Ο Τζοβάνι Μπρούσκα ομολόγησε την εμπλοκή του σε 100 δολοφονίες της σικελικής μαφίας, τη δεκαετία του ’90. Μεταξύ τους ήταν αυτή ενός 11χρονου αγοριού. Ήταν ο γιος συνεργάτη του μαφιόζου που είχε αποφασίσει να τον προδώσει. Δηλαδή, είχε κάνει ό,τι έκανε ο Μπρούσκα για να είναι σήμερα ελεύθερος.
Στην Ιταλία, ήταν γνωστός ως ‘σφαγέας’. Η φήμη του για τη δίψα που είχε για αίμα προηγείτο του ιδίου και για αυτό τον αποκαλούσαν και ‘γουρούνι’ (βοηθούσε και το physic του). Ο Τζοβάνι Μπρούσκα ομολόγησε την εμπλοκή του σε 100 δολοφονίες (ήταν ύποπτος για 200), αρχικά ως μέλος και μετά ως ηγέτης της σικελικής μαφίας. Συνήθιζε να υποβάλει τα θύματα του σε βασανιστήρια, πριν τα εκτελέσει. Δεν είχε ιδέα επί της λέξης ‘οίκτος’. Μετά είχε πολλούς τρόπους να εξαφανίζει τα πτώματα. Στη βιογραφία του έχει γράψει πως “τα διέλυα σε οξύ, τα έψηνα σε μεγάλα γκριλ, τα έθαβα σκάβοντας τάφους με εκσκαφέα. Κάποιοι μαφιόζοι δηλώνουν σήμερα αηδιασμένοι με όσα έκαναν. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τον εαυτό μου. Ποτέ δεν ένιωσα ταραγμένος, ό,τι και έκανα”.
Σκότωνε όποιον του έλεγαν τα ‘αφεντικά’ του, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Είχε πει ότι “κανένα μέλος της μαφίας δεν διψά για αίμα ή είναι τρομοκράτης. Ο κανόνας είναι ότι σκοτώνουμε εκ μέρους της οργάνωσης”.
Το ναδίρ του ήταν η δολοφονία ενός 11χρονου αγοριού. Ήταν ο γιος πρώην συνεργάτη του, ο οποίος συνεργάστηκε με την αστυνομία μετά τη σύλληψη του. Για την ιστορία, ο Μπρούσκα εξέτισε μόλις 25 χρόνια φυλάκισης για όσα διαβάσατε, καθώς ‘έδωσε’ τους πάντες στις αρχές.
Έγινε μαφιόζος από τα 5
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε πολλές επιλογές ως προς τον επαγγελματικό προσανατολισμό του, ως παιδί. Γεννήθηκε σε οικογένεια που από πάππου προς πάππου τα μέλη της ήταν και μέλη της μαφίας. Ο πατέρας του, Μπερνάντο έφτασε να γίνει και ‘πατριάρχης’ της… τοπικής οργάνωσης των Corleonesi, στο San Giuseppe Jato -απέχει 31 χιλιόμετρα από το Παλέρμο.
Σημείωση: οι Corleonesi ήταν φατρία που δημιούργησαν άνθρωποι της πασίγνωστης οικογένειας Κορλεόνε το ’70 και συνεργάζονταν και με άλλους μαφιόζους. Στον δεύτερο πόλεμο των μαφιόζων -το ’80- ήταν οι νικητές και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αυτοί που εξαπέλυσαν επιθέσεις στο κράτος.
Ο Μπερνάντο εξέτισε διαδοχικές ποινές φυλάκισης για πολλές ανθρωποκτονίες, έως το θάνατο του το 2000. Τη δουλειά ακολούθησαν οι τρεις γιοι του. Ο Τζοβάνι ήταν ο μικρότερος -από τα 5 είχε πλήρη εικόνα για τις φυλακές, μέσω των επισκέψεων που έκανε στον πατέρα του. Μετά τη φυλάκιση του πατήρ φαμίλια, έγινε εκείνος ο ηγέτης του San Giuseppe Jato. Δεν περιοριζόταν στην οργάνωση κάθε αποστολής και τις εντολές. Εκτελούσε και ο ίδιος. Είχε μάθει από παιδί ό,τι αφορούσε μια δολοφονία. Από παιδί καθάριζε τα όπλα του μπαμπά του και έκανε σκοποβολή. Στα 18 σκότωσε για πρώτη φορά, άνθρωπο. Στα 19 τα θύματα του έγιναν δύο. Τότε ήταν που τον εκτίμησε ο Σαλβατόρε Ρίνα, ανώτερος ηγέτης της σικελικής μαφίας και τον πήρε υπό τις φτερούγες του.
Το 1992 ο Μπρούσκα δολοφόνησε τον εισαγγελέα Τζοβάνι Φαλκόνε. Ήταν αυτός που πάτησε το κουμπί για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός εκπυρσοκρότησης μισού τόνου εκρηκτικών που είχαν τοποθετηθεί στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου του εισαγγελέα. Η έκρηξη σκότωσε τον στόχο, τη σύζυγο του και δυο μέλη της αντιτρομοκρατικής που συνόδευαν το ζεύγος.
Την εντολή την είχε δώσει το αφεντικό όλων των αφεντικών της μαφίας στη Σικελία, Σαλβατόρε Ρίινα. Σύμφωνα με πολλές ιταλικές πηγές, ο Φαλκόνε δεν είχε συνταχθεί με τη συμφωνία του κράτους και της μαφίας για το τέλος των εχθροπραξιών και κρίθηκε από τους υπευθύνους που έπρεπε να τακτοποιηθεί. Ο Μπρούσκα δεν ενήργησε μόνος του, αλλά με τη βοήθεια ‘στρατιωτών’. Ένας εξ αυτών, ο Σαντίνο ντι Ματέο συνελήφθη στις 4/6 του 1993 και συνεργάστηκε με την αστυνομία για να μειώσει την ποινή του.
Σημείωση: δυο μήνες μετά τη δολοφονία του Φαλκόνε η μαφία σκότωσε -πάλι με βόμβα- το δεξί του χέρι, Πάολο Μπορσελίνο. Κάπου εκεί η πολιτεία είπε το ‘έως εδώ και μη παρέκει’ και συγκέντρωσε πόρους και ανθρώπους για να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα. Σύντομα, ένας προς έναν οι ηγέτες της Cosa Nostra συλλαμβάνονταν και καταδικάζονταν. Ο Μπρούσκα βρήκε άδειο το δρόμο ως την κορυφή της σικελικής μαφίας.
Απήγαγε και κράτησε όμηρο για δυο χρόνια, το γιο συνεργάτη του που τον πρόδωσε
Στην καταπάτηση του βασικού αξιώματος των μαφιόζων (omerta), ο Μπρούσκα αντέδρασε με την απαγωγή του 11χρονο γιου του Ντι Ματέο, Τζουζέπε στις 23/11 του 1993. Όπως αποκάλυψε αργότερα άλλος συνεργάτης του αρχηγού (ο Gaspare Spatuzza), μέλη της Corleonesi μεταμφιέστηκαν σε αστυνομικοί, επικέφτηκαν το αγόρι και του είπαν πως θα το πήγαιναν να δει τον πατέρα του -τον οποίον έκρυβαν κάπου οι αρχές έως τη δίκη. Επτακόσιες εβδομήντα εννέα μέρες αργότερα (11/1/96) το παιδί κρατείτο ακόμα από τον Μπρούσκα.
Ήταν σε άθλια κατάσταση, καθώς υπέκειτο καθημερινά σε βασανιστήρια, ζούσε κλειδωμένο σε ένα κλουβί και δεν το τάιζαν, όπως ενημέρωναν οι μαφιόζοι με φωτογραφίες που έστελναν. Στην απόγνωση του, ο Ντι Ματέο ζήτησε άδεια να πάει στη Σικελία και να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση του παιδιού του που αργοπέθαινε.
Δεν πρόλαβε να το δει ζωντανό. Το άψυχο σώμα του Τζουζέπε εντοπίστηκε σε βαρέλι που ήταν γεμάτο οξύ -συνήθης πρακτική της μαφίας για να εξαφανίζει τα πτώματα. Οι ιατροδικαστές τον ενημέρωσαν πως προηγουμένως ο γιος του είχε στραγγαλιστεί. Τη δολοφονία ανέλαβε ο ίδιος ο Τζοβάνι Μπρούσκα, ο οποίος είχε μόλις μάθει πως είχε καταδικαστεί ερήμην σε ισόβια, για τη δολοφονία του Ιγκνάθιο Σάλβο (φοροεισπράκτορας και επιχειρηματίας του Τράπανι, μεσάζοντας μεταξύ πολιτικών και μαφίας), το Μάρτιο του 1992. Τη μέρα που σκοτώθηκε ο 14χρονος πια, Τζουζέπε ο Μπρούσκα είπε στους συνεργάτες του πως “σήμερα θα ξεφορτωθούμε το κουτάβι”.
Ήταν ύποπτος και για πολλές άλλες εκρήξεις σε Ρώμη, Φλωρεντία και Μιλάνο. Είχε παίξει ρόλο σε περισσότερες από 100 δολοφονίες. Το τελευταίο το ομολόγησε ο ίδιος μετά τη σύλληψη του, στις 20/5 του 1996. Ήταν 39 χρόνων. Και ναι, διέφευγε της σύλληψης για τέσσερα χρόνια, χωρίς προφανώς να σταματήσει τη δράση του. Οι συνεργάτες του τον είχαν χαρακτηρίσει ως ‘άγριο επιβήτορα, αλλά και εκπληκτικό ηγέτη’.
Συνελήφθη από καθαρή περίπτωση σύμπτωσης
Τον εντόπισαν σε πετρόχτιστο σπίτι σε αγροικία της Σικελίας, να παρακολουθεί τηλεοπτικό πρόγραμμα για τη δολοφονία του Φαλκόνε -που είχε κάνει ο ίδιος. Πώς; Οι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν την ακριβή τοποθεσία με τον πλέον συγκυριακό τρόπο: αστυνομικός που δεν ήταν σε υπηρεσία πέρασε μπροστά από το σπίτι με τη μηχανή του, που έκανε πολύ συγκεκριμένο -δυνατό- θόρυβο. Αυτόν ‘έπιασε’ το σύστημα παρακολούθησης των κλήσεων του κινητού τηλεφώνου του Μπρούσκα, ο οποίος εκείνη την ώρα έτυχε να μιλάει με κάποιον.
Ειδοποιήθηκαν οι αρχές και εμφανίστηκαν 400 αστυνομικοί στο σημείο, στις 20/5 του 1996, για τη σύλληψη. νομικό τμήμα του Παλέρμο, οι αστυνομικοί πανηγύρισαν έξαλλα τη στιγμή με αγκαλιές και ουρλιαχτά. Μέλη της αντιτρομοκρατικής έβγαλαν και τις μάσκες που φορούσαν, σαν να μην φοβούνταν πια τη μαφία.
Μια στάση εδώ: η ειδική δύναμη που δημιούργησε η αστυνομία της Σικελίας για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μαφία λέγεται Catturnadi. Σε ρεπορτάζ του BBC μέλη της είχαν πει πως “όταν πιάσαμε τον Μπρούσκο, άρχισε να κλαίει σαν το μωρό”.
Στη δίκη του 1997, ο Μπρούσκα βρέθηκε απέναντι από τον Ντι Ματέο, ο οποίος ξέσπασε σε λυγμούς και είπε στο δικαστή πως εγγυάται τη συνεργασία του “αλλά δεν εγγυώμαι το παραμικρό σε αυτό το κτήνος. Αν με αφήσετε δυο λεπτά μόνο, μαζί του θα του κόψω το κεφάλι”. Μετά αποπειράθηκε να επιτεθεί στο δολοφόνο του γιου του. Τον σταμάτησαν άνδρες ασφαλείας. Ο Μπρούσκα ζήτησε συγχώρεση από την οικογένεια του θύματος. Δεν την πήρε ποτέ. Η μητέρα του αγοριού δήλωσε το 2008 πως η παρηγοριά της ήταν πως ο θάνατος του γιου της οδήγησε στην αποδυνάμωση της μαφίας.
Το 1999 καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκισης, μόνο για τη δολοφονία του Ντι Ματέο. Δυο χρόνια νωρίτερα, είχε καταδικαστεί σε 26 χρόνια για την εκτέλεση του Φαλκόνε. Το 2009 καταδικάστηκε σε ισόβια για το φόνο του Σαλβατόρε Καραβά -εντολή που επίσης είχε δώσει ένας εκ των αξιωματούχων της Cosa Nostra- και σε 12 χρόνια για αυτόν του επιχειρηματία Πιέτρο Λα Μάντια -επειδή δεν είχε σεβαστεί τους κανόνες της συμφωνίας που είχε κάνει με την Cosa Nostra.
Ο Μπρούσκα είναι σήμερα ελεύθερος -γιατί έκανε ό,τι σιχαινόταν
Ο Μπρούσκα έκανε ό,τι σιχαινόταν, όταν ήταν στην άλλη πλευρά. Δηλαδή, συνεργάστηκε με την αστυνομία που σκεφτόταν για τρεις μήνες, αν έπρεπε να πάρει τη βοήθεια του. Κάτι που θα σήμαινε μικρότερες ποινές για τα ειδεχθή εγκλήματα του. Όταν είπε πως θα τους ‘δώσει’ τον ηγέτη της σικελικής μαφίας, Σαλβατόρε Ρίινα (κάτι που έκανε) αποφάσισαν πως είχε έλθει η ώρα να δεχθούν τη χείρα βοηθείας.
Έγινε τρόφιμος της Rebibbia στη Ρώμη. Από το 2002 είχε αιτηθεί να αλλάξει η ποινή του σε κατ’ οίκον φυλάκιση εννέα φορές. Το αίτημα απερρίφθη. Το 2004 του έδωσαν την άδεια να βγαίνει από τη φυλακή για μια εβδομάδα, κάθε 45 ημέρες ώστε να δει την οικογένεια του, εφόσον έδειχνε καλή διαγωγή και συνέχιζε τη συνεργασία. Είπε ‘ναι’ σε όλα και η ποινή του μειώθηκε σε 25 χρόνια κράτησης. Στις 31/5 του 2021 αποφυλακίστηκε -υπό όρους για τέσσερα χρόνια. Έμεναν 45 ημέρες για την ολοκλήρωση της ποινής του. Εξυπακούεται πως ο λαός, και δη οι συγγενείς των θυμάτων του, δεν διαχειρίστηκαν πολύ θετικά αυτήν την είδηση, ομοίως και πολιτικοί που εξέφρασαν την έντονη αντίδραση τους.
Το 2000 ό,τι είχε στο όνομα του ο εγκληματίας πέρασε σε οργανισμό με όνομα “Κοινοπραξία Νομικής Ανάπτυξης”, που αναλαμβάνει να χτίσει ό,τι γκρεμίζουν οι μαφιόζοι. Το πατρικό του Μπρούσκα, στη γενέτειρα του ανακαινίστηκε το 2004 και έγινε το πρώτο αγροτουριστικό κατάλυμα που άνηκε σε μέλος της μαφίας. Όποιος το μισθώνει για διακοπές μπορεί να απολαύσει βιολογικά προϊόντα (τρόφιμα, κρασιά κλπ) που καλλιεργούνται στη γη, η οποία άνηκε στον Μπρούσκα.
ΠΗΓΗ : news247