Ο Μιχάλης Μανουράς και η οικογένεια του, κράτησαν την παράδοση της γεύσης χάρη στην παράδοση των βοσκών του Ψηλορείτη.
Σε μία Ελλάδα που ξεχωρίζει στο εξωτερικό για τις γεύσεις της και τα εδέσματά της, τόσο οι Έλληνες όσο και οι τουρίστες γνωρίζουν πλέον μία μεγάλη διαφοροποίηση για την οποία οι Κρητικοί μιλούσαν εδώ και χρόνια: πως η Κρητική κουζίνα, δεν έχει καμία σχέση με την μεσογειακή. Σίγουρα θα βρεις κοινά στοιχεία και κοινές πρώτες ύλες, αλλά σε έναν παραμυθένιο κόσμο ξεχωριστής γεύσης όπως αυτόν της Κρήτης, πρέπει να τον γνωρίσεις από κοντά για να τον τιμήσεις όπως του αξίζει.
Και μπορεί οι μαραθόπιτες και οι κοχλιοί και η στάκα να είναι ξακουστά από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία, αλλά το κρέας που θα σου ετοιμάσει ένας αυθεντικός Κρητικός, θα το κάνει από πάππου προς πάππου. Ή τουλάχιστον, αν αυτό δεν το κάνουν όλοι οι Κρητικοί, μπορείς να είσαι βέβαιος πως το κάνει η οικογένεια Μανουρά στο Ηράκλειο με το «Ό,τι Θες», με το κρέας να έχει τον πρώτο λόγο, σε ένα ατόφιο και επικώς πεντανόστιμο μενού, που ξεκινάει από τα μαγειρευτά και της ώρας και φτάνει μέχρι τις σούβλες και τα αντικριστά. Το τελευταίο όμως δεν είναι τυχαίο. Διότι ο Μιχάλης Μανουράς με τον αδερφό του και τα ξαδέρφια του, προέρχονται κατευθείαν από την καρδιά των παραγωγών της Κρήτης, άνθρωποι από σόι βοσκών του Ψηλορείτη και πλέον ειδικοί να σου μιλήσαν για το περίφημο οφτό.
«Το αντικριστό ξεκίνησε για να καλύψει τις ανάγκες των βοσκών που έμεναν στα βουνά για να είναι κοντά στα κοπάδια τους. Αφού πρώτα έβαζαν στο παιχνίδι το αλάτι που είναι και φυσικό συστατικό για την συντήρηση, στη συνέχεια έψηναν το ζώο. Έτρωγαν το ζεστό κομμάτι που μόλις είχε ψηθεί και στη συνέχεια κρατούσαν τα υπόλοιπα κομμάτια που μπορεί να τα κατανάλωναν μέσα στο επόμενο δεκαήμερο. Μην ξεχνάμε πως ένας βοσκός μπορούσε να λείπει έξι μήνες για να είναι κοντά στα κοπάδια του» λέει ο Μιχάλης Μανουράς, που η οικογένειά του έχει στην κτηνοτροφική παραγωγή πάνω από 25.000 ζώα.
ΠΗΓΗ:ratpack.gr