Οταν κάποιος σου περιγράφει ένα εστιατόριο που επισκέφτηκε, συνήθως αναφέρεται στο πόσο καλό είναι το φαγητό και το μενού, η ατμόσφαιρα και η εξυπηρέτηση από τους σερβιτόρους. Για το εστιατόριο ΑXIA στο Τenafly της Νέας Ιερσέης, ένα από τα αγαπημένα δημιουργήματα του Μιχάλη Παρλάμη, υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση από τους πελάτες. Το πρώτο που θα ακούσεις είναι το υπέροχο ελληνικό φαγητό που απόλαυσαν και αμέσως μετά η οικογενειακή και ζεστή ατμόσφαιρα που απορρέει από τον μάνατζερ και συνέταιρο του ΑΧΙΑ, Τιμ Βλαχόπουλο, που έχει ένα σπάνιο χάρισμα να σε καθηλώνει με μια ευγένεια συνδυασμένη, σε ισόποση δόση, με την οικειότητα που ξέρει πού και πότε να της βάλει όρια. Ως λάτρης του καλού φαγητού και της άριστης φιλοξενίας ήταν αναπόφευκτο να μην επισκεφτώ το ΑΧΙΑ και όχι μόνο μια φορά, αλλά πολλές από τότε που πρωτοπήγα. Την τελευταία φορά, πριν δυο περίπου μήνες, πήγα νωρίς και για καλή μου τύχη ο Τιμ είχε χρόνο να καθίσει μαζί μου και να μου καλύψει την περιέργειά μου για την ζωή του, που είχα μάθει ότι ήταν αφιερωμένη στην ευχαρίστηση των ανθρώπων με απόλυτο σεβασμό, αξιοπρέπεια και σκληρή δουλειά. Ο πατέρας του είχε ταβέρνα και καφενείο και παράλληλα καλλιεργούσε σταφίδες στην Παλαιοβαρβάσαινα, έξω από τον Πύργο, όπου ζούσαν με τα τρία αδέλφια του και την μητέρα τους. Στα 14 του χρόνια αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του, για να δουλέψει και να συνεχίσει το Γυμνάσιο στον Πύργο. Βρήκε ένα δωμάτιο και μια δουλειά σε ένα ξενοδοχείο, ξεκίνησε πάλι το σχολείο μέχρι τις 2 κάθε μέρα και μετά κατευθείαν στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Ο πατέρας του με τον οποίο δεν διατηρούσε καλές σχέσεις, πήγε στον Πύργο και τον έφερε πίσω χωρίς την θέλησή του. «Δεν θα δουλέψεις για κανέναν παρά μόνο για μένα» του είπε.
«Οι υπόλοιποι θα πάνε σχολείο. Εσύ θα κάτσεις μαζί μου». Τα υπόλοιπα 3 αδέρφια του είχαν δρομολογήσει τη ζωή τους. Ο Τιμ ήταν αδύνατον να μείνει με έναν πατέρα που δεν εκτιμούσε τον τρόπο ζωής του και τη συμπεριφορά του στην οικογένειά του. Την άλλη μέρα το πρωί πρωί πήρε το πρώτο αστικό λεωφορείο και επέστρεψε στον Πύργο. Από μικρό παιδί με περίσσεια δύναμη ψυχής δουλευτάρικο και αγαπητό σε όλο τον κόσμο, κατάφερε μόνο του να επιβιώσει. Η μητέρα του που αγαπούσε πολύ του είπε να φύγει να πάει στα αδέλφια της στην Αμερική προτού πάει φαντάρος… Και αυτό έκανε. Ακολούθησε την ευχή, την προσδοκία, την ελπίδα και τα όνειρα της μητέρας του για μια δική του καλύτερη ζωή. Και την πραγματοποίησε. Σήμερα ο Τιμ Βλαχόπουλος μετά από μια διαδρομή στα καλύτερα εστιατόρια του Μανχάταν όπως το St. Regis, Le Côte Basque, Carlyle, Double, Maxim the Paris, Aureole, Le Festival, The tonic και πολλά άλλα και 51 χρόνια εμπειρίας στο χώρο της εστίασης και της φιλοξενίας, είναι ένας από τους κορυφαίους γνώστες του χώρου, που ξέρει να εξυπηρετεί παραδειγματικά, κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα, να επικοινωνεί άριστα και με συνέπεια με τους ανθρώπους και το κυριότερο έχει το ταλέντο να σου αλλάζει τη διάθεση φέρνοντάς σου ένα Montepulciano d’Abruzzo με εκείνο το ελληνικό πειστικό χαμόγελο, που σε μεταφέρει στην όμορφη και παραδοσιακή Γη του Μοριά.
Πες μας λοιπόν Τιμ πώς έφτασες τελικά στη Νέα Υόρκη…
Εφτασα στη Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου του 1973, την ημέρα των γενεθλίων μου, που έγινα 17 χρονών. Με έφερε η μητέρα μου, γιατί δεν μπορούσα να ταξιδέψω μόνος μου και έπρεπε να παραμείνει στην Αμερική 40 μέρες μαζί μου. Πήρα την πράσινη κάρτα μέσα στο αεροπλάνο, αφού είχα ήδη οικογενειακή πρόσκληση. Η μητέρα μου έφυγε μετά από λίγο και έμεινα με τη θεία μου στο Μπρόνξ. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος, γιατί δεν γνώριζα τους συγγενείς μας και ένιωθα άβολα. Ντρεπόμουν πολύ να φάω, να κάνω μπάνιο, να συμμετέχω γενικά στην κοινή μας καθημερινότητα χωρίς αμηχανία, αν και οι συνθήκες ζωής μου ήταν πολύ καλές. Ο πιο εύκολος τρόπος για να νιώσω πιο άνετα, ήταν να αρχίσω να δουλεύω για να ανεξαρτητοποιηθώ. Ενας θείος μου, μου βρήκε δουλειά στο St. regis αμέσως. Ημουν μόνο 17 χρονών και έπρεπε να αλλάξω το social security να βάλω ένα χρόνο μεγαλύτερος για να μπορώ να εργαστώ. Ετσι ξεκίνησα bar boy στο The king Cole Bar, ένα από τα πιο όμορφα μπαρ της πόλης, αν όχι στον κόσμο, ακόμα και σήμερα, δεδομένου ότι στη Νέα Υόρκη έχουν απομείνει λίγα από αυτά τα θρυλικά στέκια.
Ησουν απίστευτα τυχερός να κάνεις τέτοιο ξεκίνημα στο ιστορικό αυτό ξενοδοχείο με το φημισμένο King Cole Bar.
Από το Regis New York, το κορυφαίο ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, που έφτιαξε το 1904 ο Αμερικανός καινοτόμος επιχειρηματίας John Jacob Astor IV πέρασε όλη η φωτισμένη αριστοκρατία του κόσμου. Οσο για το King Cole Bar, ήμουν πραγματικά πολύ τυχερός, αφού οι άνθρωποι που έρχονταν εκεί ήταν επιχειρηματίες και διασημότητες. Μην ξεχνάμε, ότι στο μπαρ αυτό ο μπάρμαν Fernand Petiot βελτίωσε το ρόφημα βότκας και χυμού ντομάτας και το ονόμασε «The Bloody Mary» το 1934 και πως η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe), ο Τζον Λένον (John Lennon), ο Σαλβαντόρ Νταλί (Salvador Dali), ο Ωνάσης και ο Τζο ΝτιΜάτζιο (Joe DiMaggio) ήταν σταθεροί πελάτες. Βρέθηκα ξαφνικά σε ένα αριστοκρατικό, ιστορικό και πολύ ακριβό μπαρ σε ένα μοναδικό σημείο στο St. Regis της Νέας Υόρκης!
Εκεί τι δουλειές έκανες ένα άπειρο αγόρι 17 χρονών;
Ημουν ο πιο μικρός και άπειρος και με πηγαινόφερναν πάνω κάτω, άλλοτε να φέρνω πάγο, άλλοτε τα ποτήρια κάτω στην κουζίνα. Τα πόδια μου έβγαλαν τις πρώτες φουσκάλες. Εκανα όλες τις εξυπηρετήσεις και τις χάρες. Πολλοί μιλούσαν σπανιόλικα και θυμάμαι πως γύρναγα στο σπίτι μου περήφανος γιατί κάθε μέρα μάθαινα και από μια καινούργια λέξη, πώς λέγαν το ψωμί, το βούτυρο κ.λπ. Το έλεγα στα ξαδελφάκια μου και αυτά γελούσαν. Ο μετρ είδε πως ήμουν ιδιαίτερα πρόθυμος και με παρόρτυνε να πάω σχολείο και να μάθω αγγλικά για να με κάνει σερβιτόρο. Ξεκίνησα λοιπόν μαθήματα στο Colubus High School στο Μπρονξ και τελείωσα και το σχολείο εκεί, αφού είχα ακόμα μια χρονιά. Ο μετρ δεν περίμενε και πολύ και με έριξε αμέσως στη φωτιά. Με το που άρχισε η γλώσσα μου λίγο να «τρίβεται» μου είπε: «Θα έρχεσαι 10-12 να σηκώνεις τα τηλέφωνα και στις 12 θα ξεκινάς τη δουλειά σου σαν σερβιτόρος», για να με βοηθήσει να γίνω καλύτερος.
Λένε ότι εκείνη την εποχή έβγαζε πολλά χρήματα κάποιος αν ήταν σερβιτόρος.
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αν αγαπούσες τη δουλειά σου κέρδιζες χρήματα. Και εγώ όχι μόνο την αγαπούσα, αλλά ήμουν προσφιλής στους συναδέλφους μου και είχα την υποστήριξή τους. Ο μετρ με είχε από κοντά. Μετά από 2-3 μήνες με μετέφερε στο Maisonette, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ήταν η πιο δημοφιλής τραπεζαρία και αίθουσα χορού του St. Regis με τον πρίγκιπα Serge Obolensky και την αφρόκρεμα της κοινωνίας να παρελαύνουν. Εκεί έκανα $150 τη βραδιά από $60! Ηταν βέβαια δύσκολη δουλειά, γιατί έπρεπε να φέρνω ασημένιους δίσκους, να σερβίρω 1 η ώρα το πρωί, να προσέχω να μην ακουμπήσω κανέναν ή φανώ αδέξιος. Το καλοκαίρι έκλεισε το κλαμπ και μου πρότειναν να πάω πάλι στο King Cole Bar με την παλιά μου θέση. Δεν πήγα. Ηθελα να εξερευνήσω και άλλα ξενοδοχεία και εστιατόρια της Νέας Υόρκης! Ετσι βρέθηκα στο Carlyle που ζητούσαν maitre d με tuxedo, που δεν είχα φορέσει ποτέ. Ημουν μόλις 17 ½ χρονών και έπαιρνα $400 το τριήμερο δηλαδή $130 την ημέρα, συν τα τυχερά που αντιστοιχούσαν τότε σε $500. O Truman, o John F. Kennedy, o Lyndon B. Johnson, o Richard Nixon, o Jimmy Carter και ο Ronald Reagan αποκαλούσαν το «The Carlyle» το ανεπίσημο σπίτι τους στη Νέα Υόρκη. Στο «The Palace of secrets», όπως το λένε συνήθως έχουν μείνει ο πρίγκιπας Χάρι (Prince Harry) και η Μέγκαν Μαρκλ (Meghan Markle) και παλαιότερα η πριγκίπισσα Νταϊάνα (Princess Diana), ο Μάικλ Τζάκσον (Michael Jackson), ο Στιβ Τζομπς (Steve Jobs) και πολλοί άλλοι από την κοινωνική και καλλιτεχνική ελίτ.
Από τις διασημότητες που γνώρισες ποια σου άφησε άσχημες εντυπώσεις;
Χωρίς πολλή σκέψη θα σου πω ο Φρανκ Σινάτρα, όπου σε αρκετά περιστατικά έδειξε ένα κακό χαρακτήρα. Οταν εργαζόμουν στο Le Côte Basque, το οποίο οι «New York Times» ονόμασαν «πρώην ναό της υψηλής κοινωνίας της γαλλικής κουζίνας στην οδό 60 West 55th Street» ο Σινάτρα ερχόταν πολύ συχνά με την παρέα του.
Μια βραδιά ήρθε με 5-6 άτομα και την Μπάρμπαρα, την τότε γυναίκα του. Οταν πήραμε την παραγγελία ο Σινάτρα πήρε κοτόπουλο και η Μπάρμπαρα γλώσσα ψάρι. Οταν ήρθαν τα φαγητά αυτή επέμενε ότι δεν παρήγγειλε το φαγητό που της έφεραν. Ο Σινάτρα εκνευρίστηκε από την επιμονή της, την σκαμπίλισε μπροστά στον κόσμο και είπε στον Carmine τον σωματοφύλακά του να την γυρίσει στο σπίτι. Στην παρέα τους εκείνο το βράδυ ήταν και ο Sammy Davis junior. Μια άλλη βραδιά ήρθε πάλι ο Σινάτρα και μια κυρία πελάτισσα ενθουσιάστηκε που τον είδε και με παρακάλεσε να του ζητήσω ένα αυτόγραφο επάνω στο μενού εκ μέρους της. Τόλμησα και εγώ και πήγα και του είπα ότι η κυρία αυτή, -δείχνοντας την-, θα ήθελε ένα αυτόγραφο. Τότε θυμωμένος και με λόγια που δεν μπορώ να σας πω να γράψετε μου είπε, «δεν δίνω δεκάρα για κανένα εδώ μέσα και χαρακτήρισέ με όπως θέλεις». Και πήρε το μενού και το έσκισε. Ημουν 25 χρονών και ακόμα θυμάμαι την ντροπή που με έκανε να νιώσω. Ηρθε ο μετρ να δει τι συνέβη και του είπε να με πάρει από το τραπέζι του να μην ξαναεμφανιστώ μπροστά του. Μετά από δυο χρόνια πήγα και δούλεψα σε άλλο εστιατόριο, όπου ήμουν κάπταιν και όχι σερβιτόρος. Οταν πήγα να του πάρω παραγγελία μου είπε: «Θέλω να πάρεις τον Carmine και να πας στο Le Cirque να πάρεις από εκεί μια κρέμα καραμελέ, γιατί η δική τους είναι καλύτερη από την δική σας». Πήρα τον σωματοφύλακά του, πήγα, πήρα την κρέμα καραμελέ και μου έδωσε $100 δολάρια για την αγγαρεία. Είναι πολλές οι άσχημες στιγμές με τον Σινάτρα, αλλά θα σταματήσω εδώ τη διήγησή τους.
Ποια είναι η διαφορά στα εστιατόρια του τότε και του τώρα;
Δεν υπάρχει πια ο σεβασμός που υπήρχε παλιά. Είναι όλα εμπορευματοποιημένα. Παλιά υπήρχε έλλειψη καλών εστιατορίων και αυτά τα λίγα ήταν πολύ σημαντικά γι’ αυτό και έγραψαν και ιστορία. Ο κόσμος ντυνόταν ωραία, οι κυρίες τότε απαγορευόταν να μπουν σ’ αυτά τα εστιατόρια με παντελόνια. Από την άλλη, υπήρχαν και περιορισμοί με ιδιαίτερες διακρίσεις υπέρ των ανδρών. Τότε που ξεκίνησα εγώ δεν μπορούσαν οι γυναίκες να φάνε στο Plaza και στο St Regis με τους businessman στα ξενοδοχεία. Μόνο η Πέμπτη μέρα που είχαμε μεικτό δείπνο. Ο χώρος προοριζόταν μόνο για επαγγελματικές συναντήσεις και γεύματα. Αυτό κράτησε περίπου μέχρι το 1980 και επί Ρέιγκαν άρχισαν οι γυναίκες πια να συμμετέχουν κανονικά. Μια διαφορετική εμπειρία, που δείχνει επίσης τα περίεργα των καιρών εκείνων, βίωσα όταν πήγα σε ένα ελληνικό εστιατόριο που άντεξα μόνο 3 μέρες. Για να σε προσλάβει ο ιδιοκτήτης έπρεπε να είσαι χριστιανός και σου ζητούσε και αποδεικτικό, ότι παρακολουθείς μια εκκλησία και ήθελε να ξέρει ποια ακριβώς! Ητανε 50th Lex and Park. Ενα πανάκριβο εστιατόριο κατά τα άλλα, αν και χριστιανικό! Το ορεκτικό του αστακού και μόνο κόστιζε $38.
Πώς ήταν η προσωπική σου ζωή; Συνέχισες να ζεις με την θεία σου όταν άρχισες να βγάζεις χρήματα;
Εφυγα από την θεία μου και νοίκιασα ένα σπίτι, γιατί ήθελα να φέρω στην Αμερική και τους γονείς μου. Πρώτα ήρθε η μητέρα μου το 1973. Ημουν 18 χρονών τότε και η μητέρα μου 46. Μέναμε δυο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι της θείας μου. Λίγο αργότερα ήρθε και ο πατέρας μου και η μικρότερή μου αδερφή. Στήριξα την οικογένειά μου πάρα πολύ. Εγινα εγώ ο κηδεμόνας τους σε πολύ μικρή ηλικία. Η αδελφή μου σπούδασε Βιολογία και μετά από 2 χρόνια επέστεψε στην Ελλάδα. Βρήκα ακόμα δουλειά και στον πατέρα μου στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Pelham Bay που ζούσαμε. Μετά από 10 χρόνια ο πατέρας μου ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, αλλά η μητέρα μου δεν ήθελε. Δυστυχώς πέθανε 56 χρονών από εγκεφαλικό. Μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε και ο πατέρας μου από μυοπάθεια. Στη δεκαετία αυτή στα 25 μου χρόνια γνώρισα και την γυναίκα μου που την είχε φέρει η θεία της από τη Βραζιλία και δούλευε στα παλτά. Ηταν 22 χρονών τότε. Κάναμε μαζί τον γιο μας, 30 χρονών σήμερα, που εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία.
Εχεις μια ιδιαίτερη φυσική ικανότητα και ευκολία να προσεγγίζεις τους ανθρώπους…
Αγαπάω πολύ τον κόσμο. Οταν πήρα την άδειά μου για την οδήγηση, έγραφε πάνω «to know me is to love me». Δουλεύω από 12 χρονών στην εστίαση ξεκινώντας από το καφενείο και εστιατόριο του πατέρα μου. Αγαπάω και κρίνω τον κόσμο. Ξέρω να τον διαβάζω. Βλέπω ένα πελάτη και είμαι σίγουρος από την αρχή, πώς θα συμπεριφερθεί, αν έχει σεβασμό, αν του αρέσουν οι καυγάδες ή θέλει απλά να επιβληθεί. Δεν ανταποκρίνονται όμως όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Υπάρχουν πελάτες που έρχονται και με φιλούν και με αγκαλιάζουν και μπορεί να με δουν την άλλη μέρα στο σουπερμάρκετ και να κοιτάξουν από την άλλη μεριά, σαν να μην με είδαν. Είμαι καλός μόνο μέσα στο μαγαζί, αλλά έξω είμαι ανύπαρκτος. Υπάρχουν όμως ευτυχώς και «κανονικοί» άνθρωποι, όπως τους λέω.
Πόσο υπομονετικός μπορεί να είναι κάποιος για να ανέχεται τόση υποκρισία;
Καμμιά φορά αναρωτιέμαι, πώς δεν έχω φερθεί επιθετικά και πώς κρατιέμαι τόσα χρόνια. Υπάρχει άνθρωπος που με έχει βρίσει, γιατί η ντομάτα δεν ήταν καλή. Του ζήτησα συγγνώμη εξηγώντας ότι η ντομάτα του Δεκέμβρη δεν μπορεί να είναι η καλύτερη, γιατί είναι καλοκαιρινό είδος και πως την έβγαλα από το λογαριασμό του. Επέμενε να με βρίζει και να μου λέει πως ό,τι και να λέω δεν έχω καλή ντομάτα! Με τέτοιους ανθρώπους πρέπει εμείς που κάνουμε αυτή τη δουλειά να έχουμε μεγάλα αποθέματα υπομονής και ψυχραιμίας.
Πως βρέθηκες στο ΑΧΙΑ;
Κάποια στιγμή άρχισα να συνεργάζομαι με Ελληνες επιχειρηματίες. Δούλεψα στο Περιγιάλι, στο Εστία, στην Ιθάκη μέχρι που κάποια στιγμή γνώρισα τον κ. Μιχάλη Παρλάμη που είχε όραμα να ανοίξει ένα ελληνικό εστιατόριο που έλειπε από την γειτονιά του στο Τέναφλαϊ (Tenafly). Ετσι το 2006 άρχισε να λειτουργεί το ΑΧΙΑ ένα εστιατόριο που έφτιαξε για την αγαπημένη του σύζυγο, Mάρτζι Παρλάμη, που του έδωσε την ονομασία αυτή που στα ελληνικά σημαίνει «Αξια», καθώς η Μάρτζι ήταν μια άξια γυναίκα, σύντροφος και μητέρα. Μετά τον θανατό του ανέλαβε την επιχείρηση ο Αλεξ Παρλάμης, ο γιος του, και γίναμε συνεταίροι μαζί του εγώ και ο Αλεξ Γκοράντ ο executive chef.
Ξεκίνησα λοιπόν στο ΑΧΙΑ από τα θεμέλια του μαγαζιού. Ο κ. Παρλάμης είχε βρει ένα κτίριο το οποίο είχε πάρει φωτιά, ένα ιταλικό εστιατόριο και το αγόρασε. Από τότε επί 17 χρόνια βρίσκομαι εδώ σταθερά. Ταξίδεψα στην Ελλάδα και επισκέφτηκα πολλά οινοποιεία, γιατί αγαπάω το καλό κρασί και δημιούργησα ένα πολύ μεγάλο κατάλογο με αξιόλογα κρασιά που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στους πελάτες μας.
Τιμ, πες μας μια εμπειρία σου, όταν πρωτοήρθες στη Νέα Υόρκη που σου έχει μείνει αξέχαστη.
Οταν ήρθα στη Νέα Υόρκη έπιασα αμέσως σχεδόν δουλειά. Δεν ήξερα λέξη αγγλικά και δεν είχα μάθει να κυκλοφορώ μόνος μου, ούτε καν στη γειτονιά μου. Την πρώτη μέρα που άρχισα δουλειά με πήγε ο θείος μου στο Μανχάταν, αφού πρώτα μου έδωσε ένα χαρτί με όλες τις οδηγίες, πώς να γυρίσω πίσω.
Μου τα έγραψε όλα εκτός από το uptown και downtown που δεν ήξερα καν τι σημαίνει. Πήγα στους 59 δρόμους και αντί να πάρω το τραίνο για το Μπρονξ, πήρα το αντίθετο που με έβγαλε στο Ρόκαγουεϊ (Rockaway). Επρεπε να είμαι σπίτι στις 9 μ.μ.
Εφτασα στον ωκεανό μέσα στο καταχείμωνο, όπου για καλή μου τύχη υπήρχαν μόνο 2 αστυνομικοί που με πλησίασαν με το πιστόλι στο χέρι. Τους έδειξα το χαρτί, γέλασαν και με έβαλαν στο αυτοκίνητο να με πάνε στο Μπρονξ. Μόλις ξεκινήσαμε στα μισά του δρόμου τους έπιασε λάστιχο. Σταμάτησαν να το φτιάξουν, μετά ήπιαν τον καφέ τους στο Dunkin Donuts που ήταν εκεί που είχαμε σταματήσει και τελικά με πήγαν σπίτι. Στο παράθυρο ήταν κρεμασμένη όλη η οικογένεια, απελπισμένη, γιατί νόμιζαν ότι χάθηκα. Εγώ με την ελαφράδα της νιότης μου τους έκανα πλάκα για τους αστυνομικούς «…Μην ανησυχείτε τους ξέρω από την Ελλάδα»…
Τι συμβουλή θα έδινες στους νέους που ξεκινούν την καριέρα τους στην εστίαση;
Τα προσόντα που πρέπει να έχει κάποιος, για να μπορεί να διαχειριστεί ένα εστιατόριο, είναι καλός ψυχολόγος, οινογνώστης και όχι μόνο να ξέρει τι σημαίνει καλό φαγητό, αλλά να έχει και γερό στομάχι για να ανέχεται τους δύσκολους πελάτες. Βασική αρχή όμως είναι να αγαπάει τους ανθρώπους, είτε εύκολους είτε απαιτητικούς! Αρα αν έχετε πολύ μεγάλη υπομονή, γερά πόδια, για να στέκεστε 13 ώρες το λιγότερο την ημέρα όρθιοι, και αγάπη για τον άνθρωπο, τότε μην καθυστερείτε. Είναι ωραίο επάγγελμα η εστίαση και δεν πλήττεις, γιατί κάθε μέρα είναι μια καινούργια μέρα!