Από τα τρία κομμάτια που έχουν ήδη κυκλοφορήσει από το πολυαναμενόμενο πρώτο άλμπουμ της Μαρίνας Σάττι καταλαβαίνεις ότι επιχειρεί να δημιουργήσει κάτι εντελώς δικό της. Κάτι σύγχρονο και ποπ, με τους χορευτικούς ρυθμούς του σήμερα, που όμως πατάει στην ελληνική μουσική – και μάλιστα στην παράδοση, ηχητικά και στιχουργικά.
Όμως, όσο κι αν είσαι προετοιμασμένος, όσο κι αν υποψιάζεσαι πού το πάει, δεν μπορείς με τίποτα να φανταστείς τι έχει δημιουργήσει, συνολικά, σε αυτό το άλμπουμ που το ονομάζει «Γέννα», το οποίο διαρκεί λιγότερο από μισή ώρα και περιέχει 11 κομμάτια.
Το «Γέννα» είναι ένα άλμπουμ οδυνηρό, όπως οδυνηρή είναι και η διαδικασία της δημιουργίας του, εξού και ο τίτλος, γιατί τίποτα δεν δημιουργείται ανώδυνα, «το να δίνεις ζωή σε κάτι πάντα προϋποθέτει τον πόνο, ακριβώς όπως και το να γεννάς ένα παιδί» όπως λέει η ίδια.
Το «Γέννα» μπορεί να έχει βγάλει ήδη δύο χιτ (το «Πάλι» και το «Πόνος Κρυφός») αλλά το στίγμα του άλμπουμ το δίνει το «Γιατί πουλί μ’» που έβγαλε πριν από έναν μήνα, ένα τραγούδι παραδοσιακό, που μιλάει για ένα πουλί που δεν μπορεί να τραγουδήσει επειδή του έχουν κόψει τα φτερά. Αυτό που υπονοεί ως δημοτικό, με διπλό νόημα, είναι ότι είναι αδύνατο να ζήσεις και να δημιουργήσεις αν χάσεις τις ρίζες σου – με αναφορά στην άλωση της Πόλης, αλλά και στην αναζήτηση της ταυτότητας της ίδιας της Μαρίνας, κάτι που την απασχολούσε από μικρό κορίτσι, επειδή μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου μπερδεύονταν δύο κουλτούρες: η ελληνική από την πλευρά της μητέρας της και η σουδανική από την πλευρά του πατέρα της. «Ήμουν πάντα ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο θρησκείες, δύο κουλτούρες, δύο κόσμους» όπως αναφέρει.
Το πιο θαυμαστό από όλα είναι το ότι εκεί που όλοι περίμεναν να σκάσει το άλμπουμ μιας Ελληνίδας Rosalia, σκάει ένα άλμπουμ που είναι 100% Μαρίνα Σάττι, κάτι απίθανο και εντελώς δικό της.
Το βίντεο του «Γιατί πουλί μ’» –γυρισμένο στην Κωνσταντινούπολη σε σκηνοθεσία του Μεξικάνου Alexis Gómez– όπως και το βίντεο του «Πάλι» –που δείχνει ελληνικές σκηνές καθημερινότητας στην Μαυροθάλασσα Σερρών– είναι statement μιας νέας αισθητικής που συνδυάζει το παραδοσιακό με το καινούργιο, κάτι που κατορθώνει να το κάνει δικό της, όσο κι αν σου θυμίζει κάτι άλλο (στο «Πάλι» τη Rosalia), όσο κι αν προσπαθείς να το τοποθετήσεις δίπλα σε αυτό που υπάρχει ήδη.
Γιατί πουλί μ’
Το άλμπουμ ανοίγει με το «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς», μόνο με φωνές, έναν θρακιώτικο θρήνο που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστικιστική, ανατριχιαστική για κάποιον που έχει καταχωρισμένη σε μια άκρη της μνήμης του ανάλογη μουσική, γιατί από το ξεκίνημα καταλαβαίνεις ότι το «Γέννα» πάνω απ’ όλα είναι ένα άλμπουμ μνήμης. Ένα άλμπουμ πολύ προσεκτικά δομημένο, που στοχεύει στα βιώματα του κάθε ακροατή, ανασύροντας ήχους που σε έχουν σημαδέψει από παιδί, ποπ αλλά και αντί-ποπ, κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε και η Björk στα άλμπουμ της.
Το «Γέννα» δεν είναι ένα εύκολο άλμπουμ, είναι ένα άλμπουμ που σε ξαφνιάζει στην πρώτη ακρόαση, γιατί καταλαβαίνεις ότι ακόμα και τα δύο πολύ πετυχημένα single, ο σύγχρονος μπάλος (ή ρεγκετόν;) «Πάλι» και το r’n’b «Πόνος Κρυφός» δεν είναι απλά δύο ευχάριστα ποπ τραγουδάκια, έχουν ποικίλες αναγνώσεις και στίχους πικρούς, όπως και όλα τα υπόλοιπα κομμάτια εδώ μέσα.
«Δε θα ψάξω να σε βρω, δε θα πω χαλάλι, περπατάω στο νερό και βουλιάζω πάλι / μες στην έρημο ν’ ανθίσω δε θ’ αργήσω, κι αν μ’ αφήσεις πάλι πίσω θα σ’ αφήσω, πάλι θα σ’ αφήσω» τραγουδάει στο «Πάλι», ενώ στο «Πόνος κρυφός» το ρεφρέν λέει «Όλα αλλάζουν σε μια στιγμή / και περπατώ πάνω σε ρωγμή / μη με αφήσεις καρδιά μου, μη / μη με αφήσεις καρδιά μου / πόνος κρυφός είναι πόνος μεγάλος». «Αληθινό, βαθιά ερωτικό, με άλγος αλλά χωρίς καψούρα» όπως λέει και ένας φίλος.
Πόνος Κρυφός
Στο «Κρητικό», μία σούστα που στηρίζεται στους πανάρχαιους ρυθμούς του πυρρίχιου, το πολεμικό κλίμα μετατρέπεται σε ακραία ερωτικό με τους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου στη δραματική εισαγωγή: «Μας βλέπουν και ζηλεύουν που σε αγαπώ, ζηλεύουν που για ’σένα εγώ καρδιοχτυπώ, τους τρώει η μαύρη ζήλια που με χαίρεσαι, που αύριο το βράδυ με παντρεύεσαι. / Γιατί κανείς δε λυπάται τη χαρά μας; Αγαπημένε μου θα ’ρθει κι η σειρά μας να μας αφήσει η χαρά. Και μετά να σκοτωθώ».
Μετά το κλίμα που έχει δημιουργήσει το «Κρητικό», το «Interlude», πάλι σε στίχους της Λένας Κιτσοπούλου, ακούγεται συγκλονιστικό (φωνητικά η Μαρίνα είναι στην καλύτερη στιγμή της): «Καρδιά, πού με πας; Ξανά με τραβάς, στα ίδια παλιά όνειρά μου, αυτά που σ’ έκαψαν, Καρδιά» ενώ στο φινάλε το σαμπλαρισμένο ηπειρώτικο πολυφωνικό «Πίνετε να πίνομε» από το πολυφωνικό σχήμα Κτισμάτων σκορπίζει ρίγη συγκίνησης.
Το «Άσε με να φύγω» σε στίχους και μουσική της Μαρίνας Σάττι και του Saske είναι ένα «κρητικό» τραπ που μιλάει για τη φυγή ως συνειδητή επιλογή. «Νιώθω όλα τα βάρη να με σφίγγουν / Μ’ αγκαλιάζουν, δε θέλουν να φύγουν / Θα παλεύω όλη τη ζωή μου / Μέχρι να μ’ αφήσει η πνοή μου. / Με αφήσαν μόνη οι θεοί μου / Μόνη μου να βρω τη δύναμή μου / Πάνω στις κορφές του Ψηλορείτη / Με μεγάλωσαν άγριοι λύκοι. / Άσε με να φύγω / Στο ταξίδι αυτό θα πάω μονάχη μου / Άσε με να φύγω / Να πετάξω μέσα από τη στάχτη μου» τραγουδάει παίρνοντας έμπνευση από τον μύθο του Δία (τον οποίο έδωσε η Ρέα κρυφά από τον Κρόνο στον Ψηλορείτη, για να τον φροντίσουν οι Κουρήτες, βάζοντάς τον να θηλάσει τον μαστό της αίγας που λεγόταν Αμάλθεια).
H «Προσευχή», ένα κομμάτι σε μουσική και στίχους του (τράπερ) Apon, είναι ένα σύντομο τρυφερό κομμάτι, ωδή και τάμα στον έρωτα: «Μάρτυς μου ο Θεός / που σε φίλησα / Άγια μου μορφή / σε προσκύνησα / Αγκάλιασα τον ουρανό / να μη σε βρει ποτέ βροχή / Σ’ αγγέλους έδωσα νερό / να λέν’ για ’σένα προσευχή».
Ο Apon έχει γράψει και το επόμενο κομμάτι, το «Άδειοι δρόμοι», που για τη Μαρίνα είναι ένας φόρος τιμής στην αραβική καταγωγή της αλλά για κάποιον Έλληνα που έχει μεγαλώσει στην επαρχία είναι ο ήχος του Δεκαπενταύγουστου. Ξεκινάει με ένα χαλαρό electro pop ρυθμό και εξελίσσεται σε ένα πανηγυριώτικο όργιο, σαν «τελειωμένο» ξημέρωμα σε επαρχιακό γλέντι με κλαρίνο και διονυσιακά κρουστά: «Άδειοι δρόμοι – πού κοιμάσαι; / Μεθυσμένος δε θυμάσαι / Κι αν σε θέλω, με φοβάσαι / Τι; πες μου / Πες μου, τι φοβάσαι; / Άδειοι δρόμοι – πού τα πίνεις; / Κι αν μου φεύγεις, δε μ’ αφήνεις / Κι αν σε θέλω, με φοβάσαι / Πού; πες μου / Πες μου, πού κοιμάσαι;».
Αυτό που έχει κάνει είναι απίστευτο και μοναδικό: να σε συγκινεί, να σε βουτάει λιγωτικά στη χαρά με έναν παράξενο τρόπο, αλλά και να σε ξεσηκώνει με τους συγκρατημένους ρυθμούς στα (πολύ) σύντομα κομμάτια που τελειώνουν μόλις πιάσουν κρεσέντο. Αυτό είναι και το πιο θαυμαστό σε αυτό το άλμπουμ, το ότι τελειώνει και μένεις ανικανοποίητος, όχι επειδή είναι λειψό ή λίγο, αλλά επειδή θέλεις κι άλλο και αισθάνεσαι ότι παρείναι σε μικρή δόση για να χορτάσεις.
Αυτό είναι κάτι που το έχει μελετήσει προσεκτικά η Μαρίνα, όπως και τη δομή του άλμπουμ, τη σειρά των κομματιών που δημιουργεί εξάρσεις αλλά και στιγμές χαλαρότητας, χωρίς να έχει καθόλου όμως «ευθείες γραμμές».
Στο «Σπίρτο και βενζίνη» παίζει με την καύλα δημιουργώντας ένα σκοτεινό, «επικίνδυνο» κομμάτι με ένα ρεφρέν που γνωρίζεις καλά από την Κατερίνα Κούκα («ρίξε σπίρτο στο κορμί μου να πυρποληθώ»), αλλά που γίνεται εντελώς δικό της (η μουσική είναι δική της και οι στίχοι της Φωτεινής Λαμπρίδη): «Μέσα μου ήσουνα – τώρα ποιος νικάει; / Κι αν η αγάπη μου κάποτε με φάει; / Κι αν η αγάπη μου γίνει η θηλιά μου; / Μέσα μου ήσουνα, μείνε εδώ κοντά μου / Μέσα μου ήσουνα, μείνε εδώ κοντά μου / Μείνε εδώ κοντά μου».
Το εξώφυλλο του δίσκου.
To «Γέννα» κυκλοφορεί στις 29/5 από την Walnut Entertainment.
Είναι άλλο ένα σίγουρο χιτ από το άλμπουμ, ένα κομμάτι «καταδικασμένο» να ακούγεται διασκευασμένο στα πανηγύρια, όπως ήταν το «Mama» και το «Δεν με θέλουν» του FY.
Το ενδιαφέρον με τη Μαρίνα Σάττι είναι ότι ενώ είναι ένα λαϊκό είδωλο, έχει κάτι απόμακρο και εστέτ που την κάνει περισσότερο ποπ από έντεχνη, πιο πειραματική από ό,τι λαϊκή. Αν το «Πόνος Κρυφός» το είχε πει άλλη τραγουδίστρια π.χ., χωρίς τις φωνές και τους ήχους που το στολίζει, θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι πίστας, χάνοντας τα εντελώς σημερινά ποπ χαρακτηριστικά του. Ή να είναι εντελώς αδιάφορο.
Όπως και το χιλιοακουσμένο νανούρισμα «Νάνι», που εδώ απλώς επιβεβαιώνει τη δύναμη της φωνής της και σε κάνει χίλια κομμάτια. Μία «μικρασιάτικη» λιτή μελωδία με την οποία αποχαιρετά τη δημιουργία της, το παιδί της: το πρώτο της άλμπουμ.
Το «Γέννα», ωστόσο, κλείνει με ένα μεγαλειώδες μοιρολόι: «Να μην έχω γη για να πατήσω / Να μη βρω νερό για να το πιώ / Αν δε βρεις το δρόμο να γυρίσεις / Είκοσι φορές να γκρεμιστώ». Με συνοδεία του πολυφωνικού σχήματος Ηπείρου Βαγγέλη Κώτσου το «Μοιρολόι» είναι ο πιο ταιριαστός επίλογος σε αυτό το αριστουργηματικό, θαρραλέο άλμπουμ που ισορροπεί ανάμεσα στο ακραία πρωτοποριακό και το παραδοσιακό, χωρίς να γίνει ούτε στιγμή ακαδημαϊκό, «έντεχνο» (με την έννοια που του έχουν προσδώσει τα τελευταία χρόνια, της μίρλας και της κλάψας) ή βαρετό.
Είναι ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να κάνει την ελληνική μουσική ελκυστική στην ξένη αγορά και να κάνει το νεαρόκοσμο να ρίξει έστω και μια ματιά στον πλούτο της μουσικής μας παράδοσης. Σημασία δεν έχει μόνο το τι κάνεις αλλά, κυρίως, ο τρόπος που το κάνεις. Και είναι κατόρθωμα να καταφέρνεις να συνδυάσεις το ρεγκετόν και το τραπ με τη σούστα και τα ηπειρώτικα χωρίς να ακούγεσαι παράταιρος ή γελοίος.
Το πιο θαυμαστό από όλα είναι το ότι εκεί που όλοι περίμεναν να σκάσει το άλμπουμ μιας Ελληνίδας Rosalia, σκάει ένα άλμπουμ που είναι 100% Μαρίνα Σάττι, κάτι απίθανο και εντελώς δικό της.
Μακάρι να είχαμε πιο πολλές Μαρίνες Σάττι στο ελληνικό τραγούδι.
ΠΗΓΗ:lifo.gr