Ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ οδεύει προς μια δίκη για διαφθορά δημοσίου προσώπου που ενδεχομένως να τον φέρει στη θέση να προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ θέτει ακούσια σε κίνδυνο τη σύζυγό του.
Ο Δημοκρατικός πολιτικός από τη Νέα Ιερσέη κατηγορείται μαζί με τη σύζυγό του, Ναντίν Μενέντεζ, και τρεις επιχειρηματίες, για δωροδοκία που περιελάμβανε παράνομα δώρα σε ράβδους χρυσού, μετρητά και μια νέα Mercedes-Benz Cabrio σε αντάλλαγμα για χάρες, μεταξύ άλλων και για ξένες κυβερνήσεις.
Και οι πέντε έχουν δηλώσει αθώοι και αναμένεται να δικαστούν μαζί σε Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης στις 6 Μαΐου.
Ομως ο Μενέντεζ και η σύζυγός του επιδιώκουν να διαχωρίσουν τις υποθέσεις τους για να αποφύγουν να βλάψουν ο ένας την υπεράσπιση του άλλου. Ενας δικαστής αναμένεται να αποφανθεί σχετικά με το ασυνήθιστο αίτημα για χωριστές δίκες τις επόμενες εβδομάδες.
Το να δικαστεί μαζί με τη σύζυγό του παραβιάζει τα συζυγικά του δικαιώματα και δυνητικά στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου, δήλωσε ο νομοθέτης, ειδικά αν αποφασίσει να καταθέσει και αναφερθεί στις ιδιωτικές τους επικοινωνίες που τον βοηθούν αλλά την πλήττουν.
Για παράδειγμα, δήλωσε ο πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας Χάουαρντ Μάστερ, ο Μενέντεζ θα μπορούσε να καταθέσει ότι η σύζυγός του δεν του είπε ότι οι υποτιθέμενες δωροδοκίες που έλαβε ήταν σε αντάλλαγμα για οποιαδήποτε επίσημη ενέργεια.
«Μπορεί να θελήσει να πει στη δίκη: ‘Ακούστε, η σύζυγός μου δεν μου το είπε ποτέ αυτό’», δήλωσε ο Μάστερ. Ενώ «αυτή θα μπορούσε απλώς να πει ότι πήρε μετρητά από έναν φίλο που γνώριζε ότι είχε οικονομικά προβλήματα».
Οι εισαγγελείς έχουν δηλώσει ότι και οι πέντε κατηγορούμενοι θα πρέπει να δικαστούν μαζί, υποστηρίζοντας ότι ο Μενέντεζ και η σύζυγός του έχουν παρέχει μόνο αόριστες εικασίες σχετικά με τη βλάβη μιας κοινής δίκης. Εχουν επίσης ισχυριστεί ότι οι πολλαπλές δίκες είναι σπατάλη πόρων.
«Είναι σπάνιο και δεν υπάρχει πολλή νομολογία» για να βοηθήσει έναν δικαστή να καθοδηγήσει έναν τέτοιο προσδιορισμό, δήλωσε ο Αλον Λίφσιτζ (Allon Lifshitz), πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας και εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «Cohen & Gresser», σχετικά με το αίτημα του Μενέντεζ, εν μέρει επειδή λίγα παντρεμένα ζευγάρια κατηγορούνται μαζί και τα περισσότερα δεν οδηγούνται σε δίκη.
Ο Λίφσιτζ, ο οποίος δεν εμπλέκεται στην υπόθεση, δήλωσε ότι οι δικαστές διστάζουν να αποφασίσουν για χωριστές δίκες, οι οποίες θεωρούνται αναποτελεσματικές. Ωστόσο, ο Μενέντεζ φαίνεται να έχει ισχυρότερο επιχείρημα για διαχωρισμό από ό,τι οι περισσότεροι κατηγορούμενοι, είπε, καθώς ο νόμος είναι σαφής ότι έχει δικαίωμα να καταθέσει και υπάρχουν νομικά προνόμια που κατέχει ένα παντρεμένο ζευγάρι, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία της οικειότητας και της εμπιστευτικότητας μεταξύ των συζύγων.
Βάσει των προστατευτικών διατάξεων, ο κ. Μενέντεζ και η σύζυγός του έχουν το δικαίωμα να απαγορεύσουν στον άλλον να παρουσιάσει τις μεταξύ τους ιδιωτικές επικοινωνίες ως αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη. Εχουν επίσης το δικαίωμα να μην καταθέσουν ο ένας εναντίον του άλλου.
Ο γερουσιαστής δήλωσε ότι τα προνόμια αυτά δημιουργούν το Παράδοξο 22 (Catch-22) για τον ίδιο σε μια κοινή δίκη. Θα μπορούσε να καταθέσει για την υπεράσπισή του και να μιλήσει για ορισμένες προσωπικές επικοινωνίες με τη σύζυγό του, δήλωσαν οι δικηγόροι του σε δικαστικές καταθέσεις, αλλά εκείνη με τη σειρά της θα μπορούσε να διεκδικήσει το δικαίωμά της να τον εμποδίσει να τις αναφέρει.
Θα μπορούσε επίσης να καταθέσει μαρτυρία που, ενώ θα τον βοηθούσε, θα μπορούσε να βλάψει τη σύζυγό του, σύμφωνα με τους δικηγόρους του. Ενα τέτοιο σενάριο τον αναγκάζει να επιλέξει μεταξύ του δικαιώματος να καταθέσει προς υπεράσπισή του και να μην καταθέσει εναντίον της συζύγου του, υποστηρίζουν. Μια ξεχωριστή δίκη θα επέτρεπε στον Μενέντεζ να μιλήσει ελεύθερα στους ενόρκους χωρίς αντίκτυπο στην ποινική υπόθεση της συζύγου του, δήλωσαν οι δικηγόροι του. Ο γερουσιαστής θα εξακολουθούσε να διατηρεί το δικαίωμά του να μην καταθέσει στη δίκη της συζύγου του.
Πηγή: «Wall Street Journal»