησε αυτήν τη θέση για πάνω από 25 χρόνια. “Αντιπροσωπεύαµε τα συµφέροντα των Ελλήνων, γιατί η Βενεζουέλα ξεκινούσε την εποχή εκείνη συνεργασίες. Κατά κάποιον τρόπο ήµασταν το πόδι της Ελλάδας στη Βενεζουέλα”, εξηγεί ο επιχειρηµατίας και προσθέτει ότι η οικογένειά του, λόγω της προεδρικής θέσης που κατείχε στην κοινότητα, βοηθούσε και υποστήριζε, αλλά ακόµα και φιλοξενούσε, πάντα όλους τους Έλληνες, µεταξύ των οποίων και πολιτικούς, επιχειρηµατίες, εφοπλιστές, µέχρι και τους ναύτες που έφταναν µε τα πλοία που έρχονταν στη Βενεζουέλα.
“Παρόλο που γεννήθηκα και µεγάλωσα στη Βενεζουέλα και είµαι περήφανος που είµαι Βενεζουελάνος, έµαθα να αγαπάω την Ελλάδα και να νιώθω τους Έλληνες και την κοινότητα σαν πραγµατική οικογένεια”, τονίζει ο κ. Δουζόγλου και θυµάται: “Ήµουν παππαδάκι, κάθε χρόνο στην επέτειο της 25ης Μαρτίου πήγαινα ντυµένος τσολιάς στην πλατεία Μπολιβάρ να καταθέσω στεφάνι και χόρευα παραδοσιακούς χορούς”.
“Μέλη της οικογένειας Δουζόγλου, µεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο επιχειρηµατίας, υπηρέτησαν την ελληνική κοινότητα ως πρόεδροι, ενώ η µητέρα του κ. Δουζόγλου ανέπτυξε σηµαντική φιλανθρωπική δράση ως πρόεδρος του Φιλόπτωχου Οργανισµού της κοινότητας.
Ο πατέρας του κ. Δουζόγλου πέθανε στις 31 Δεκεµβρίου 1986, έπειτα από µια πολύ σύντοµη µάχη µε τον καρκίνο. Ο Έλληνας οµογενής αναγκάστηκε –σε ηλικία 21 ετών κι ενώ τελείωνε πολιτικός µηχανικός στο “Universidad Catolica Andres Bello” στο Καράκας– να αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης. Δυσκολεύτηκε, αλλά, όπως τονίζει, είχε τη στήριξη του κόσµου που εργαζόταν στην εταιρεία και αυτό γιατί δούλευε µαζί τους από παιδί.
Ο ερχοµός στην Ελλάδα και οι επενδύσεις
Η εταιρεία πέρασε αργότερα από δύσκολες καταστάσεις, απόρροια και των οικονοµικών προβληµάτων της ίδιας της χώρας, µε τα capital controls και τις υποτιµήσεις του µπολιβάρ.
Το 2015 ένα σοβαρό πρόβληµα υγείας της µητέρας του, αλλά κυρίως η ανασφάλεια και ο φόβος λόγω της υψηλής εγκληµατικότητας στη Βενεζουέλα, οδήγησαν τον Θεόδωρο Δουζόγλου να πάρει την οικογένειά του και να έρθει στην Ελλάδα, παρόλο που, όπως λέει ο ίδιος, δεν είχε ποτέ και συνεχίζει να µην έχει σκοπό να αφήσει τη Βενεζουέλα.
Το όνοµά του στη χώρα µας είχε γίνει γνωστό από την άνοιξη του 2015, όταν, εν µέσω κρίσης και Μνηµονίων, ανακοινώθηκε η µεταβίβαση, µέσω πλειστηριασµού, του ιστορικού ξενοδοχείου “Πεντελικόν” στο Κεφαλάρι Κηφισιάς σε σχήµα συµφερόντων του Θεόδωρου Δουζόγλου.
Ο επιχειρηµατίας διευκρινίζει, βέβαια, ότι η οικογένειά του είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια νωρίτερα τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Έτσι, από το 1975 περίπου, η οικογένεια αγόραζε οικόπεδα, έχτιζε πολυκατοικίες και τουριστικά ακίνητα στο Ελληνικό, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι και την Κεφαλονιά, µεταξύ άλλων, και στη συνέχεια πουλούσε ή νοίκιαζε τα ακίνητα.
Το δεύτερο deal έγινε στη Μύκονο, τον Μάιο του 2016, όταν ο κ. Δουζόγλου απέκτησε το ξενοδοχείο “Λητώ” µέσω δηµοπρασίας του ΤΑΙΠΕΔ. Στη συνέχεια ακολούθησε η αγορά του ακινήτου του ΟΤΕ στη Σταδίου (πλησίον του κτιρίου της Παλιάς Βουλής), το ξενοδοχείο “Μιστράλ” στο Μικρολίµανο, ένα ακίνητο στις οδούς Σόλωνος και Πινδάρου, στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και διάφορα άλλα ακίνητα.
Οι καθυστερήσεις
Ωστόσο, µέχρι σήµερα, τα ακίνητα αυτά παραµένουν ανεκµετάλλευτα. “Εκείνη την εποχή όλος ο κόσµος έβγαζε τα λεφτά του έξω, υπήρχαν capital controls και τα µεγάλα ξενοδοχεία είχαν πληρότητα 10%-15%”, λέει και εξηγεί ότι εκείνη η χρονική στιγµή δεν ήταν κατάλληλη για να ανοίξει κάποιος ξενοδοχείο, αλλά για στοχευµένες αγορές ακινήτων. Επίσης, όπως παραδέχεται, δεν ένιωθε ότι είχε την κατάλληλη οµάδα και τη σωστή οργάνωση για να προχωρήσει.
Πριν από δύο χρόνια περίπου η είδηση της συµφωνίας του οµίλου και της Hilton για την αναγέννηση του “Πεντελικόν” και του “Μιστράλ” έφερε χαµόγελα αισιοδοξίας. Όµως το χρονοδιάγραµµα των projects δεν επιβεβαιώθηκε. “Ήταν µια επιχειρηµατική επιλογή να περιµένουµε την κατάλληλη στιγµή για την αξιοποίηση αυτών των επενδύσεων”, λέει ο κ. Δουζόγλου και φαίνεται ότι αυτή η στιγµή είναι πλέον κοντά. “Θεωρούµε ότι φτάσαµε σε ένα σηµείο που οι επενδύσεις στους τοµείς Hospitality και Logistics που δεν έχουµε ακόµη αξιοποιήσει να µπορούν να αρχίσουν να διαµορφώνονται. Πλέον έχει οργανωθεί ένας όµιλος επιχειρήσεων που επικεντρώνεται στο asset management και development. Έχουµε βρει µεγάλο µέρος της οµάδας µας, µε τους κατάλληλους ανθρώπους, µε µεγάλη εµπειρία και πολλή διάθεση”, προσθέτει.
“Θέλαµε να επενδύσουµε, ήταν η σωστή στιγµή να επενδύσουµε. Αλλά αυτό που είναι ξεκάθαρο στο µυαλό µου είναι ότι, όταν πάω να κάνω κάτι, πάντα θέλω να έχω µια καλή, σωστή και σοβαρή οµάδα, που να µοιράζεται το ίδιο όραµα µε εµένα. Και αυτό δεν είναι εύκολο να το πετύχεις από τη µια µέρα στην άλλη – ιδιαίτερα όταν πας σε µια ξένη χώρα, που δεν έχεις ήδη µια υφιστάµενη οργάνωση, που δεν γνωρίζεις και δεν σε γνωρίζουν”.
Τα σχέδια για τα ξενοδοχεία
Ο Βενεζουελάνος επιχειρηµατίας ανέφερε ότι αυτή τη στιγµή ο Όµιλος SCD και η operator βρίσκονται στην τελική φάση του διαγωνισµού για την επιλογή του project manager, αλλά και στη φάση επιλογής του interior designer. Επίσης, πραγµατοποιούν συναντήσεις µε τοπικούς αρχιτέκτονες, κατασκευαστικές εταιρείες και, κατόπιν, θα ακολουθήσει η επιλογή όλων των υπόλοιπων συνεργατών. Στη συνέχεια θα τεθεί το τελικό χρονοδιάγραµµα, µε στόχο τα έργα να ξεκινήσουν στις αρχές του 2024. Μέρος των έργων εκτιµάται ότι θα αρχίσει να ολοκληρώνεται από τα τέλη του 2025, ενώ στόχος είναι µέχρι τα µέσα 2027 να έχει ολοκληρωθεί το µεγαλύτερο µέρος των projects, ανάλογα βέβαια και από τον χρόνο των αδειοδοτήσεων.
Υπενθυµίζεται ότι, µε βάση τη συµφωνία που υπογράφηκε µε τη Hilton, το ξενοδοχείο “Πεντελικόν” θα ανοίξει ξανά τις πόρτες του υπό την επωνυµία “Pentelikon Athens, Curio Collection by Hilton By SCD”. Όσον αφορά το “Μιστράλ”, ενώ η αρχική συµφωνία προέβλεπε να επαναλειτουργήσει ως “Hampton by Hilton Piraeus By SCD”, τελικά θα λειτουργήσει ως “Tapestry”, ένα luxury brand ξενοδοχείων που χαρακτηρίζονται από κάποιο ιδιαίτερο concept. “Νιώθω ότι ο Πειραιάς χρειαζόταν κάτι καλύτερο και τους “πείσαµε” να αλλάξουµε το brand. Θα είναι ένα ξενοδοχείο που θα προβάλλει την ιστορία της περιοχής και την αίγλη που είχε κάποτε και που τώρα επανέρχεται”, εξηγεί ο κ. Δουζόγλου.
Όσον αφορά τη Μύκονο, ο επενδυτής αποκαλύπτει ότι αυτήν τη στιγµή ο Όµιλος βρίσκεται στο τελικό στάδιο διαπραγµάτευσης µε ένα άλλο brand – από τα πιο δυνατά στο κοµµάτι του luxury και µε ξενοδοχεία σε πολύ λίγες, επιλέξιµες πόλεις στον κόσµο. Επιθυµία του κ. Δουζόγλου είναι το ξενοδοχείο της Μυκόνου να αποπνέει κάτι από την αρχοντιά και το glamour που χαρακτήριζε το κυκλαδίτικο νησί τη δεκαετία του ’70.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το ακίνητο στην Παλαιά Βουλή, ο στόχος είναι παρόµοιος, να µεταµορφωθεί δηλαδή σε έναν όµορφο χώρο στο κέντρο της Αθήνας, συµβάλλοντας και στην αναβάθµιση µιας περιοχής που αυτήν τη στιγµή είναι αρκετά υποβαθµισµένη.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις σκέψεις του Έλληνα οµογενούς βρίσκονται και αναζητά επενδύσεις και σε άλλους κλάδους, όπως τα τρόφιµα και τα logistics, όπου η οικογένειά του ήταν ανέκαθεν πολύ δυνατή.
“Δεν ήρθαµε για να φύγουµε, ήρθαµε για να επενδύσουµε, ήρθαµε γιατί µεγαλώσαµε αγαπώντας και αγαπάµε την Ελλάδα. Στόχος µας είναι µέσα από αυτές τις επενδύσεις να έρθουν και άλλες επενδύσεις και σιγά-σιγά να γίνουµε ένας από τους πιο αναγνωρισµένους οµίλους στην Ελλάδα”, κατέληξε ο “Έλληνας της Βενεζουέλας”.
Της Ελευθερίας Πιπεροπούλου